Τέχνη και Αριστερά: 50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Τέχνη και Αριστερά:  50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Χιώτης, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης – Στην ηχογράφηση του «Επιτάφιου» (φωτογραφία: Τάκης Πανανίδης)
 

Η συμπλήρωση 50 χρόνων από την κυκλοφορία του Επιταφίου, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση του Γιάννη Ρίτσου δίνει την ευκαιρία για μια σύντομη και μερική καλλιτεχνοπολιτική ανασκόπηση της εποχής αυτής, που ανοίγει με την εντυπωσιακή επιτυχία της ενιαίας Αριστεράς στις εκλογές του 1958, σε πλήρη αντίθεση με την εξωφρενική πολυδιάσπασή της στις τωρινές εκλογές για την Αυτοδιοίκηση.

 

Ανασυγκρότηση της Αριστεράς

Η δεκαετία του ’50 είναι ασφυκτική για την Αριστερά. Οι συνέπειες της βαριάς ήττας του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-49 είναι πολλαπλές. Μέχρι το 1954 συνεχίζονται οι πανηγυρικές εκτελέσεις κομμουνιστών, με γνωστότερες αυτές των Μπελογιάννη-Πλουμπίδη. Όσοι από την αφρόκρεμα των αγωνιστών δεν έπεσαν στα πεδία των μαχών και δεν εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, βρίσκονται στις φυλακές, στις εξορίες μέσα κι έξω από την Ελλάδα, ή στην παρανομία. Μπορεί τα όπλα να μην ήταν πια παραπόδα, όμως, η καταδιωκόμενη Αριστερά ξεκίνησε πολύ γρήγορα την ανασυγκρότησή της, όχι σαν αίρεση, αλλά σαν κίνημα λαού, σε όλα τα επίπεδα. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αμερικάνοι κυβερνούσαν τη χώρα με σιδηρά πυγμή διά των προθύμων να τους υπηρετήσουν πολιτικών στους οποίους ανέθεταν ρόλους, από τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο ώς τον Γεώργιο Παπανδρέου, ελέγχοντας πλήρως τον στρατό, την αστυνομία-χωροφυλακή και το δικαστικό σώμα. Επίσης, με τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ διαμόρφωναν την άρχουσα οικονομική τάξη της χώρας, εξαρτημένη, μεταπρατική και υποστηρικτική της πολιτικής κάστας στην οποία ανατέθηκε η διακυβέρνηση της χώρας.

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν ήταν μόνο οργανωτική. Οργανωτικά, οδήγησε στην έκπληξη του 1958, όταν η ΕΔΑ, ουσιαστικά μετωπική οργάνωση του παράνομου ΚΚΕ, διευρυμένη από προοδευτικούς πολίτες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, απέσπασε το εντυπωσιακό 24,4% στις εκλογές, έβγαλε 79 βουλευτές και ανακηρύχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση!

Πολιτισμική αναγέννηση

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς ήταν εξίσου πολιτισμική. Μετά τον πόλεμο, σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας, είχε εκ νέου αναπτυχθεί αυθόρμητα η λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα, Μπακάλη, Παπαϊωάννου κ.ά., εκφράζονταν τα λαϊκά στρώματα σε όλη την Ελλάδα. Ο κατατρεγμός, η φτώχεια, οι διακρίσεις, η μετανάστευση, ο έρωτας, η βιοπάλη, το περιθώριο, καταγράφονταν μέσα από τα λαϊκά τραγούδια που στο σύνολό τους δίνουν την εναργέστερη κοινωνική εικόνα της εποχής. Παράλληλα, αναπτύσσονταν οι πολιτισμικές συνιστώσες της λόγιας παράδοσης και εισάγονταν αφομοιώσιμα στοιχεία από την ανατολική και δυτική Ευρώπη και την Αμερική, δημιουργώντας νέες συνθέσεις, νέα ρεύματα, νέες τεχνοτροπίες και νέες συνισταμένες.
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο ρόλος της Αριστεράς είναι καθοριστικός, γιατί η Αριστερά είναι φορέας ιδεών ανατρεπτικών, έχει ιδανικά, βρίσκεται σε συνεχή τριβή και αναζήτηση και είναι δραστήρια και δημιουργική. Κινητοποιεί όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και όλες τις κοινωνικές δυνάμεις και τα άτομα που αναζητούν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν. Η Αριστερά προσφέρει πρώτη ύλη, αλλά και πρόθυμους αποδέκτες της καλλιτεχνικής και πνευματικής παραγωγής.
Στον τομέα του πολιτισμού, από τα πιο αξιοσημείωτα είναι τρία εφαπτόμενα φαινόμενα που βάζουν τη σφραγίδα τους στην εποχή της ανασυγκρότησης: α) Η μελοποίηση των ποιημάτων, β) ο γάμος της λαϊκής τέχνης με την έντεχνη δημιουργία και γ) ο αρραβώνας των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών με τους σημαντικότερους εκπροσώπους μιας υπό διαμόρφωση αστικής κουλτούρας. Και αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν την πληρέστερη και διαρκέστερη έκφρασή τους -τρία σε ένα- μέσα από τον Επιτάφιο και τη μουσική που εν συνεχεία καθιερώθηκε να την αποκαλούμε έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

 

Αριστεροί και δεξιοί ψάλτες

Το 1960, για τη δημιουργία του Επιταφίου συντελούν -με όρους πολιτικούς- αριστεροί και δεξιοί «ψάλτες». Βασικοί πρωταγωνιστές ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος συνεπικουρούμενοι από τους Μάνο Χατζιδάκι, Νάνα Μούσχουρη, Μανώλη Χιώτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Τάκη Β. Λαμπρόπουλο.

Ο πρώτος Επιτάφιος ενορχηστρώνεται από τον Χατζιδάκι και ερμηνεύεται από τη Μούσχουρη στο ύφος του ελαφρού ευρωπαΐζοντος ελληνικού τραγουδιού. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, διευθυντή της Κολούμπια και σπουδαίο παραγωγό. Έτσι, συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο για τη δισκογραφία που ανοίγεται πολύ επιλεκτικά και προσεκτικά στο νέο για την Ελλάδα φορμάτ του δίσκου μακράς διαρκείας. Μέσα σε λίγες βδομάδες το ίδιο έργο ηχογραφείται ξανά με διαφορετική λογική και αισθητική, σε διαφορετική εταιρία δίσκων. Οι δεύτερες εκτελέσεις καινούργιων τραγουδιών που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών είναι ρουτίνα, αλλά στις 33 στροφές είναι τολμηρό. Ο δημιουργικός Λαμπρόπουλος το πραγματοποιεί. Ο δεύτερος Επιτάφιος έχει διαφορετικό καλλιτεχνικό σχήμα και προσανατολισμό.

