Τέχνη και Αριστερά: 50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Τέχνη και Αριστερά:  50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Χιώτης, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης – Στην ηχογράφηση του «Επιτάφιου» (φωτογραφία: Τάκης Πανανίδης)
 

Η συμπλήρωση 50 χρόνων από την κυκλοφορία του Επιταφίου, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση του Γιάννη Ρίτσου δίνει την ευκαιρία για μια σύντομη και μερική καλλιτεχνοπολιτική ανασκόπηση της εποχής αυτής, που ανοίγει με την εντυπωσιακή επιτυχία της ενιαίας Αριστεράς στις εκλογές του 1958, σε πλήρη αντίθεση με την εξωφρενική πολυδιάσπασή της στις τωρινές εκλογές για την Αυτοδιοίκηση.

 

Ανασυγκρότηση της Αριστεράς

Η δεκαετία του ’50 είναι ασφυκτική για την Αριστερά. Οι συνέπειες της βαριάς ήττας του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-49 είναι πολλαπλές. Μέχρι το 1954 συνεχίζονται οι πανηγυρικές εκτελέσεις κομμουνιστών, με γνωστότερες αυτές των Μπελογιάννη-Πλουμπίδη. Όσοι από την αφρόκρεμα των αγωνιστών δεν έπεσαν στα πεδία των μαχών και δεν εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, βρίσκονται στις φυλακές, στις εξορίες μέσα κι έξω από την Ελλάδα, ή στην παρανομία. Μπορεί τα όπλα να μην ήταν πια παραπόδα, όμως, η καταδιωκόμενη Αριστερά ξεκίνησε πολύ γρήγορα την ανασυγκρότησή της, όχι σαν αίρεση, αλλά σαν κίνημα λαού, σε όλα τα επίπεδα. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αμερικάνοι κυβερνούσαν τη χώρα με σιδηρά πυγμή διά των προθύμων να τους υπηρετήσουν πολιτικών στους οποίους ανέθεταν ρόλους, από τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο ώς τον Γεώργιο Παπανδρέου, ελέγχοντας πλήρως τον στρατό, την αστυνομία-χωροφυλακή και το δικαστικό σώμα. Επίσης, με τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ διαμόρφωναν την άρχουσα οικονομική τάξη της χώρας, εξαρτημένη, μεταπρατική και υποστηρικτική της πολιτικής κάστας στην οποία ανατέθηκε η διακυβέρνηση της χώρας.

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν ήταν μόνο οργανωτική. Οργανωτικά, οδήγησε στην έκπληξη του 1958, όταν η ΕΔΑ, ουσιαστικά μετωπική οργάνωση του παράνομου ΚΚΕ, διευρυμένη από προοδευτικούς πολίτες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, απέσπασε το εντυπωσιακό 24,4% στις εκλογές, έβγαλε 79 βουλευτές και ανακηρύχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση!

