Κρίση, με πιάνει κρίση

Κρίση, με πιάνει κρίση

Παλιά, η φτώχεια είχε… πλούσιο ρεπερτόριο. Σήμερα, ο νεοπλουτισμός παραμένει ακόμα τόσο ισχυρός, που η οικονομική κατάρρευση ελάχιστα έχει αγγίξει τα νέα τραγούδια.
Κάτι άλλαξε στα τραγούδια. Η οικονομική κρίση, η νέα φτώχεια και η καταπολέμησή της δεν ανιχνεύονται μέσα στις στροφές τους. Γι’ αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκήρυξε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού παροτρύνοντας νέους δημιουργούς να καλύψουν αυτή την έλλειψη που παρατηρείται και στην Ελλάδα αν και έχει μεγάλη παράδοση τραγουδιών για τη φτώχεια και τις συνέπειές της.

«Τι να γίνει, Πολυξένη; Το δολάριο ανεβαίνει, το δολάριο κατεβαίνει, η ζωή μας ακριβαίνει, πάρε φάβα και κρεμμύδια, και θα φάει απ’ τα ίδια όλη μας η φαμελιά» τραγουδούσε ο Ζαμπέτας. Ενώ τώρα, με όλους τους οικονομικούς δείκτες στο κόκκινο, οι λέξεις κρίση, φτώχεια, φτωχολογιά, φτωχοκόριτσο, φτωχός, φτωχαδάκι, φτωχόπαιδο, φτωχομάνα, φτωχόσπιτο, φτωχογειτονιά, φτωχολόι, μπατίρης, άφραγκος, ρέστος, ταπί, άνεργος κ.λπ., που ήταν συνηθισμένες στα τραγούδια τουλάχιστον μέχρι το 1980, στα σημερινά αναφέρονται πολύ σπάνια.

«Τα φράγκα κάνανε φτερά, για μένα δεν υπάρχουν και όμως άλλοι, φίλε μου, με το τσουβάλι τα ‘χουν… Κοιτώ την άδεια τσέπη μου και βαριαναστενάζω, κι αν είναι έτσι, σίγουρα, τη βγάζω δεν τη βγάζω» (Μπ. Μπακάλης).

Τα λογοκριμένα

Παλιότερα η φτώχεια στο λαϊκό τραγούδι σπάνια είχε συγκεκριμένες πολιτικές αιχμές, γιατί η κρατική λογοκρισία δεν άφηνε να περάσει οτιδήποτε μεμφόταν την εξουσία ή ξεσήκωνε τον εργαζόμενο λαό. Από τη μεταξική δικτατορία, με αιτία και πρόσχημα τα χασικλίδικα τραγούδια, η λογοκρισία εδραίωσε τον ασφυκτικό κλοιό της κόβοντας ό,τι ήταν ενοχλητικό. Κι αυτή η πρακτική συνεχίστηκε μεταπολεμικά υπό καθεστώς δημοκρατίας.

Ομως η φτώχεια ήταν εκτεταμένη και οι δημιουργοί δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν. Αναζητούσαν λοιπόν τεχνάσματα για να ξεπερνούν τα λογοκριτικά εμπόδια. Συνήθως, μεταμφίεζαν τα τραγούδια για τη φτώχεια σε ερωτικά! Έτσι, κυκλοφόρησαν πάρα πολλά τραγούδια. Φτώχεια και έρωτας, φτώχεια και μετανάστευση, φτώχεια και φιλότιμο, φτώχεια και διασκέδαση, φτώχεια και περηφάνια, φτώχεια και ταξικές διαφορές! «Το χρήμα μάς χωρίζει δυστυχώς, εσύ είσαι πλούσια κι εγώ φτωχός» (Χ. Κολοκοτρώνης).

Τα τραγούδια για τις δυσκολίες που δημιουργεί η έλλειψη χρημάτων στην καθημερινή επιβίωση και τις ανθρώπινες σχέσεις είναι αμέτρητα. Ισως παραπάνω από τα μισά να γράφτηκαν και να τραγουδήθηκαν από το 1948 ώς το 1960. Τραγούδια φτώχειας, μόχθου και μοίρας που προηγούνται χρονικά των αντίστοιχων ινδικών που φτάνουν μέσα από ταινίες όπως «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» και τα οποία φέρνουν τον λαό της μιας χώρας κοντά στον λαό της άλλης πρώτη φορά ύστερα από την «επίσκεψη» του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία πριν από 2.300 χρόνια!

Ολοι οι μεγάλοι συνθέτες έχουν συνεισφέρει με τέτοιου είδους τραγούδια, ελαφριά και βαριά. Τούντας, Νταλγκάς, Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης, Δερβενιώτης, Περιστέρης, Χρυσίνης, Καραμπεσίνης, Καλδάρας, Χατζηχρήστος, Παπαϊωάννου, Σούκας, Μουσαφίρης, Κουγιουμτζής κ.λπ. με υλικό από στιχουργούς πρώτης εθνικής κατηγορίας (Βίρβος, Μάνεσης, Βασιλειάδης, Παπαγιαννοπούλου, Κοφινιώτης, Πυθαγόρας, Χριστοδούλου, Παπαδόπουλος κ.ά.) και φωνές με λαϊκό μέταλλο (Τάκης Μπίνης, Ρένα Ντάλλια, Σεβάς Χανούμ, Στέλλα Χασκίλ, Περπινιάδης, Πόλυ Πάνου, Παγιουμτζής, Τσαουσάκης, Τζουανάκος, Αγγελόπουλος, Αναγνωστάκης, Διονυσίου, Μητροπάνος, Νταλάρας κ.ά.). Από το μοιρολατρικό «Αφού γεννήθηκα φτωχός» ώς το αισιόδοξο «Γεια σου, λεβεντιά μου φτώχεια».

Απ’ όλους τους τραγουδιστές, αυτός που ταυτίστηκε απόλυτα με τη φτωχολογιά είναι ο Καζαντζίδης. Οχι μόνο λόγω ρεπερτορίου, αλλά και ύφους, ποιότητας ερμηνείας και τρόπου ζωής που διαλαλούσε το κοινωνικό πρόβλημα και εδραίωνε το δικαίωμα των μη προνομιούχων στη ζωή. Ο Καζαντζίδης έγινε η φωνή της άλλης Ελλάδας, της αποκλεισμένης από τον πλούτο και την εξουσία. Μόνο αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει με κύρος ένα βαρύ τραγούδι απελπισίας και διαμαρτυρίας που λέει «ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται».