Στη λαϊκή μουσική υπάρχει, με σημερινή γλώσσα, μια τεράστια βάση δεδομένων από την οποία μπορεί κάποιος γνώστης με ταλέντο να αντλήσει ανεξάντλητο υλικό για ανασύνθεση. Ο Λαμπρόπουλος, σαν σκηνοθέτης, κάνει το κάστινγκ του νέου εγχειρήματος και ζητάει από τον Χιώτη να αναλάβει τη μορφοποίηση των μελωδιών του Θεοδωράκη με τη συνδρομή του Μπιθικώτση. Ο Χιώτης δέχεται την πρόκληση και ο Μπιθικώτσης πείθεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όπως έχει ομολογήσει, ο συνθέτης του Τρελοκόριτσου αισθανόταν μάλλον άβολα με το είδος αυτό του τραγουδιού, που ήταν διαφορετικό από το ρεπερτόριό του. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Μπιθικώτσης ηχογραφεί, μεταξύ άλλων, τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου Επιτάφιου ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, η απήχησή του είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη χατζιδακική εκδοχή και έτσι ξεκινάει ένα ολόκληρο κίνημα μουσικής που γεννιέται από το πάντρεμα του λαϊκού στοιχείου με το λόγιο.

Αυτή η πρόσμειξη δεν είναι εντελώς πρωτότυπη, αλλά έχει σημαντικά καινούρια χαρακτηριστικά. Έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις με το Γαρύφαλλο στ’ αφτί ο οποίος ,μάλιστα, ταυτόχρονα με τον Επιτάφιο, κάνει παγκόσμιο χιτ με τα Παιδιά του Πειραιά, αλλά εν γένει τα κομμάτια του σκόπιμα απέχουν υφολογικά από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Ακόμα και οι διασκευές των ρεμπέτικων από τον Χατζιδάκι είναι σε ορχηστρική μορφή και ξεφεύγουν από το λαϊκότροπο παίξιμο.

Ο ρόλος του Μανώλη Χιώτη

Ο Μίκης υιοθετεί πιο λαϊκές φόρμες, πιο κοντά στο κυρίαρχο είδος του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Επειδή δε ο ίδιος έχει δυτική μουσική παιδεία και δεν γνωρίζει καλά-καλά το ιδίωμα, αναλαμβάνει ο Χιώτης την «προσαρμογή», ένας από τους πληρέστερους καλλιτέχνες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο Λαμπρόπουλος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Χιώτης είναι ανοιχτών οριζόντων και ρηξικέλευθος, έχοντας ήδη κάνει μία επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, αντικαθιστώντας το τρίχορδο μπουζούκι με το τετράχορδο, εισάγοντας νέους ρυθμούς και εμφανιζόμενος όρθιος στην πίστα αντί καθιστός -ως είθισται- στην καρέκλα του πάλκου. Είναι εξαίρετος συνθέτης ρεμπέτικων, λαϊκών και ελαφρών τραγουδιών και μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με δικό του ήχο και στυλ. Δηλαδή, ο καταλληλότερος μουσικός για να μπορέσει ο Θεοδωράκης να βρει έναν καινούργιο δρόμο εντάσσοντας τις θαυμάσιες μελωδίες του στο δημοφιλέστερο είδος μουσικής το οποίο όμως δεν κατέχει. Ακούγοντας τις εισαγωγές και τα σόλο του Χιώτη, στα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη, αντιλαμβάνεται κανείς το ρόλο του στη διαμόρφωση του τελικού ακούσματος. Τα «λαϊκοποιεί» διατηρώντας την «ελαφρότητα» που είναι πλησιέστερη στην αισθητική του Θεοδωράκη. Στα τραγούδια του Μίκη, στους δίσκους Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Λιποτάκτες, Πολιτεία και στις πρώτες συναυλίες στο «Κεντρικόν», το 1961, ο Μανώλης Χιώτης βάζει τη σφραγίδα του προτού παραδώσει τη σκυτάλη στο δίδυμο Κώστα Παπαδόπουλου-Λάκη Καρνέζη και στον άλλο μεγάλο συνθέτη και βιρτουόζο Γιώργο Ζαμπέτα. Αλλά, πολύ σημαντικός στη διαμόρφωση του νέου ήχου, χάρη στον Λαμπρόπουλο, είναι και το μεγαθήριο της εποχής Στέλιος Καζαντζίδης, που ερμηνεύει τραγούδια του Μίκη μαζί με την παρτενέρ του Μαρινέλα, ενώ ο Χιώτης έχει κοντά του τη Μαίρη Λίντα.

 

(Σκίτσο του Μποστ – Για τη συναυλία του Μ. Θεοδωράκη στο «Κεντρικόν»,  1961)

 

Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και ποιητές

Πολλά τραγούδια του Θεοδωράκη έχουν πολιτικό υπόβαθρο, κάτι που δεν συμβαίνει με τα τραγούδια του Χιώτη ή του Χατζιδάκι. Ο Μίκης έχει ξεκινήσει συνθέτοντας για πιάνο και βιολί, αλλά η κλασική ή κλασικίζουσα μουσική δεν βοηθάει την επικοινωνία με πλατιά κοινωνικά στρώματα, ούτε τη διάδοση των πολιτικών ιδεών της Αριστεράς. Ο δρόμος που στρώνει ο Λαμπρόπουλος με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση είναι φαρδύτερος και διεισδυτικότερος. Και, βέβαια, ο θαυμάσιος Ρίτσος προσφέρεται για λαϊκά τραγούδια γιατί γράφει (και) απλά και κατανοητά.
Ο Μίκης έπεται του Χατζιδάκι και στη μελοποίηση ποιημάτων. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, η μελοποίηση των ποιημάτων ακολουθεί το ρεύμα των Γάλλων τροβαδούρων, Λεό Φερέ, Μπρασένς κ.ά. που μελοποιούν ποιήματα των Ρεμπό, Μποντλέρ, Βιγιόν, Απολινέρ, Αραγκόν, Βερλέν κ.λπ. Εξάλλου, το έδαφος είναι πολύ πρόσφορο γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη και σημαντική εντόπια ποιητική παραγωγή. Γι’ αυτό, αρχής γενομένης, το πετυχημένο έργο του Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο και τα τραγούδια που ακολουθούν, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και το κυματάκι εξελίσσεται σε ρεύμα.
Έτσι, όχι μόνο μελοποιούνται δημοσιευμένα ποιήματα, αλλά ορισμένοι ποιητές μπαίνοντας στο χορό γράφουν στίχους που προορίζονται εξ αρχής για τραγούδια. Πρωτοστατούν οι ποιητές από την Αριστερά, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Γιάννης Θεοδωράκης και ο Κώστας Βίρβος ο οποίος έχει ήδη σπουδαία συμμετοχή στο λαϊκό τραγούδι. Δραπετσώνα, Καημός, Βράχο-βράχο, Το Σαββατόβραδο κ.λπ. είναι τα τραγούδια που καθιερώνουν τον Μίκη Θεοδωράκη και συμπαρασύρουν συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και εταιρίες σ’ αυτή τη νέα λεωφόρο. Δεν είναι όλα τα τραγούδια του σε λαϊκούς δρόμους, αλλά τα τραγούδια σε ζεϊμπέκικους και χασάπικους ρυθμούς με μπουζούκια και μικρές λαϊκές ορχήστρες δίνουν το χρώμα και το στίγμα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ούτε όλοι οι συνθέτες και οι στιχουργοί/ποιητές προέρχονται από την Αριστερά: Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Κώστας Βάρναλης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μποστ, Γιάννης Νεγρεπόντης, Ιάκωβος Καμπανέλης, Ερρίκος Θαλασσινός, Μιχάλης Κατσαρός, Νότης Περγιάλης, Άκος Δασκαλόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Σπανός, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Λοΐζος, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιάννης Γλέζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Λουκιανός Κηλαϊδόνης, Θάνος Μικρούτσικος κ.ά., δημιουργούν το νέο ήχο του ελληνικού τραγουδιού που έχει τη βάση του -λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον δημιουργό- στο κλασικό λαϊκό τραγούδι και εξελίσσεται, παράλληλα, μ’ αυτό μεταφέροντας τα ποιήματα (ακόμα και του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Πάμπλο Νερούδα, του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ή του Ναζίμ Χικμέτ) από σπίτι σε σπίτι.
Όλοι υιοθετούν τους λαϊκούς δρόμους, τις ενορχηστρώσεις, το ύφος, αλλά και θέματα όπως η μετανάστευση και η φτώχεια που μόνο οι λαϊκοί τραγουδοποιοί είχαν μέχρι τότε θίξει. Πάντως, σταδιακά, αποκαθίσταται μια ισορροπία ανάμεσα στο λαϊκό ιδίωμα και την μπαλάντα χωρίς ποτέ οι δημιουργοί του έντεχνου να πάψουν να γράφουν λαϊκά τραγούδια, τουλάχιστον μέχρι το 1974, ασκώντας με τη σειρά τους επιρροή και στους κλασικούς λαϊκούς συνθέτες, όπως ο Απόστολος Καλδάρας και ο Άκης Πάνου.

Καλλιτέχνες κόντρα στο διχασμό

Ενώ, λοιπόν, στη δεκαετία του ’60, το πολιτικό κλίμα είναι βαρύ, αριστεροί κόντρα σε δεξιούς ή δεξιοί κόντρα σε αριστερούς, η πραγματικότητα στις τέχνες είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα, το ψυχροπολεμικό κλίμα είναι εν μέρει αληθινό, ως κατάλοιπο των πληγών του εμφυλίου, και εν μέρει τεχνητό, ως αποτέλεσμα των συστηματικών διώξεων κατά της Αριστεράς από την εξουσία και της καλλιεργούμενης έντασης από το παρακράτος που απεργάζεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την ανακοπή της επιρροής της Αριστεράς στην πολιτική και τον πολιτισμό. Σ’ αυτή τη σκοπούμενη παράταση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, αντιδρούν πολλοί καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι, όπως φαίνεται πολύ ανάγλυφα από τα τεκταινόμενα στο ελληνικό τραγούδι. Τα τραγούδια είναι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αποτέλεσμα συνεργασίας συντελεστών που δεν ανήκουν στο ίδιο πολιτικό και ιδεολογικό στρατόπεδο. Συνθέτες, στιχουργοί, ζωγράφοι και παραγωγοί, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης και ιδεολογικών πεποιθήσεων, συνεργάζονται αρμονικά και φτιάχνουν αριστουργήματα. Τους ενώνει, συχνά από διαφορετική σκοπιά, η τάση και η επιθυμία να συνεχίσουν την προπολεμική προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας εθνικής λαϊκής τέχνης με διεθνή χαρακτηριστικά, έχοντας κατ’ αρχήν συμφωνήσει ότι κοινή τους γλώσσα είναι η δημοτική, ενώ στα σχολεία διδάσκεται αυστηρά η καθαρεύουσα και η νομοθεσία και τα δημόσια έγγραφα είναι επίσης στην καθαρεύουσα. Συμφωνούν επίσης στη σημασία της παράδοσης και χρησιμοποιούν σαν βάση το ρεμπέτικο και δη το μεταπολεμικό λαϊκό, παρ’ όλο που προβάλλονται επιφυλάξεις, ενστάσεις έως και σοβαρές αντιρρήσεις που φτάνουν στην πλήρη άρνηση.
Μέσα από τα έντυπα της Αριστεράς, κυρίως την Επιθεώρηση Τέχνης, γίνονται οξύτατες αντιπαραθέσεις, γιατί κάποιοι θεωρούν τους λαϊκούς καλλιτέχνες λούμπεν και τη λαϊκή μουσική κακής ποιότητας. Αντιδράσεις εκδηλώνονται και από μερικούς καταξιωμένους ποιητές που στο πρώτο άκουσμα δυσκολεύονται να χωνέψουν το συνταίριαγμα των βαθυστόχαστων και λυρικών ποιημάτων τους με τους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου και τους ήχους που παράγει το μπουζούκι. Αλλά η απήχηση των μελοποιημένων ποιημάτων και η επιμονή του Θεοδωράκη ο οποίος νιώθει ότι έχει βρει μια πλούσια φλέβα χρυσού, επιδρούν καταλυτικά και σταδιακά αίρονται οι αισθητικές ή πολιτικές επιφυλάξεις. Ομοίως, μέσα από τη συνεργασία και τη ζύμωση νέων μορφών έκφρασης λειαίνεται ο εθνικός διχασμός. Η βαθύτερη επιθυμία για μία τέχνη προσιτή στο λαό και ταυτόχρονα σύγχρονη, προοδευτική, λόγια και ανοιχτή σε άλλες μορφές έκφρασης, εκπληρώνεται συνδυαστικά.

Εν αναμονή

Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, της οικογένειας των πολυκαταστημάτων Αφοι Λαμπρόπουλοι, στο σπίτι του οποίου είδα αναρτημένα στο τοίχο τα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα της Ρωμιοσύνης και του Άξιον Εστί, και ο έτερος των καινοτόμων Αλέκος Πατσιφάς, ιδιοκτήτης της ΛΥΡΑ, είναι αστοί που δεν έχουν ταμπού και προκαταλήψεις. Αυτοί οι επιχειρηματίες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για να ευδοκιμήσει το ελληνικό τραγούδι. Στη ΛΥΡΑ, σχεδόν όλοι, από τον τον υπεύθυνο πωλήσεων και τους λογιστές ώς τους παραγωγούς ανήκουν στον προοδευτικό χώρο. Θυμάμαι τον Κώστα Ασωνίτη, υπεύθυνο της αποθήκης, που είχε πολλά χρόνια φυλακής στην πλάτη του, αλλά και τον άτυπο υποδιευθυντή Τάκη Τσίρο που την επομένη της 17ης Νοεμβρίου 1973, με κάλεσε κρυφά στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, για να αφηγηθώ με γυρισμένη την πλάτη σε τηλεοπτικό συνεργείο του BBC όσα είχαν διαδραματιστεί κατά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο. Στις τέχνες, φωτισμένοι αστοί και αριστεροί πάλευαν από κοινού για τον πολιτισμό που η μεταπρατική εξουσία αντιμετώπιζε με φόβο, απέχθεια και διώξεις. Αριστεροί και δεξιοί καλλιτέχνες ένωναν τις δυνάμεις τους, με βάσεις στη λαϊκή κουλτούρα και μεταφορές και υιοθεσίες από τα σύγχρονα ρεύματα, όπως ο Κάρολος Κουν στο θέατρο, η Ραλλού Μάνου στο χορό και ο Νίκος Κούνδουρος ή αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον κινηματογράφο. Πάμπολλοι ζωγράφοι, χαράκτες και γραφίστες συμμετέχουν στη δισκογραφία φιλοτεχνώντας εξαίσια τα εξώφυλλα δίσκων. Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Σπύρος Βασιλείου, Δημήτρης Μυταράς, Γιώργος Σταθόπουλος, Βάσω Κατράκη, Τάσσος, Μποστ, Μίνως Αργυράκης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αλέξης Κυριτσόπουλος κ.ά.