Από το ’60 και μετά, τραγούδια για τη φτώχεια γράφονται κι από τη νέα φουρνιά των λόγιων δημιουργών που παίρνουν με επιτυχία σκυτάλη από τους λαϊκούς καλλιτέχνες. Τα πιο ωραία λαϊκά του Μίκη Θεοδωράκη, όπως τα «Δραπετσώνα» και «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, εκθειάζουν τη φτωχολογιά, εξ αριστερών, με μεγάλη δόση ρομαντισμού. «Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι» και «Απονη ζωή… το κρίμα μας βαρύ, μας γέννησες φτωχούς», γράφει το 1963 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, και το ’66, «Σφύριζαν πλοία, μετανάστες φεύγαν… στην παραλία οι μανάδες κλαίγαν για το φτωχομάνι, τη χαμοζωή» σε μουσική του Χρήστου Λεοντή. Κι από κοντά ο Ζαμπέτας «Φτωχομάνα γειτονιά» σε στίχους του Γιάννη Κακουλίδη.

Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, το 1967, η λογοκρισία σφίγγει τα λουριά. Οσα περιέχουν «ακατάλληλες» λέξεις ή νοήματα, παλιά ή καινούρια, απαγορεύονται ή τροποποιούνται, όπως το τραγούδι του Ακη Πάνου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια μακριά απ’ τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια» που γίνεται «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια να ‘ρθουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια» και ηχογραφείται εκ νέου με τη Βίκυ Μοσχολιού! Ο Πάνου, την επόμενη φορά, χρησιμοποιεί ένα εύρημα για να ξεπεράσει τον σκόπελο. Κόβει τις λέξεις σε σημείο που ο λογοκριτής δίνει έγκριση, μην καταλαβαίνοντας ότι οι «περικοπές» στο χαρτί αποκρύβουν τη σημασία του μηνύματος στην ακρόαση.

«Απεργία λοιπόν, απεργία»

«Αυτός που κλε- ένα καρβέ- κι ύστερα τρέχει, κύριε Πρό- δεν είναι κλέ- σεσημασμέ, πέντ’ έξι μή- ένα ψωμί… δικαίως έχει φασκελωμέ- την κοινωνί- τη χαλασμέ». Στη μεταπολίτευση, χρησιμοποιεί ξανά αυτό το τρικ για να φτιάξει άλλο ένα τραγούδι («Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά-»), που περιγράφει τη φτώχεια και την ανέχεια που ήταν κοινός παρονομαστής των λαϊκών γειτονιών στις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Και όχι μόνο τότε.

Στα κωμειδύλλια και τα μελοδράματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι ηθοποιοί τραγουδούν «Απεργία λοιπόν απεργία, παρατήστε παιδιά τη δουλειά/ ωφελεί καθώς λεν στην υγεία πού και πού λιγοστή τεμπελιά» και ο Αττίκ, το 1920, «Ποιος φταίει αν είναι στη γη δυστυχείς; Το χρήμα! Το χρήμα!», μέχρι να έρθει ο Βαμβακάρης με συχνές σταράτες αναφορές στη φτώχεια και την αδικία. «Οσοι έχουνε πολλά λεφτά, να ‘ξερα τι τα κάνουν/ άραγε σαν πεθάνουνε, βρε αμάν, μαζί τους θα τα πάρουν;»

Προπολεμικά, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον τα τραγούδια που γράφονται από Ελληνες στις ΗΠΑ αναφορικά με τη μεγάλη κρίση του 1929-30. «Τι θα κάνουμε, βρε φίλοι, στην κατάστασιν αυτήν, που χαμένοι πάμε όλοι εδώ στην Αμερικήν. Οπου φτώχεια έχει πέσει και δε βρίσκομε δουλειά και τα έξοδα δεν βγαίνουν και τραβούμε συμφορά» τραγουδάει ο Γιώργος Κατσαρός, μετανάστης από την Αμοργό.

Κι ενώ αυτό το είδος τραγουδιού συμπιέζεται επί χούντας, στη μεταπολίτευση μια νέα αριστερής υφής καλλιτεχνική αντεπίθεση επαναφέρει πανηγυρικά τη θεματολογία στο ελληνικό τραγούδι, με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Μαρκόπουλο («Οταν οι εργολάβοι κι όλα τα γραφεία δεν δίνουνε δουλειά, σημαίνει ανεργία», «Εμείς είμαστε το αίμα, εμείς είμαστε φωτιά/ εμείς είμαστε οι εργάτες, χτίζουμε εμείς τη λευτεριά» κ.ά.), τον Μάνο Λοΐζο και τον Φώντα Λάδη («Στους δρόμους της Αθήνας φέιγ-βολάν μοιράζουν, εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε»), τον Δήμο Μούτση και τον Γιώργο Σκούρτη («Σαν οι εργάτες απεργήσουν και στους δρόμους κατεβούν/ κι άμα ακόμα τους λυγίσουν, πάλι νικητές θα βγουν»), τον Ηλία Ανδριόπουλο και τον Μιχάλη Μπουρμπούλη («Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει/ εμείς που ζήσαμε φτωχοί/ του κόσμου η βροχή δεν μας πειράζει») και άλλοι, με ερμηνευτές τον Λάκη Χαλκιά, τη Σωτηρία Μπέλλου κ.λπ.

Την ίδια εποχή, με τη λεγόμενη «αναβίωση» του ρεμπέτικου, όλα τα τραγούδια για τη φτώχεια επανέρχονται στο προσκήνιο. Εργάτες, τεχνίτες, αγρότες, αλλά και διανοούμενοι, φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες συνδιασκεδάζουν στα ρεμπετάδικα, τις ταβέρνες και τα κέντρα διασκέδασης με μια ισχυρή δόση αισιοδοξίας. «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, θέλει αγάπη και κρασί… για να ‘ναι η ζωή χρυσή…» (Ι. Βέλλα-Ο. Λάσκου).

Κι όμως, ενώ τα παλιά τραγούδια παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή μέχρι σήμερα (τραγουδιούνται παντού και μοιράζονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες από τις εφημερίδες και τα περιοδικά), τα τελευταία χρόνια, οι σύγχρονοι δημιουργοί σπάνια θίγουν θέματα φτώχειας και οικονομικής δυσπραγίας.

Τι συνέβη άραγε; Επαψε να υπάρχει φτώχεια ή για κάποιους λόγους έπαψε να συγκινεί δημιουργούς, ερμηνευτές και ακροατές; Εγιναν όλοι πλούσιοι ή έγινε ντεμοντέ η αναφορά στη φτώχεια; Το σίγουρο είναι ότι έγιναν πλούσιοι οι δημοφιλείς τραγουδιστές και κανένας πια δεν αισθάνεται άνετα να τραγουδάει για φτώχειες και μπατιρήματα. Οι τραγουδιστές δεν κατοικούν πια στις λαϊκές γειτονιές. Αλλαξαν κοινωνικό στάτους, άλλαξαν παρέες, άλλαξαν τα γούστα τους.