Είναι η εποχή που διανούμενοι και καλλιτέχνες, από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία μιας κουλτούρας εθνικής, προοδευτικής, σύγχρονης και λαϊκής. Στην ποίηση, τη μουσική, τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική, το χορό, το θέατρο, το σινεμά, σε όλα. Κουλτούρας που άφησε σπουδαία κληροδοτήματα, αλλά τσαλαπατήθηκε από την γραφειοκρατικοποίηση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, και κυρίως από την ξενοδουλεία, την απληστία και τον ξεπεσμό της κυρίαρχης Δεξιάς που υποτίμησε την παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά και της όψιμης σοσιαλδημοκρατίας που εξαγόρασε συνειδήσεις και έδωσε τη χαριστική βολή.
Αυτά, εν αναμονή της επόμενης -μη εισέτι διαφαινόμενης- πολιτιστικής επανάστασης την οποία, πριν απ’ όλους, χρειάζεται η ίδια η Αριστερά.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  :

 φ. 33, 2 Οκτωβρίου 2010 
 

Από τον Σαββόπουλο στον Λαζόπουλο

Από τον Σαββόπουλο στον Λαζόπουλο

Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έκλεισε καλλιτεχνικά με την πληθωρική παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου στη μεγάλη σκηνή του «Παλλάς» και του Λάκη Λαζόπουλου στη μικρή οθόνη της τηλεόρασης. Με μια πολυσύνθετη αναδρομή του ενός στην αφετηριακή δεκαετία του ’60 και ένα σχόλιο του άλλου στην τρέχουσα επικαιρότητα. Το χτες και το σήμερα; Περίπου.

 Κουβανέζικη επανάσταση, αντιπολεμικό κίνημα, Βιετκόνγκ, Πολιτιστική Επανάσταση, Τσε, Ανοιξη της Πράγας, Γαλλικός Μάης, Μαύροι Πάνθηρες, Μπέρκλεϊ, Μπιτλς, χιπισμός, ροκ, Ντίλαν, ψυχεδέλεια, μίνι φούστα, κασετόφωνα, Μαρκούζε, ερωτική απελευθέρωση, Γκοντάρ, Καστοριάδης, Γκαγκάριν, ταξίδι στο φεγγάρι, παλαιστινιακή αντίσταση, 114, Άξιον Εστί, ελληνικό ροκ, αντιδικτατορικός αγώνας… Αυτή τη δεκαετία ανατροπών συνόψισε ο Σαββόπουλος μέσα σε λίγα σπουδαία τραγούδια. Μάγοι στη σκηνή, Συννεφούλα, Ηλιος αρχηγός, Βιετνάμ γιε-γιε, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα, Αμνηστία ’64, Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, ο Καραγκιόζης που ονειρεύεται… Θέματα, μουσικές, ύφος και τρόπος παρουσίασης έξω από το πολιτιστικό μέινστριμ. Η πιο ενδιαφέρουσα έκφραση της ανατρεπτικής δεκαετίας. Και σε συνθήκες λογοκρισίας.

Εκτοτε, η χούντα έπεσε, η Κύπρος διχοτομήθηκε, το Βιετνάμ απελευθερώθηκε, το απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική καταργήθηκε, η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσε, η Αμερική φτώχυνε, η Κίνα αναδύθηκε, η Βενεζουέλα του Σιμόν Μπολίβαρ αναστήθηκε, οι πόλεμοι επέστρεψαν, το κλίμα αλλάζει, τα τρόφιμα ακριβαίνουν, το νερό μολύνεται, το AIDS σκοτώνει εκατομμύρια, δικαιώματα και κοινωνικές παροχές περιορίζονται, διανοούμενοι υπερασπίζονται το σύστημα, οι Ρόλινγκ Στόουνς είναι δισεκατομμυριούχοι, οι Χέντριξ, Μόρισον, Τζόπλιν, Τζόουνς, Κομπέιν, Ασιμος, Γώγου κ.ά. αυτοχειριάστηκαν, ο Ακης Πάνου κατέληξε στη φυλακή, τα τραγούδια έγιναν mp3, οι ζωγράφοι εγκλωβίστηκαν στις γκαλερί και η ζωγραφική βγήκε στον δρόμο, η παιδεία έγινε εμπόριο και οι φοιτητές ψηφίζουν δεξιά, Γέλτσιν-Μπους-Μπλερ-Σαρκοζί-Μπερλουσκόνι επιτάχυναν την παρακμή του δυτικού μοντέλου, η Ελλάδα καίγεται στα τζάκια, η γλώσσα τσουρουφλίζεται στα σχολεία, ο Θεοδωράκης τιμήθηκε από την αστυνομία και τον στρατό και ο Παρθενώνας μετακόμισε από την Ακρόπολη σε πολυκατοικία στου Μακρυγιάννη.

Πού είναι ο νέος Σαββόπουλος να μας τα πει; Παρακολουθώντας την ωραία παράσταση στο «Παλλάς», ένιωθα την προσπάθεια του Διονύση να ξανασυνδεθεί με τη δεκαετία του ’60, επιστρατεύοντας τραγούδια, νοσταλγία και συναίσθημα. Δεν ήταν εύκολο. Ισως γιατί ο Σαββόπουλος χρόνια τώρα κρατάει αποστάσεις, ενώ πολλοί συνομήλικοί του στο κοινό δεν έπαψαν ποτέ να ζουν με το άρωμα της δεκαετίας του ’60. Και οι νέοι με τα λάπτοπ επίσης μεγαλώνουν με Ντίλαν, Ντορς, Στόουνς, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση και Σιδηρόπουλο. Η αντίρρηση και η αμφισβήτηση εξακολουθούν να εκφράζονται με διαδηλώσεις για την παιδεία, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, ποδήλατα, καταλήψεις, ροκ και ρεμπέτικο. Σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες, οι πολίτες με ανησυχίες δεν απομακρύνθηκαν ποτέ από το πνεύμα των sixties.

Ζητούνται νέοι ανατροπείς

Οι δεκαετίες που μεσολάβησαν άφησαν άδειους ουρανοξύστες στο Αμπου Ντάμπι, κουφάρια των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, υπερχρεωμένα νοικοκυριά, σκάνδαλα, αύξηση αναλφαβητισμού, εκατομμύρια μεταναστών και προσφύγων, παραπληροφόρηση, καταναλωτισμό, τυποποιημένα πολιτιστικά προϊόντα, καταστροφή της φύσης, πείνα, εγκληματικότητα, ανεργία και ανασφάλεια. Πού είναι, όμως, οι νέοι φιλόσοφοι, πανεπιστημιακοί, ζωγράφοι, ποιητές και τραγουδοποιοί με ιδέες και πνευματικό ανάστημα να εκφράσουν την εποχή, να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, να ξεβολευτούν; Πού είναι οι ανατροπείς της καθεστηκυίας αισθητικής; Οι διάδοχοι των καινοτόμων δημιουργών Ελύτη, Ρίτσου, Αναγνωστάκη, Γκάτσου, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ζαμπέτα, Ξαρχάκου, Καλδάρα, Λοΐζου, Τσαρούχη, Μόραλη, Κοψίδη, Κουν, Κωνσταντινίδη, Ασιμου κ.λπ.;

Κυριάρχησε η μικροαστική κουλτούρα που απαθανάτισε στους «Μικρούς Μήτσους» ο Λαζόπουλος. Photoshop οπίσθια και σιλικονούχα στήθη μπήκαν με νίτρο στη ζωή μας, πρωινάδικα εγκαταστάθηκαν στα διαμερίσματά μας, τζιπ με τσαρούχια κυριάρχησαν στα όνειρά μας και τηλεψωνάκηδες αναγορεύθηκαν βουλευτές κωλτούρας. Και το «Αλ τσαντίρι» ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά τον επιθετικό σχολιασμό του νεοελληνικού εξαμβλώματος. Αλλά ένα σόου δεν μπορεί να αναπληρώσει το καλλιτεχνικό ρεύμα ιδεών και δράσεων που λείπει. Εξάλλου, η τηλεόραση όλα τα κάνει κιμά. Αφαιρεί από τους πολίτες τη δημιουργικότητα και τη συμμετοχή και τους καθιστά υποχείρια της εξουσίας, παθητικούς καταναλωτές του προκάτ και της κακογουστιάς.

Εάν κάθε φορά εξεγείρονταν λιγάκι από την καυστική κριτική του Λαζόπουλου, εκατομμύρια τηλεθεατές θα ξεχύνονταν στους δρόμους. Η τηλεόραση μεταλλάσσει το πιπέρι σε καραμέλα και το διεγερτικό σε κατασταλτικό. Ακυρώνει τον κριτικό λόγο. Ακόμα και τις υπερβάσεις που επιτρέπουν οι λογοκριτές στον Λαζόπουλο επειδή είναι παιδί των ΜΜΕ με ασυναγώνιστη εμπορικότητα. Οι αγανακτισμένοι νοικοκυραίοι ευχαριστιούνται που τα λέει έξω από τα δόντια για λογαριασμό τους και μετά πάνε για ύπνο ξαλαφρωμένοι. Ούτε οι πιο εύστοχες ατάκες δεν τους ξεκολλάνε απ’ τον καναπέ για να κάνουν τον θυμό τους διαμαρτυρία. Και στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσουν τους ίδιους.

Η παραδοσιακή αριστερά συντηρείται ακόμα χάρη στο πολιτιστικό της απόθεμα από το παρελθόν. Δεν ξανοίγεται ούτε διακινδυνεύει. Φοβάται το νέο, το διαφορετικό, το απρόβλεπτο, που δεν έχει αξιολογηθεί από τους ειδικούς.

Το καθιερωμένο χάσκει. Παραέξω, εκτός ΜΜΕ και «Παλλάς», υπάρχουν παιδιά που δημιουργούν παρέες, μουσικοί που παίζουν σε μουσικά σχολεία, καταλήψεις και μπαράκια, ζωγράφοι που κάνουν γκράφιτι σε τοίχους και τρένα, μικρομηκάδες που φτιάχνουν αυτοσχέδια φιλμάκια, εξαιρετικοί γελοιογράφοι και κομίστες με πένα αιχμηρή, ακτιβιστές που στήνουν μπλογκ, φυτεύουν παρκάκια στην άσφαλτο, κάνουν θέατρο δρόμου και εκδίδουν έντυπα σε όλη την Ελλάδα. Αλλά σ’ αυτές τις μικρές σκηνές δεν διεκδικούν δάφνες. Δεν ψάχνουν το φανταχτερό αλλά το αληθινό. Δεν προσφέρουν υλικό χρήσιμο για τηλεοπτικά παράθυρα, ραδιοφωνικά πλέιλιστ και πολιτιστικά τρίστηλα. Και δεν πάνε Μέγαρο.

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  17 Ιανουαρίου 2010

Φωνή λαού

Φωνή λαού

«Δυο πόρτες έχει η ζωή· άνοιξα μια και μπήκα· σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ‘ρθεί το δειλινό, από την άλλη βγήκα…» Αυτούς τους «κοινότοπους» στίχους της Παπαγιαννοπούλου ακούγαμε από τον Καζαντζίδη, τέλη δεκαετίας ’50, στην Κοκκινιά.

 Τραγούδια «βαριά». Απ’ τα οποία κάποια θα ακουστούν στις συναυλίες που είναι αφιερωμένες στη φωνή του, σε Αθήνα (18/9) και Θεσσαλονίκη (23/9).

Στις οικοδομές η λάσπη ανέβαινε ορόφους με τους ντενεκέδες. Τα παλικάρια με τα μουντζουρωμένα χέρια που ρίχνανε τα ζάρια στο τάβλι του καφενείου ήτανε παιδιά της γειτονιάς. Και η φυματίωση βασάνιζε ταλαιπωρημένους από την Κατοχή νοικοκυραίους. Σχεδόν κάθε σπίτι είχε μία ιστορία τραγική.

Με θύματα από τον Εμφύλιο και εξορισμένους στην άγονη γραμμή και στο «σιδηρούν παραπέτασμα», χιλιάδες ξεριζωμένοι από τις ορεινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού βρέθηκαν δίπλα στους μικρασιάτες πρόσφυγες που ακόμα δεν είχαν δώσει αντιπαροχή τα ασπρισμένα σπίτια τους στην Καισαριανή. Αυτό ήταν το ακροατήριο για το οποίο ο Καζαντζίδης τραγουδούσε λαϊκά, δημοτικά, αμανέδες και τούρκικα τραγούδια.

 

Ο πόνος έβρισκε έκφραση

«Γειτονιά μου αγαπημένη, κι αν οι μπόρες σε χτυπήσαν, τα χαμόγελα δεν σβήσαν· αντηχείς από τραγούδια σαν γυρνούν απ’ τη δουλειά παλικάρια και κοπέλες που δουλεύουνε σκληρά…»

Το συναίσθημα ξεχείλιζε. Η μάνα ήταν ιερή. Ο χωρισμός ήταν προδοσία και συντριβή. Γυναίκες και παιδιά βουρκώνανε βλέποντας ελληνικές και ινδικές ταινίες σε εκατοντάδες κινηματογράφους, οι νέοι ερωτεύονταν με όρκους αιώνιας πίστης που έφταναν σε αυτοκτονίες και φονικά. Οι κηδείες έμοιαζαν αρχαία τραγωδία, με κραυγές και μοιρολόγια.