«Ο κόσμος τώρα εκτιμά μονάχα τους παράδες, κι όσους δεν έχουνε λεφτά τους λένε φουκαράδες. Αν σε δουν να πιάσεις φράγκα, θα σε πουν νταή και μάγκα, κι αν δεν το ‘χεις το αρζάν θα σου πουν αλέ-βουζάν!» (Ι. Τατασόπουλου-Ν. Ρούτσου).

[Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού, με τους Τάκη Μπίνη, Στέλλα Χασκήλ, Στελλάκη Περπινιάδη και τον συνθέτη Γιάννη Τατασόπουλο, από το 1950.]

 

Αλλαξαν και οι γειτονιές. Αλλαξαν και οι φτωχοί. Μια γενική άνοδος του βιοτικού επιπέδου και μια νέας μορφής φτώχεια. Υπαρκτή, αλλά άφαντη. Η φτώχεια δεν είναι πια καμάρι, είναι μόνο ντροπή. Ούτε οι φτωχοί θέλουν να ακούνε για φτώχεια.

Οι νεόπτωχοι δεν είναι σαν τους φτωχούς παλαιάς κοπής. Δεν έχουν το ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον. Η φτώχεια δεν συνδέεται με ωραία στοιχεία της λαϊκής ζωής. Η αδυναμία συμμετοχής στην κατανάλωση και αποπληρωμής των δανείων επηρεάζει και τα αισθήματα. Γι’ αυτό και οι μη έχοντες παρηγοριούνται με βόλτες στα εμπορικά κέντρα. Φάτε, μάτια, ψάρια… Η σημερινή φτώχεια φέρνει στρες και περιθωριοποίηση σ’ ένα κλειστό διαμέρισμα, όχι σε μια κοινότητα συνύπαρξης και αλληλεγγύης.

«Τσιγάρο ατέλειωτο, βαρύ, η μοναξιά μου» τραγουδάει ο Σωκράτης Μάλαμας.

Ο πολιτισμός των λαϊκών ανθρώπων της παλιάς γειτονιάς με συνοχή, λεβεντιά, φιλότιμο, περηφάνια, ανθρωπιά, ταξική συνείδηση, λαϊκό τραγούδι και κουλτούρα γειτονιάς μεταλλάχθηκε. Αυξήθηκε ο ατομισμός, ο οχαδερφισμός και η εγκληματικότητα, που κάποτε στις φτωχές λαϊκές γειτονιές ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Θα βρει άραγε η νέα φτώχεια εκφραστές και ακροατήριο; Θα αναβιώσει μέσα από τα τραγούδια κάποια ανθρωπιά και μαχητικότητα; Θα αναζωογονηθεί η χαμένη αθωότητα και η διεκδίκηση περισσότερης δικαιοσύνης ή θα πελαγοδρομούμε στο κυνήγι ενός υπεσχημένου πομπώδους και ρηχού λάιφ στάιλ; Ζητήματα που το σύγχρονο τραγούδι αγγίζει διστακτικά, ενώ το τραγούδι του Κώστα Ρούκουνα, από το 1934, παραμένει πολύ επίκαιρο.

«Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση

που κάνανε τον άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει».

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά, Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Σπασμένα πιάτα, κομμένα τραγούδια

Σπασμένα πιάτα, κομμένα τραγούδια

Σε μια εντελώς αντιφατική εποχή, η Ελλάδα ζει την παραγωγή εξαιρετικής μουσικής, αλλά και την άνθηση των κέντρων διασκέδασης

Στην Ελλάδα φτάνουν μόνο τα αντιπολεμικά τραγούδια και δημιουργείται ένα υπόγειο ρεύμα μεταξύ νέων που μαζεύονται σε σπίτια για να ακούσουν δισκάκια και να ανταλλάξουν πληροφορίες.

Τα μακριά μαλλιά και η ροκ μουσική αποτελούν στοιχεία ανυπακοής. Ετσι, διαμορφώνεται η ροκ σκηνή που στο κλείσιμο της δεκαετίας επισκιάζει την ποπ σκηνή, αντικαθιστώντας τα κοστουμάκια και τις γραβατούλες των συγκροτημάτων με σταμπωτές ψυχεδελικές φανέλες, χαϊμαλιά, τζιν και αμπέχονα. 

Στις μπουάτ της Πλάκας, η ασφάλεια κάνει εφόδους για εξακρίβωση στοιχείων και για να ελέγξει τα προγράμματα του Γιώργου Ζωγράφου, του Κώστα Χατζή ή της Αρλέτας, στο «Δώμα», τις «Εσπερίδες», τη «Σοφίτα»…

Το ελληνικό τραγούδι, παρά τη λογοκρισία και την αμορφωσιά των συνταγματαρχών, συνεχίζει να παράγει εξαίρετα τραγούδια. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποιεί Οδυσσέα Ελύτη με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη και ο Μίμης Πλέσσας με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο γράφουν τον «Δρόμο» με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου, στον οποίο ο Αλέκος Πατσιφάς της «Λύρας» δίνει και τα μελοποιημένα από τον Γιάννη Γλέζο ποιήματα του Λόρκα, ενορχηστρωμένα από τον Νίκο Μαμαγκάκη.

Δυνατά λαϊκά

Η άνοδος του ελαφρολαϊκού συμπίπτει με την τουριστική ανάπτυξη και τα τραγούδια σαν τον «Επιπόλαιο» (Κατσαρού-Πυθαγόρα) συνδυάζονται με την άνθηση των κοσμικών κέντρων που φιλοξενούν ηθοποιούς και νεόπλουτους.

Η χούντα σε μια «επιχείρηση αρετής» απαγορεύει με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών το «έθιμο» των «φθορών προκαλουσών το κοινόν αίσθημα», για να κάνει στη συνέχεια τα στραβά μάτια με υπουργούς της τακτικούς θαμώνες στην παραλία. Μέσα σε μία χρονιά διπλασιάζεται η κατανάλωση ουίσκι!

Τα δυνατά λαϊκά τραγούδια με τις φωνές των Καζαντζίδη («Νυχτερίδες κι αράχνες»), Διονυσίου («Ο παλιατζής»), Μπιθικώτση («Ρολόι-κομπολόι») κ.ά. και τα πάλκα με Τσιτσάνη, Πόλυ Πάνου, Γαβαλά και άλλους κλασικούς, κρατάνε κόντρες στον εκφυλισμό του τραγουδιού που προωθείται από εταιρείες δίσκων με μεταγλωττίσεις ξένων ελαφρών επιτυχιών.

Μέσα στο γενικό μούδιασμα (ευχάριστο για μια φιλοχουντική μερίδα), γεμάτες παραμένουν μόνο οι αίθουσες κινηματογράφου, ανυποψίαστες για το επερχόμενο τέλος της ακμής τους. Η Ελλάδα διαθέτει ένα τεράστιο δίκτυο αιθουσών. Στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, το καλοκαίρι λειτουργούν 563 κινηματογράφοι! Κάθε συνοικία διαθέτει δικούς της κινηματογράφους, μέρος του τοπικού πολιτιστικού ιστού!

Οι ογδόντα χιλιάδες συσκευές τηλεόρασης στην Αθήνα είναι ακόμα λίγες για να κλείσουν τις αίθουσες, αλλά πολλαπλασιάζονται γρήγορα μειώνοντας ραγδαία και τις εντόπιες παραγωγές, που έχουν χάσει τη φρεσκάδα του κλασικού ελληνικού σινεμά.

Πάνω από δέκα ταινίες εθνοπατριωτικού περιεχομένου παίζονται ταυτόχρονα κόβοντας εκατομμύρια εισιτήρια: πρώτη «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» του Ντίνου Δημόπουλου (739 χιλιάδες) με τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ, οι «Γενναίοι του Βορρά» (627) του Κώστα Καραγιάννη, το «Οχι» (602) και «Η Μεσόγειος φλέγεται» (410) του Ντίμη Δαδήρα, «Το νησί της Αφροδίτης» (299) του Γιώργου Σκαλενάκη, «Οι δραπέτες του Μπούλκες» του Α. Παπασταματάκη, «Ετσι πολεμούσαμε το ’40» κ.ά.

Ταινίες με μακεδονομάχους, κομμουνιστοσυμμορίτες, μαχητές της ΕΟΚΑ, βούλγαρους κομιτατζήδες, γερμανούς ναζί και ιταλούς μακαρονάδες. Ο υπολοχαγός Κώστας Πρέκας στις δόξες του!

Παράλληλα, προβάλλονται ερωτικά δράματα, κοινωνικές περιπέτειες και κωμωδίες. Ο Κούρκουλος και η Χρονοπούλου («Ορατότης μηδέν») με 640 χιλιάδες εισιτήρια συναγωνίζονται το ζευγάρι Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ («Η νεράιδα και το παλικάρι») με 627 χιλιάδες εισιτήρια! Και ακολουθούν «Η Παριζιάνα», «Ο μπλοφατζής», «Θ. Β., ο φαλακρός πράκτωρ», «Ο γόης» και οι υπόλοιπες από τις 99 νέες ταινίες της χρονιάς, με Βλαχοπούλου, Βέγγο, Βόγλη, Λάσκαρη, Κατράκη, Βουτσά κ.λπ. Το «Τσουφ» με τα κινούμενα σχέδια του Θόδωρου Μαραγκού είναι από τις λίγες εξαιρέσεις στον κανόνα.

Και οι ταινίες εξακολουθούν να αποτελούν το καλύτερο μέσο για την προβολή καινούριων τραγουδιών και νέων ερμηνευτών. Οι Μίμης Πλέσσας, Κώστας Καπνίσης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιώργος Ζαμπέτας, Γεράσιμος Λαβράνος κ.ά. έχουν επενδύσει μουσικά πολλές ταινίες και ο Στράτος Διονυσίου κάνει μεγάλο σουξέ με το τραγούδι «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου».

Είναι η χρονιά που η Μαρία Κάλλας εμφανίζεται ως ηθοποιός στον ρόλο της Μήδειας στην ομώνυμη ταινία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που γυρίζεται στην Τουρκία, όπου η μεγάλη τραγουδίστρια συλλαμβάνεται γιατί μεταφέρει στις αποσκευές της μεγάλο αριθμό αρχαίων αντικειμένων! Ενώ, στις Κάνες, η ακτιβίστρια Βανέσα Ρέντγκρεϊβ κερδίζει το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου για τον ρόλο της Ισιδώρας Ντάνκαν και η Κάθριν Χέπμπορν στο Χόλιγουντ παίρνει το τρίτο της Οσκαρ! Γυναίκες εκπληκτικές!

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-ΕΠΤΑ / Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Παίξε, Τσιτσάνη μου…

20 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν πολύ χολωμένος από τη συμπεριφορά των νέων διευθυντών της Columbia που, αμέσως μετά το «Σκοπευτήριο» (1975), έκοψαν οριστικά τον ομφάλιο λώρο που τον συνέδεε με την εταιρεία, την οποία κατ’ ουσίαν συνδημιούργησε και στους καταλόγους της οποίας βρισκόταν ο τεράστιος πλούτος των τραγουδιών του.

Είχαμε μπει σε νέα φάση των πολιτισμικών δεδομένων, επιταχυνόμενη από τη χούντα που -κρυμμένη πίσω από τις φουστανέλες και τους σταυρούς- υπηρετούσε την αμερικανοκρατία, όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο πολιτισμικό επίπεδο. Εκείνη την εποχή αρχίζει η κυριαρχία των πολυεθνικών και εισβάλλει το μάρκετινγκ που επιβάλλει την πρωτοκαθεδρία του τραγουδιστή σε βάρος του συνθέτη, ανατρέποντας τους όρους διαμόρφωσης και λειτουργίας του τραγουδιού.
Μέσα σε μια δεκαετία οι εταιρείες ολοκλήρωσαν την αλλαγή προσανατολισμού και η «μάνα» Columbia, χωρίς τον Τάκη Β. Λαμπρόπουλο, απομακρυνόταν από το λαϊκό τραγούδι, αποδεσμεύοντας τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Στράτο Διονυσίου, την Πόλυ Πάνου, τον Μανώλη Μητσιά, τη Δήμητρα Γαλάνη κ.ά., είτε λόγω «ύφους» είτε λόγω «δυστροπίας». Ο Στράτος τους έπεφτε βαρύς, ενώ ο Τσιτσάνης δεν συμμορφωνόταν με τη νέα «λογική», δηλαδή να δίνει μεμονωμένα τραγούδια κατά παραγγελία, για τους «προσωπικούς» δίσκους των τραγουδιστών.

Νέο ξεκίνημα

Οταν ανέλαβα τη θέση του διευθυντή παραγωγής ρεπερτορίου της CBS, τέλη 1976, προσπάθησα να συγκεντρώσω τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του κλασικού λαϊκού τραγουδιού, με πρώτους τον Ακη Πάνου, τον Κώστα Βίρβο, τον Μπάμπη Μπακάλη, την Πόλυ Πάνου και βέβαια, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον οποίο δυσκολευόμουν να πείσω, γιατί η εμπιστοσύνη του στις εταιρίες είχε κλονιστεί.