Στις αλάνες, τα παιδιά παίζανε μπάλα, γκαζάκια και πετροπόλεμο. Στα λιμάνια και τους σταθμούς, μαυροντυμένες αποχαιρετούσαν τους «τυχερούς» που μετανάστευαν για τις φάρμες της Αυστραλίας και τις φάμπρικες της Γερμανίας με λευκά μαντίλια, ευχές και προσευχές.

Οι εργατικές διεκδικήσεις αντιμετωπίζονταν με βία και οι απόφοιτοι σχολείων και πανεπιστημίων χωρίς άμεμπτο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων αποκλείονταν από το Δημόσιο και υπηρετούσαν τη θητεία τους σκάβοντας λαγούμια στα σύνορα της χώρας…

Τραγουδώντας γι’ αυτά, ήταν τόσο μεγάλη η απήχηση του Καζαντζίδη, που οι δημιουργοί διάλεγαν τα θέματά τους όχι μόνο επειδή αντιστοιχούσαν στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά επειδή υπήρχε και ο γνήσιος εκφραστής της. Χωρίς τον Καζαντζίδη θα γράφονταν λιγότερα τραγούδια για την ξενιτιά, τη φτώχεια και τα βάσανα των ανθρώπων.

«Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις δίχως ελπίδα όπου γης είναι πατρίδα…»

Αυτά ήταν τα πολιτικά τραγούδια την εποχή της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας. Υπογράμμιζαν με τα πιο μελανά χρώματα τις συμφορές. Ταυτόχρονα έδιναν συνοχή στον κόσμο με βάση τα κοινά προβλήματα και τον ανακούφιζαν…

«Αυτοί που λένε πως είν’ ωραία η ζωή, δεν έχουν κάνει με τα βάσανα παρέα, δεν έχουν νιώσει αδικία τι θα πει κι έχουνε δίκιο για να λεν πως είν’ ωραία…»

Η αλήθεια αυτού του κόσμου που το αίμα του έβραζε από ζωή ή από ζόρι τροφοδοτούσε τα τραγούδια και ανύψωνε τον πόνο και τον αναστεναγμό σε ποίηση. Ποτέ δεν απασχόλησε τον Χρήστο Κολοκοτρώνη ή την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου τι σκέφτονταν οι πέρα από τον κοινωνικό φράχτη επικριτές των στίχων τους, όπως δεν απασχόλησε τον Βαμβακάρη ή τον Τζον Λι Χούκερ και τον Τζέιμς Μπράουν που έφτιαχναν με την ίδια «οχληρή» απλότητα τα «μαύρα» τραγούδια πολύ πριν αναγνωριστεί η αξία τους από λευκούς διανοούμενους που τα αξιολόγησαν και τα ενέταξαν στην αμερικάνικη κουλτούρα.

«Στα ξένα εργοστάσια, δουλεύω σαν το σκύλο, μανούλα μου κι αγάπη μου, λεφτά για να σας στείλω. Περνάω μέρες θλιβερές και νύχτες όλο κλάμα και τότε μόνο χαίρομαι, αχ, όταν λαβαίνω γράμμα…»

Καταλαβαίνει κανείς το χλευασμό της «άλλης πλευράς» γι’ αυτό το «γράμμα» που παίζεται με «τουρκομερίτικα» μπουζούκια και χορεύεται σε καπελειά που συχνάζουν οι βαρελόφρονες που τόσο αυτοσαρκαστικά πρωταγωνιστούν στις γελοιογραφίες του Αρχέλαου και του Χριστοδούλου.

Αναζητώντας πηγές αισιοδοξίας σε μαύρες μέρες, παρεξήγησαν τον Καζαντζίδη ως εκφραστή της μοιρολατρίας και στελέχη της αριστεράς. Αλλά, στη δεκαετία του ’50, οι άνθρωποι ούτε πολεμούσαν στο βουνό με την ελπίδα της νίκης, ούτε έχτιζαν τον σοσιαλισμό.

Ηταν ηττημένοι. Και η λογοκρισία ήταν αυστηρή. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, το τραγούδι να είναι «αισιόδοξο»! Εξάλλου, δεν είναι στο ίδιο πνεύμα, και σε μουσικές ανάλογου ύφους του Μίκη, η «Δραπετσώνα», το «Παράπονο», ο «Μετανάστης» και ο «Καημός» των εξαίρετων ποιητών της αριστεράς Τάσου Λειβαδίτη και Δημήτρη Χριστοδούλου;

Σ’ αυτό τα πλαίσιο, σπουδαίοι οργανοπαίχτες, ενορχηστρωτές, συνθέτες και στιχουργοί που δημιούργησαν τον κύριο όγκο του ρεπερτορίου του Καζαντζίδη υποβαθμίστηκαν ή αγνοήθηκαν:  Θ. Δερβενιώτης, Μπ. Μπακάλης, Γ. Λαύκας, Β. Καραπατάκης, Γ. Τατασόπουλος, Γ. Σταματίου, Γ. Καραμπεσίνης, Στ. Μακρυδάκης, Στ. Χρυσίνης, Α. Αθανασίου, Η. Ποτοσίδης, Γ. Παλαιολόγου, Δ. Γκούτης, Γ. Σαμολαδάς, Ι. Βασιλόπουλος, Η. Παπασιδέρης, Ν. Μουρκάκος, Ε. Ατραΐδης, Γ. Κλουβάτος, Στ. Βαρτάνης, Β. Βασιλειάδης, Ν. Πετρίδης κ.ά..

Προβλήθηκαν μόνο όσοι συνεργάστηκαν και με έντεχνους συνθέτες, όπως ο Κ. Βίρβος, η Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, ο Πυθαγόρας και οι σολίστες Κ. Παπαδόπουλος και Λ. Καρνέζης. Ετσι λειτούργησε το «σύστημα» με ευθύνη και των τραγουδιστών, του Καζαντζίδη μη εξαιρουμένου. Οι δε εταιρείες δεν πίστεψαν στη διαχρονική αξία του λαϊκού τραγουδιού. Απόδειξη ότι δεν κρατούσαν αρχεία και όλες οι ανατυπώσεις στη μεταπολίτευση έγιναν από δίσκους ιδιωτικών συλλογών!