Επιπλέον, του φαινόμουν πολύ νέος για μια τόσο βαρυσήμαντη θέση που κατείχα. Ομως, με τη συνεχή πολιορκία, επί ενάμιση σχεδόν χρόνο, κέρδισα την εμπιστοσύνη του και άρχισε να το συζητάει.

Αρχισε να με καλεί, όλο και πιο συχνά, στη Γλυφάδα, για να παρακολουθώ τις προσπάθειές του, που καταγράφονταν σε ένα μικρό κασετόφωνο, να φτιάξει μια εισαγωγή με το μπουζούκι, να βρει ένα «δρόμο», να επιλέξει κάποια τραγούδια. «Πώς σου φαίνεται αυτό; Συνηθισμένο; Τρέχει; Να αλλάξω αυτή τη λέξη;»

Τότε, κυριαρχούσε το ελαφρολαϊκό στιλ, η θύελλα του πολιτικού τραγουδιού δεν είχε καταλαγιάσει εντελώς και η αναβίωση του ρεμπέτικου βρισκόταν στα σπάργανα. Ο Τσιτσάνης δούλευε, αλλά το μεροκάματο ήταν ανάλογο της περιορισμένης πελατείας του μαγαζιού, αφού οι εταιρείες και τα ΜΜΕ τον είχαν λησμονήσει.
Ολοι οι παλιοί καλλιτέχνες είχαν διαφορετική νοοτροπία από τους σημερινούς. Οταν πήγαινε καλά το μαγαζί, παίρνανε τα συμφωνημένα, αλλά όταν δεν πήγαινε, μετά τη δουλειά έπαιρναν το όργανο ανά χείρας και έφευγαν χωρίς να περάσουν από το ταμείο, ή όπως έλεγαν στη γλώσσα τους «έφυγε χωρίς να πει καληνύχτα»! Μ’ αυτή τη μέθοδο, τα μαγαζιά δεν έκλειναν όταν είχαν αναδουλειές. Ετσι, δεν ξεφτιλιζόταν ο καλλιτέχνης και δεν καταστρεφόταν ο επιχειρηματίας.

Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι κανένας από τους λαϊκούς δημιουργούς δεν έκανε τεράστια περιουσία. Ακόμα και οι πιο «σφιχτοί» είχαν άλλες σταθμίσεις. Το λαϊκό τραγούδι ήταν κατά βάση έκφραση ενός τρόπου ζωής. Κανένας από τους σημαντικούς μουσικοσυνθέτες της χρυσής εποχής -Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Δερβενιώτης, Καπλάνης, Παπαϊωάννου, Μπακάλης, Ακης Πάνου, Τάκης Σούκας – δεν έγιναν ζάπλουτοι. Ούτε ο Χατζιδάκις. Πάλευαν για τις αμοιβές και τα ποσοστά τους, αλλά ποτέ δεν καθόρισαν τις εσώτερες επιλογές τους και την πορεία τους από τα χρήματα. Σε αντίθεση με τη σημερινή τραγουδοκρατία, κάθε απόχρωσης, που αντάλλαξε την καλλιτεχνία με τα φράγκα, την γκλαμουριά και την εξουσία.

Στο «Χάραμα»-το λαϊκό μας μαγαζί

Με τον Τσιτσάνη συναντιόμουν τις περισσότερες φορές στο «Χάραμα».

Ο Τσιτσάνης δεν είχε γίνει της μόδας και, στο μαγαζί, τις καθημερινές, έπαιζε για πέντ’ έξι παρέες και φίλους. Μια τακτική «αντιπροσωπεία» δημοσιογράφων (Κώστας Παπαϊωάννου, Αντώνης Κορόβηλας, Γιώργος Κοντογιάννης, Νίκος Κακαουνάκης κ.ά.), οι ζωγράφοι Τάκης Τζίφας και Αντώνης Ιωάννου, οι κολλητοί του Ευγενία και Βασίλης Χριστιανός, ο συλλέκτης ρεμπέτικων δίσκων και μελετητής Σπύρος Παπαϊωάννου, ο Κώστας Χατζηδούλης, Πάνος Σωτηρόπουλος, η ντελικάτη Αννα Μελκίδου που «κεντούσε» με υπέροχα τσιφτετέλια, ο Τάσος Φαληρέας, που με ενθάρρυνε να πλησιάσω τον Τσιτσάνη, και μερικοί άλλοι που τον αγαπούσαν και τον στήριζαν στις δύσκολες χρονιές.

Συνήθως τα λέγαμε σ’ ένα από τα τραπέζια πάνω στο πατάρι και όταν είχαμε κάτι πιο σοβαρό, μου έκανε νόημα να πάω στην κουζίνα, σ’ ένα τραπεζάκι, κοντά στο μάγειρα, πιο ήσυχα και απόμερα. Οταν είχε ρεπό, τον συνόδευα σε μακρινούς νυχτερινούς περιπάτους ώς τη Βούλα ή τον πήγαινα για δουλειές με τη μοτοσικλέτα, τρεμάμενο! Του έλειπε το μαγαζί γιατί γύρω από το μαγαζί περιστρεφόταν η ζωή του. Εκεί έκλεινε τα ραντεβού, εκεί έκανε πρόβα, εκεί έτρωγε, εκεί την έβρισκε.

Ηξερε όλους τους τακτικούς πελάτες, τους χαιρετούσε με μια καλησπέρα ή ένα κούνημα του κεφαλιού. Ηταν πολύ καταδεχτικός. Μπορούσες να τον πλησιάσεις και να του ζητήσεις τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ή «Το βαπόρι απ’ την Περσία» χωρίς να σου χαλάσει χατίρι. Απεχθανόταν τους κόντρα φωτισμούς γιατί ήθελε να βλέπει τους πελάτες, να ξέρει ποιος τον ακούει και να μετράει τις αντιδράσεις τους. Δεν του άρεσε να τραγουδάει σε σκιές, όπως συμβαίνει σήμερα στις συναυλίες και στα μαγαζιά-αλάνες.
Αμα χόρευε κανένας μερακλής, επιμήκυνε το ταξίμι στη μέση του κομματιού και το έπαιζε πιο στακάτα, ενώ όταν λικνιζόταν καμιά καλονή επαναλάμβανε τα κουπλέ και τα ρεφρέν περισσότερες φορές για να την κρατήσει στην πίστα, για να ικανοποιήσει τους πελάτες που τη χάζευαν, αλλά και τον εαυτό του, αφού οι γυναίκες αποτελούσαν με τη φυσική παρουσία τους τη μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης και ευχαρίστησής του. Και τότε, η όμορφη Ντίνα δεν προλάβαινε τους πελάτες που έραιναν τον καλλιτέχνη και τους χορευτές με λουλούδια. Το πρόγραμμα είχε τη σειρά του, αλλά προσαρμοζόταν ανάλογα με τα παρόντα «πρόσωπα», με τα κέφια του, με τις παραγγελίες των πελατών κ.λπ. Οχι μόνο δεν τον ενοχλούσε ο κόσμος στην πίστα, αλλά και τον διασκέδαζε πολύ. Μάλιστα, συχνά, κάθιζε δίπλα του στο πάλκο, κάποια από τις ωραίες κοπέλες που χόρευαν ή ήθελαν να τραγουδήσουν ή να φωτογραφηθούν μαζί του από τον Βαγγέλη, τον υπέρβαρο αλλά ευκίνητο φωτογράφο του μαγαζιού.

Ο Τσιτσάνης πίστευε ότι το λαϊκό μαγαζί δεν είναι βιτρίνα για να παρουσιάζει ο καλλιτέχνης τον εαυτό του, όποτε θέλει και για όσο τον βολεύει. Το βασικό γνώρισμά του είναι ότι είναι πάντα ανοιχτό. Σε καθημερινή βάση και απεριορίστως. Για να μπορεί ο πελάτης να πάει όποτε νιώσει την ανάγκη, όποτε θέλει να διασκεδάσει ή να απαλύνει τον πόνο του από κάποιο βάσανο. Το μαγαζί είναι ένα διαρκές θεραπευτήριο ψυχής στην υπηρεσία του πελάτη. Γι’ αυτό οι πελάτες είναι το μέτρο των πάντων. Αυτοί δέχονται ή απορρίπτουν τα τραγούδια. Είναι ο δοκιμαστικός σωλήνας από τον οποίο ο δημιουργός παίρνει όλες τις απαραίτητες «πληροφορίες».

Ο Τσιτσάνης μετρούσε ακόμα και τα χαμόγελα, τις γκριμάτσες και τους αναστεναγμούς των πελατών. Αλλοι ήταν χαρούμενοι κι άλλοι σεκλετισμένοι, άλλοι ερωτεύονταν κι άλλοι χώριζαν, άλλοι ήταν διακριτικοί κι άλλοι σαματατζήδες. Τους καταλάβαινε από τον τρόπο που κάθονταν, που έπιναν, που ξόδευαν, που χόρευαν. Ακουγε τις ιστορίες τους από πρώτο χέρι όταν κατέβαινε στα τραπέζια και καθόταν με τις παρέες ή από τους σερβιτόρους.

Ολη του τη ζωή στηρίχτηκε στους πελάτες των μαγαζιών όπου δούλευε. Γι’ αυτό δεν διεκδίκησε λεφτά από το κράτος, γι’ αυτό δεν χρειάστηκε να ανέβει από το υπόγειο στο σαλόνι για να δεξιώνεται πολιτικούς και παράγοντες που θα του εξασφάλιζαν χορηγίες και εξαρτήσεις. Φίλος με όλους, αλλά όχι άλλα νταραβέρια.

Το τραγούδι υπάρχει χάρη στα μαγαζιά, μου έλεγε. Το μαγαζί μάς συντηρεί, αλλά κυρίως μας φέρνει σε άμεση καθημερινή επαφή και επικοινωνία με τον ακροατή, το μαγαζί μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε σε καθημερινή βάση αυτό που μας εκφράζει, και στο μαγαζί δουλεύεται το τραγούδι.

Η νύχτα αλλάζει

Εκείνα τα χρόνια, ο Τσιτσάνης παρακολουθούσε ανεπηρέαστος τις αλλαγές που γίνονταν στη διασκέδαση. Ηταν η δεύτερη φάση των αλλαγών που επηρέασαν την εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού. Στην πρώτη, ο ίδιος με επιμονή και θυσίες αρνήθηκε να παραδώσει τα πρωτεία στους τραγουδιστές που με την υποστήριξη των μεγάλων εταιρειών, παραγκώνιζαν τους συνθέτες. Προτίμησε τα χαμηλότερα μεροκάματα και τα «δεύτερα» μαγαζιά προκειμένου να διατηρήσει το ρόλο του. Δεν δέχτηκε να μπει κάτω από τους τραγουδιστές, ούτε να τους παραδώσει την επιμέλεια του προγράμματος.

Ο Τσιτσάνης ήξερε καλά ότι το λαϊκό τραγούδι άνθιζε τα χρόνια που αναμφισβήτητος επικεφαλής των προγραμμάτων ήταν ο συνθέτης. Το κέντρο διασκέδασης ήταν ένα εργαστήρι όπου ο αρχιμάστορας που έκανε γενικό κουμάντο έδενε τα αισθήματα και τα βιώματα με τη μουσική. Τσιτσάνης, Χιώτης, Καλδάρας, Δερβενιώτης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου, Ζαμπέτας, Τατασόπουλος, Καπλάνης… Αυτοί γεννούσαν, καθοδηγούσαν και εξόπλιζαν με τα κατάλληλα τραγούδια τούς τραγουδιστές.

Στα χρόνια που αναπτυσσόταν το λαϊκό τραγούδι, τα μαγαζιά ήταν ο χώρος ζύμωσης. Γι’ αυτό, όταν άρχισε να αλλάζει ο χαρακτήρας του μαγαζιού και η πελατεία, το λαϊκό απορυθμίστηκε και βγήκε από τα νερά του, σαν τα δελφίνια και τις φάλαινες που όταν χάσουν τον προανατολισμό τους ξεβράζονται στην άμμο.

Ο Τσιτσάνης ήταν περήφανος που δούλευε στο «Χάραμα», χωρίς ακριβή διακόσμηση, με κοινά τραπεζομάντηλα, μέσα στο άλσος της Καισαριανής, δίπλα στον τόπο εκτέλεσης των 200 πατριωτών από τους γερμανούς κατακτητές. Ο Παπαλαζάρου και ο Κίμωνας που διαχειρίζονταν το μαγαζί δεν είχαν παράλογες απαιτήσεις και έμεναν αμέτοχοι στους ψευτοδιαπληκτισμούς του Τσιτσάνη με την Μπέλλου.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο θαυμάσιο φιλμ-αφιέρωμα που σκηνοθέτησε ο φίλος μου και συνεργάτης Γιάννης Μπασίπαγλης για τον Τσιτσάνη, το μοναδικό με πρωταγωνιστή τον ίδιο, με αφορμή τα τραγούδια που ηχογραφούσαμε, τα γυρίσματα δεν έγιναν στο Ηρώδειο ή σε κανένα shic μέρος, αλλά στο υπόγειο του σπιτιού του και στο μαγαζί. Ο Τσιτσάνης δεν κομπλάρει απ’ τη λιτότητα του ντεκόρ και αισθάνεται άνετα στο φυσικό του χώρο. Βάζει τον Γιώργο Νταλάρα που συμμετέχει ως «γκεστ σταρ», απέναντί του, στο τραπεζάκι που κάθε βράδυ τρώει την μπριτζόλα του, για να τραγουδήσουν μαζί την «Αρχόντισσα», με φόντο στοίβες από λευκά φρεσκοπλυμένα πιάτα.