 

Το τραγούδι απελευθέρωνε

«Αυτή η νύχτα μένει που θα ‘μαστε μαζί…»

Ο Καζαντζίδης οφείλει τη δημοτικότητά του και στην ερωτική πλευρά της ζωής και των τραγουδιών του, που περιλαμβάνουν συνθέσεις Καλδάρα, Τσιτσάνη, Μητσάκη κ.λπ. και επιτυχίες με ονόματα γυναικών, πολυπολιτισμικά: «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Φαράχ», «Μανώλια», «Μαρίνα»…

Ρούμπες, τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα, ρετσίνα, γλέντια και συντροφικότητα στη φτωχή Ελλάδα αντί για ηρεμιστικά χάπια που κάνουν θραύση στην ευημερούσα Δύση στη δεκαετία του ’50. Ηταν ξένη εδώ η προτεσταντική αισθητική και ηθική που συνιστούσε εγκράτεια και αποδοκίμαζε ως άξεστους ή αμαρτωλούς όσους εκφράζονταν αυθόρμητα και ανοιχτόκαρδα. Στην Ελλάδα, το τραγούδι ήταν συναισθηματικά απελευθερωτικό.

«Και σιδερένια να είχα καρδιά, θα είχε λιώσει σε τέτοια φωτιά…»

Στην αρχή της δεκαετίας του ’60, όταν τραγουδάει Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, ο Καζαντζίδης είναι στα φόρτε του με επιτυχίες που λιώνουν τις βελόνες του πικάπ από τη Θεσσαλονίκη και τη Στουτγάρδη ώς τη Μελβούρνη και το Πίτσμπουργκ. Κι αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι έντεχνοι δεν επενδύουν πάνω του. Παρόλο που οι ερμηνείες του είναι αξεπέραστες, σφραγίζει τα τραγούδια τους με τη δική του προσωπικότητα.

 

Ηξερε πώς να τα ερμηνεύσει

Ακούγοντας τα τραγούδια της «Καταχνιάς» του Λεοντή συνειδητοποιεί κανείς πόσο «ατυποποίητος» είναι ο Καζαντζίδης. Κλαίει εκεί όπου πρέπει να κλάψει, γελάει εκεί όπου πρέπει να γελάσει. Και στο «Πέλαγο είναι βαθύ» του Χατζιδάκι, η ερμηνεία του κεντάει όλα τα νοήματα του τραγουδιού με την πιο λεπτή ψυχική, διανοητική και καλλιτεχνική κλωστή.

Δύσκολα θα βρει κανείς σε παγκόσμιο επίπεδο έναν ερμηνευτή με όλα τα προσόντα του Καζαντζίδη, στον οποίο ανιχνεύονται ίχνη από την ανατολίτικη γλύκα του Ζεκί Μουρέν, τη χρωματισμένη εκφραστικότητα του Χάρι Μπελαφόντε, την αρχοντιά του Κάρλος Γαρδέλ, το βάθος της Ουμ Καλσούμ, τη μελωδικότητα του Νατ Κινγκ Κόουλ, το δυνατό πάθος της Τζάνις Τζόπλιν, την αμεσότητα του Μάρκου Βαμβακάρη, τη φωνητική καθαρότητα του Στράτου Παγιουμτζή, τη γοητεία του Μανώλη Χιώτη, την ψαλτική λιτότητα του Θρασύβουλου Στανίτσα, την αδιαλλαξία του Ακη Πάνου, τη μαγκιά του Στράτου Διονυσίου, τον πόνο της Ελένης Βιτάλη, τη θηλυκότητα της Χαρούλας Αλεξίου και το πείσμα ενός ξεροκέφαλου Πόντιου!

«Δεν με θαμπώνουν οι ουρανοξύστες, δεν με πλανεύουν πλούτη και λεφτά…»

Αυτό το πολυσύνθετο καλλιτεχνικό προφίλ δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό που τον κάνει να διαφέρει από το «σινάφι». Δεν προσπάθησε ποτέ να αρέσει σε όλους, όπως έκαναν οι φιλόδοξοι τραγουδιστές ακολουθώντας μόδες και λάιφσταϊλ. Δεν έκανε συμψηφισμούς με το ρεπερτόριό του (πότε λαϊκό-πότε μοντέρνο), δεν ελίχθηκε σε διαφορετικά ταμπλό (μία Μπουζούκια-μία Μέγαρο), δεν μετακόμισε στις ακριβές συνοικίες ούτε άλλαξε κοινωνικό περίγυρο. Εμεινε συνεπής σε έναν κόσμο μη προνομιούχων, τον οποίο δεν άφησε ποτέ έξω από την πόρτα. Είναι ο μόνος που η αντιδικία του με την εταιρεία τού στοίχισε πολυετή αποκλεισμό από τη δισκογραφία. Και είναι από τους πρώτους καλλιτέχνες παγκοσμίως που προσπάθησαν να φτιάξουν ανεξάρτητη εταιρεία.

Ακόμα και η εκδήλωση των γήινων αδυναμιών του υπογράμμιζε τη λαϊκή του υπόσταση. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η τελευταία φάση της ζωής του ελάχιστα διαφέρει από την πρώτη κι ας έχει μεσολαβήσει μισός αιώνας! Αφήνει, μάλιστα, θαυμάσια σύγχρονα τραγούδια, όπως αυτά των Τάκη Σούκα, Θανάση Πολυκανδριώτη, Βασίλη Παπαδόπουλου, Νίκου Λουκά κ.ά., που περιλαμβάνονται στο δίσκο «Ελεύθερος», το 1988.

Αυτή η οριοθετημένη στάση ζωής που ενσωματώνεται στις ερμηνείες του είναι ο ατομικός του κώδικας που δεν αντιγράφεται και τον καθιστά μοναδικό και ανεπανάληπτο. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι, μέχρι σήμερα, από τόσο πολλούς καλούς τραγουδιστές με καλό ρεπερτόριο και με τεράστια υποστήριξη από εταιρείες, κρατικούς φορείς και ΜΜΕ, κανένας άλλος δεν ανακηρύχτηκε από το λαό ισάξιός του!

Στέλιος Ελληνιάδης

 
 
Σημείωση :  Με πρωτοβουλία της Μαρινέλλας, θα πραγματοποιηθούν οι δύο συναυλίες αφιερωμένες στον Καζαντζίδη με τίτλο «Η φωνή ζει» σε Αθήνα (18/9, Καλλιμάρμαρο Στάδιο) και Θεσσαλονίκη (23/9, Καυταντζόγλειο Στάδιο) με σκοπό τα έσοδα να διατεθούν για την ανέγερση «Πτέρυγας Στέλιου Καζαντζίδη» στο Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών με Αναπηρία «Η Αρωγή». Θα τραγουδήσουν οι Χάρις Αλεξίου, Γλυκερία, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιώργος Νταλάρας και Πασχάλης Τερζής, με τη σκηνοθετική επιμέλεια του Σταμάτη Φασουλή. Τιμή εισιτηρίου 15 ευρώ.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Σπασμένα πιάτα, κομμένα τραγούδια

Σπασμένα πιάτα, κομμένα τραγούδια

Σε μια εντελώς αντιφατική εποχή, η Ελλάδα ζει την παραγωγή εξαιρετικής μουσικής, αλλά και την άνθηση των κέντρων διασκέδασης

Στην Ελλάδα φτάνουν μόνο τα αντιπολεμικά τραγούδια και δημιουργείται ένα υπόγειο ρεύμα μεταξύ νέων που μαζεύονται σε σπίτια για να ακούσουν δισκάκια και να ανταλλάξουν πληροφορίες.