Αυτά, την εποχή που οι μισοί τραγουδιστές σπρώχνονταν για μια θέση στα κοσμικά μαγαζιά της παραλίας και οι άλλοι μισοί, οι «ποιοτικοί», ετοιμάζονταν να καταγγείλουν τα λαϊκά μαγαζιά ως τόπους κατωτάτης υποστάθμης για να μεταπηδήσουν στις μεγαλομπουάτ, τα θέατρα, τις μουσικές σκηνές και τα «στούντιο», προκειμένου να ευπρεπίσουν «τα μπουζούκια», παραμερίζοντας ή υπαλληλοποιώντας τους συνθέτες, καταργώντας το φαγητό και απαγορεύοντας το χορό! Ετσι, μεταλλάσσοντας το ζεϊμπέκικο από χορευτικό τραγούδι σε ακουστική μπαλάντα και δένοντας τον ακροατή των λαϊκών τραγουδιών στην καρέκλα επί ποινή επίπληξης ή αποβολής (μόνο χειροκροτήματα που αποθεώνουν τον τραγουδιστή-θεό επιτρέπονται), αποκαθαίρουν το λαϊκό τραγούδι, προετοιμάζοντάς το για να μπει στα σαλόνια και τα γήπεδα!

Ηχογράφηση και λογοκρισία

Μια εποχή, πήγαινα στο «Χάραμα» με τη Ζανέτ Καπούγια, από την Ουρουγουάη. Του άρεσε πολύ, ως τραγουδίστρια και ως γυναίκα, και έδινε σήμα στην ορχήστρα να παίξει το «Γκουανταναμέρα» για να ανέβει η Ζανέτ στο πάλκο. Ο ίδιος έπαιζε μπουζούκι στο «Ποροπομπέρο» και τη συνόδευε στα φωνητικά. Μου έλεγε ότι του θύμιζε τη Νίνου, με τη φωνή και το μπρίο της. Και δεν μπλόφαρε, αφού όταν μπήκαμε στο στούντιο του Σμυρναίου, στην οδό Σκαραμαγκά, στο Μουσείο, για τις «12 νέες λαϊκές δημιουργίες», μου λέει, θέλω τη Ζανέτ για δεύτερη φωνή στο τραγούδι «Η τελευταία μου ζαριά». Βασίλη, του απαντάω, ακόμα της μαθαίνω να προφέρει σωστά τα ελληνικά, φοβάμαι μήπως δεν τα καταφέρει. Εκανα τον «δύσκολο» στον άνθρωπο που είχε αναδείξει τις ωραιότερες φωνές του ελληνικού τραγουδιού!

Εκείνος ήξερε πού πατούσε σταθερά και πού χρειαζόταν ενίσχυση. Κράτησε για τον εαυτό του εκείνα που του πήγαιναν και μοίρασε τα άλλα στους συνεργάτες του, Ελένη Γεράνη, Ανθή Αγγελίδου και Ηλία Μακρή. Στο μπουζούκι, επιστράτευσε δίπλα του τον περίφημο Γιάννη Παλαιολόγου, ένα σπουδαίο μπουζουξή, που δεν έδρεψε ποτέ τις δάφνες που του αξίζουν.

Σε λίγες ώρες ηχογραφήσαμε τα δώδεκα τραγούδια στο Polysound, αλλά η υποστήριξη που είχε ο δίσκος από το διαφημιστικό τμήμα της εταιρείας εξαντλήθηκε σε μια ωραία παρουσίαση στον «Βρούτο», στου Στρέφη. Και σαν μην έφτανε αυτό, η επιτροπή λογοκρισίας της ΕΡΤ, απαγόρευσε τη μετάδοση όλων των κομματιών του δίσκου ως ακατάλληλων!

Είχαν περάσει από την επιτροπή του υπουργείου Προεδρίας που λογόκρινε προληπτικά, αλλά για να μεταδίδονται τα τραγούδια από το μονοπωλιακό κρατικό ραδιόφωνο έπρεπε να περάσουν και από την αντίστοιχη επιτροπή της ΕΡΤ που τα χαρακτήριζε ελεύθερα ή όχι!

Ενώ η επιτροπή του υπουργείου έλεγχε κυρίως τους στίχους, η επιτροπή της ΕΡΤ έλεγχε κυρίως το ύφος και το είδος των τραγουδιών! Ετσι, τα τραγούδια του Τσιτσάνη αντιμετωπίζονταν με μεγάλη προκατάληψη από τους κρατικούς υπαλλήλους, αφού η υπαγωγή τους στην κατηγορία των «βαριών» λαϊκών, συνεπαγόταν την απαγόρευση της ραδιοφωνικής μετάδοσής τους. Απ’ αυτή την άποψη, το λαϊκό τραγούδι παρέμενε θύμα της κρατικής αυθαιρεσίας και του αποκλεισμού ακόμα και μετά την ουσιαστική άρση της λογοκρισίας στο πολιτικό τραγούδι!

Με τον κατάλογο των κομμένων τραγουδιών στο χέρι, ανέβηκα θυμωμένος στην ΕΡΤ. Η επιτροπή έκρινε ότι τα τραγούδια αυτά δεν είναι ποιοτικά, μου εξήγησε η διευθύντρια του ραδιοφώνου. Απ’ όλα, μόνο ένα-δυο θα μπορούσαν να περάσουν, αν διορθωθούν! Για παράδειγμα, η επιτροπή θεωρεί την «Αθηναίισσα» πολύ μάγκικη, και αν αλλάξουν οι λέξεις που προκαλούν, όπως «μαγκίτισσα», θα επανεξεταστεί και ίσως περάσει!..

Το ίδιο βράδυ, μετέφερα στον Τσιτσάνη το ρεζουμέ. Ο Βασίλης στεναχωρέθηκε πολύ για τα τραγούδια του και για την εταιρεία. Θα πάμε στο στούντιο να αλλάξουμε το στίχο, μου λέει, για να έχετε τουλάχιστον ένα τραγούδι να παίζετε στις ραδιοφωνικές σας εκπομπές.