Τα μακριά μαλλιά και η ροκ μουσική αποτελούν στοιχεία ανυπακοής. Ετσι, διαμορφώνεται η ροκ σκηνή που στο κλείσιμο της δεκαετίας επισκιάζει την ποπ σκηνή, αντικαθιστώντας τα κοστουμάκια και τις γραβατούλες των συγκροτημάτων με σταμπωτές ψυχεδελικές φανέλες, χαϊμαλιά, τζιν και αμπέχονα. 

Στις μπουάτ της Πλάκας, η ασφάλεια κάνει εφόδους για εξακρίβωση στοιχείων και για να ελέγξει τα προγράμματα του Γιώργου Ζωγράφου, του Κώστα Χατζή ή της Αρλέτας, στο «Δώμα», τις «Εσπερίδες», τη «Σοφίτα»…

Το ελληνικό τραγούδι, παρά τη λογοκρισία και την αμορφωσιά των συνταγματαρχών, συνεχίζει να παράγει εξαίρετα τραγούδια. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποιεί Οδυσσέα Ελύτη με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη και ο Μίμης Πλέσσας με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο γράφουν τον «Δρόμο» με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου, στον οποίο ο Αλέκος Πατσιφάς της «Λύρας» δίνει και τα μελοποιημένα από τον Γιάννη Γλέζο ποιήματα του Λόρκα, ενορχηστρωμένα από τον Νίκο Μαμαγκάκη.

Δυνατά λαϊκά

Η άνοδος του ελαφρολαϊκού συμπίπτει με την τουριστική ανάπτυξη και τα τραγούδια σαν τον «Επιπόλαιο» (Κατσαρού-Πυθαγόρα) συνδυάζονται με την άνθηση των κοσμικών κέντρων που φιλοξενούν ηθοποιούς και νεόπλουτους.

Η χούντα σε μια «επιχείρηση αρετής» απαγορεύει με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών το «έθιμο» των «φθορών προκαλουσών το κοινόν αίσθημα», για να κάνει στη συνέχεια τα στραβά μάτια με υπουργούς της τακτικούς θαμώνες στην παραλία. Μέσα σε μία χρονιά διπλασιάζεται η κατανάλωση ουίσκι!

Τα δυνατά λαϊκά τραγούδια με τις φωνές των Καζαντζίδη («Νυχτερίδες κι αράχνες»), Διονυσίου («Ο παλιατζής»), Μπιθικώτση («Ρολόι-κομπολόι») κ.ά. και τα πάλκα με Τσιτσάνη, Πόλυ Πάνου, Γαβαλά και άλλους κλασικούς, κρατάνε κόντρες στον εκφυλισμό του τραγουδιού που προωθείται από εταιρείες δίσκων με μεταγλωττίσεις ξένων ελαφρών επιτυχιών.

Μέσα στο γενικό μούδιασμα (ευχάριστο για μια φιλοχουντική μερίδα), γεμάτες παραμένουν μόνο οι αίθουσες κινηματογράφου, ανυποψίαστες για το επερχόμενο τέλος της ακμής τους. Η Ελλάδα διαθέτει ένα τεράστιο δίκτυο αιθουσών. Στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, το καλοκαίρι λειτουργούν 563 κινηματογράφοι! Κάθε συνοικία διαθέτει δικούς της κινηματογράφους, μέρος του τοπικού πολιτιστικού ιστού!

Οι ογδόντα χιλιάδες συσκευές τηλεόρασης στην Αθήνα είναι ακόμα λίγες για να κλείσουν τις αίθουσες, αλλά πολλαπλασιάζονται γρήγορα μειώνοντας ραγδαία και τις εντόπιες παραγωγές, που έχουν χάσει τη φρεσκάδα του κλασικού ελληνικού σινεμά.

Πάνω από δέκα ταινίες εθνοπατριωτικού περιεχομένου παίζονται ταυτόχρονα κόβοντας εκατομμύρια εισιτήρια: πρώτη «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» του Ντίνου Δημόπουλου (739 χιλιάδες) με τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ, οι «Γενναίοι του Βορρά» (627) του Κώστα Καραγιάννη, το «Οχι» (602) και «Η Μεσόγειος φλέγεται» (410) του Ντίμη Δαδήρα, «Το νησί της Αφροδίτης» (299) του Γιώργου Σκαλενάκη, «Οι δραπέτες του Μπούλκες» του Α. Παπασταματάκη, «Ετσι πολεμούσαμε το ’40» κ.ά.

Ταινίες με μακεδονομάχους, κομμουνιστοσυμμορίτες, μαχητές της ΕΟΚΑ, βούλγαρους κομιτατζήδες, γερμανούς ναζί και ιταλούς μακαρονάδες. Ο υπολοχαγός Κώστας Πρέκας στις δόξες του!

Παράλληλα, προβάλλονται ερωτικά δράματα, κοινωνικές περιπέτειες και κωμωδίες. Ο Κούρκουλος και η Χρονοπούλου («Ορατότης μηδέν») με 640 χιλιάδες εισιτήρια συναγωνίζονται το ζευγάρι Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ («Η νεράιδα και το παλικάρι») με 627 χιλιάδες εισιτήρια! Και ακολουθούν «Η Παριζιάνα», «Ο μπλοφατζής», «Θ. Β., ο φαλακρός πράκτωρ», «Ο γόης» και οι υπόλοιπες από τις 99 νέες ταινίες της χρονιάς, με Βλαχοπούλου, Βέγγο, Βόγλη, Λάσκαρη, Κατράκη, Βουτσά κ.λπ. Το «Τσουφ» με τα κινούμενα σχέδια του Θόδωρου Μαραγκού είναι από τις λίγες εξαιρέσεις στον κανόνα.

Και οι ταινίες εξακολουθούν να αποτελούν το καλύτερο μέσο για την προβολή καινούριων τραγουδιών και νέων ερμηνευτών. Οι Μίμης Πλέσσας, Κώστας Καπνίσης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιώργος Ζαμπέτας, Γεράσιμος Λαβράνος κ.ά. έχουν επενδύσει μουσικά πολλές ταινίες και ο Στράτος Διονυσίου κάνει μεγάλο σουξέ με το τραγούδι «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου».

Είναι η χρονιά που η Μαρία Κάλλας εμφανίζεται ως ηθοποιός στον ρόλο της Μήδειας στην ομώνυμη ταινία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που γυρίζεται στην Τουρκία, όπου η μεγάλη τραγουδίστρια συλλαμβάνεται γιατί μεταφέρει στις αποσκευές της μεγάλο αριθμό αρχαίων αντικειμένων! Ενώ, στις Κάνες, η ακτιβίστρια Βανέσα Ρέντγκρεϊβ κερδίζει το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου για τον ρόλο της Ισιδώρας Ντάνκαν και η Κάθριν Χέπμπορν στο Χόλιγουντ παίρνει το τρίτο της Οσκαρ! Γυναίκες εκπληκτικές!

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-ΕΠΤΑ / Κυριακή 26 Ιουλίου 2009