Τόσο συνεργάσιμος ήταν, ακόμα και μπροστά στην κρατική βαρβαρότητα.

Εξοστρακισμού συνέχεια

Μετά την αποχώρησή μου λόγω διαφωνιών από τη CBS, τέλη ’79, σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες που είχα συγκεντρώσει περιέπεσαν σε δυσμένεια, από τον Τσιτσάνη ώς τη Μαρίζα Κωχ. Η εταιρεία στρεφόταν πλέον στον Λευτέρη Πανταζή και την Αντζελα Δημητρίου. Ο Τσιτσάνης βρέθηκε πάλι εκτός εταιρείας. Ημασταν και οι δύο άστεγοι!

Το 1982, η παρέα μας (Φαληρέας, Κοντογιάννης, Ακης Πάνου, Αρβανίτης, Παπαδάκης και λοιποί) βγάλαμε το «Ντέφι» και ανοίξαμε το θέατρο Λυκαβηττού με την ιστορική συναυλία «Ανατολικά της Αθήνας». Ετσι, την επόμενη χρονιά σκεφτήκαμε να οργανώσουμε μια συναυλία για να τιμήσουμε τον Τσιτσάνη.

Ενα βράδυ, λίγες μέρες πριν από τη συναυλία που είχαμε εξαγγείλει, τον βρήκα με τις πιτζάμες στο προαύλιο του υπογείου της Γλυφάδας, ακινητοποιημένο σε μια καρέκλα, με το χέρι του, από τον καρπό και κάτω, στο γύψο! Θέλω να πάω στην τουαλέτα εδώ και δυο ώρες και δεν μπορώ μ’ αυτό το καταραμένο το πράμα που δεν λέει να στεγνώσει, μουρμούριζε εκνευρισμένος. Βάλαμε τα γέλια, με τον Σώτο Αλεξίου, που ήθελε με το εκμαγείο να φιλοτεχνήσει τα μαγικά δάχτυλα του δεξιοτέχνη. Αφήσαμε για λίγο τον γλύπτη και μπήκαμε μέσα να κουβεντιάσουμε. Ακούμπησα πάνω στο κρεβάτι την προκαταβολή από τα λεφτά που είχαμε συμφωνήσει, αλλά ο Βασίλης ήταν αρνητικός. Στέλιο, με βασανίζει πάρα πολύ αυτή η συναυλία στο Λυκαβηττό. Εκεί πάνω, θα πουντιάσω και θα πεθάνω. Τώρα, με το ζόρι αναπνέω. Με καταλαβαίνεις, έτσι;
Η αγάπη επικράτησε, η συναυλία ακυρώθηκε!

Κοντά στο τέλος

Την εποχή 1980-1984, το λαϊκό τραγούδι είχε μια εκτυφλωτική αναλαμπή! Λίγο η φασαρία που έκανε το «Ντέφι» αποενοχοποιώντας το λαϊκό τραγούδι, λίγο οι κομπανίες και οι επανεκδόσεις των ρεμπέτικων τραγουδιών, λίγο οι νέοι δημιουργοί και ερμηνευτές (Ξυδάκης, Ρασούλης, Παπάζογλου, Νικολόπουλος, Γλυκερία, Βιτάλη κ.ά.), λίγο το άνοιγμα της τηλεόρασης της ΕΡΤ επί Βασίλη Βασιλικού, λίγο οι ζεϊμπεκιές του Ανδρέα Παπανδρέου στο «Χάραμα», όλα μαζί δημιούργησαν ένα καλύτερο περιβάλλον για τον Τσιτσάνη που εν αγνοία των πάντων διήνυε την τελευταία φάση της ένδοξης και πλούσιας ζωής του, παίζοντας και τραγουδώντας στο «Χάραμα»!

Ομως, οι μεγάλες εταιρείες, που συνέχισαν να επανεκδίδουν τις κλασικές επιτυχίες του (και ένα «ζωντανό» από την Κρήτη η Μίνως), δεν ενδιαφέρθηκαν να τον αγκαλιάσουν ξανά! Γι’ αυτό, ο Τσιτσάνης βρήκε αποκούμπι στη μικρή Venus της ηρωικής Τζίνας, που μέχρι σήμερα αγωνίζεται με το δισκοπωλείο τής Πανεπιστημίου, ηχογραφώντας και κυκλοφορώντας «Το Χάραμα» (1980) και την έσχατη «Λιτανεία» (1983).

Από το ’77 ώς το τέλος του ’83, που τον παρακολουθούσα από πολύ κοντά, σαν φίλος και συνεργάτης του, ο Τσιτσάνης υπογράμμισε με τη συνέπειά του τη σπουδαιότητα του λαϊκού μαγαζιού στη γέννηση και λειτουργία του τραγουδιού. Εδωσε δε, μερικές δεκάδες τραγούδια, καινούρια, ανέκδοτα παλιά και παλιά σε νέα εκτέλεση, σημαντικά σε ποσότητα και ποιότητα. Από το «Δηλητήριο στη φλέβα» που ξαναηχογραφήθηκε από τη Γλυκερία και μπήκε στο ρεπερτόριο πολλών τραγουδιστών, ώς το περίφημο «Βαπόρι απ’ την Περσία» που δεν έγινε δισκογραφική επιτυχία όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1980, σαν επίκαιρο σχόλιο και σε ένδειξη συμπόνιας προς όλα «τα αλάνια που θα μείνουνε χαρμάνια», αλλά χρόνο με το χρόνο έγινε τεράστιο σουξέ διαχρονικό!

Κάτω από συνθήκες «παντός καιρού», ο Τσιτσάνης με το έργο και τη στάση του όρισε τα πλαίσια και τις συντεταγμένες του λαϊκού τραγουδιού. Σήμερα έχει περάσει στο πάνθεον των ηρώων. Τον αναγνωρίζουν οι πάντες και τα τραγούδια του είναι πανταχού παρόντα.

Ομως, το πνεύμα του είναι αλλού. Οι δημιουργοί του τραγουδιού εξαφανίστηκαν ή αλλοτριώθηκαν με τις επιχορηγήσεις, οι τραγουδιστές επικράτησαν κατά κράτος, τα μαγαζιά μετατράπηκαν σε ευρωεισπράκτορες, τα ΜΜΕ στηρίζουν οτιδήποτε φτηνό, γελοίο και κακόγουστο, οι εταιρείες δίσκων βούλιαξαν κάτω από το βάρος της ασχετοσύνης και της αφροσύνης, και, τέλος, οι πελάτες το ‘βαλαν στα πόδια κι όπου φύγει-φύγει!..
Ο Τσιτσάνης δεν θα ξανάρθει, ποτέ!

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 7-  στις 11/01/2004