Πολιτισμική αναγέννηση

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς ήταν εξίσου πολιτισμική. Μετά τον πόλεμο, σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας, είχε εκ νέου αναπτυχθεί αυθόρμητα η λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα, Μπακάλη, Παπαϊωάννου κ.ά., εκφράζονταν τα λαϊκά στρώματα σε όλη την Ελλάδα. Ο κατατρεγμός, η φτώχεια, οι διακρίσεις, η μετανάστευση, ο έρωτας, η βιοπάλη, το περιθώριο, καταγράφονταν μέσα από τα λαϊκά τραγούδια που στο σύνολό τους δίνουν την εναργέστερη κοινωνική εικόνα της εποχής. Παράλληλα, αναπτύσσονταν οι πολιτισμικές συνιστώσες της λόγιας παράδοσης και εισάγονταν αφομοιώσιμα στοιχεία από την ανατολική και δυτική Ευρώπη και την Αμερική, δημιουργώντας νέες συνθέσεις, νέα ρεύματα, νέες τεχνοτροπίες και νέες συνισταμένες.
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο ρόλος της Αριστεράς είναι καθοριστικός, γιατί η Αριστερά είναι φορέας ιδεών ανατρεπτικών, έχει ιδανικά, βρίσκεται σε συνεχή τριβή και αναζήτηση και είναι δραστήρια και δημιουργική. Κινητοποιεί όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και όλες τις κοινωνικές δυνάμεις και τα άτομα που αναζητούν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν. Η Αριστερά προσφέρει πρώτη ύλη, αλλά και πρόθυμους αποδέκτες της καλλιτεχνικής και πνευματικής παραγωγής.
Στον τομέα του πολιτισμού, από τα πιο αξιοσημείωτα είναι τρία εφαπτόμενα φαινόμενα που βάζουν τη σφραγίδα τους στην εποχή της ανασυγκρότησης: α) Η μελοποίηση των ποιημάτων, β) ο γάμος της λαϊκής τέχνης με την έντεχνη δημιουργία και γ) ο αρραβώνας των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών με τους σημαντικότερους εκπροσώπους μιας υπό διαμόρφωση αστικής κουλτούρας. Και αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν την πληρέστερη και διαρκέστερη έκφρασή τους -τρία σε ένα- μέσα από τον Επιτάφιο και τη μουσική που εν συνεχεία καθιερώθηκε να την αποκαλούμε έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

 

Αριστεροί και δεξιοί ψάλτες

Το 1960, για τη δημιουργία του Επιταφίου συντελούν -με όρους πολιτικούς- αριστεροί και δεξιοί «ψάλτες». Βασικοί πρωταγωνιστές ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος συνεπικουρούμενοι από τους Μάνο Χατζιδάκι, Νάνα Μούσχουρη, Μανώλη Χιώτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Τάκη Β. Λαμπρόπουλο.

Ο πρώτος Επιτάφιος ενορχηστρώνεται από τον Χατζιδάκι και ερμηνεύεται από τη Μούσχουρη στο ύφος του ελαφρού ευρωπαΐζοντος ελληνικού τραγουδιού. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, διευθυντή της Κολούμπια και σπουδαίο παραγωγό. Έτσι, συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο για τη δισκογραφία που ανοίγεται πολύ επιλεκτικά και προσεκτικά στο νέο για την Ελλάδα φορμάτ του δίσκου μακράς διαρκείας. Μέσα σε λίγες βδομάδες το ίδιο έργο ηχογραφείται ξανά με διαφορετική λογική και αισθητική, σε διαφορετική εταιρία δίσκων. Οι δεύτερες εκτελέσεις καινούργιων τραγουδιών που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών είναι ρουτίνα, αλλά στις 33 στροφές είναι τολμηρό. Ο δημιουργικός Λαμπρόπουλος το πραγματοποιεί. Ο δεύτερος Επιτάφιος έχει διαφορετικό καλλιτεχνικό σχήμα και προσανατολισμό.

Στη λαϊκή μουσική υπάρχει, με σημερινή γλώσσα, μια τεράστια βάση δεδομένων από την οποία μπορεί κάποιος γνώστης με ταλέντο να αντλήσει ανεξάντλητο υλικό για ανασύνθεση. Ο Λαμπρόπουλος, σαν σκηνοθέτης, κάνει το κάστινγκ του νέου εγχειρήματος και ζητάει από τον Χιώτη να αναλάβει τη μορφοποίηση των μελωδιών του Θεοδωράκη με τη συνδρομή του Μπιθικώτση. Ο Χιώτης δέχεται την πρόκληση και ο Μπιθικώτσης πείθεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όπως έχει ομολογήσει, ο συνθέτης του Τρελοκόριτσου αισθανόταν μάλλον άβολα με το είδος αυτό του τραγουδιού, που ήταν διαφορετικό από το ρεπερτόριό του. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Μπιθικώτσης ηχογραφεί, μεταξύ άλλων, τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου Επιτάφιου ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, η απήχησή του είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη χατζιδακική εκδοχή και έτσι ξεκινάει ένα ολόκληρο κίνημα μουσικής που γεννιέται από το πάντρεμα του λαϊκού στοιχείου με το λόγιο.

Αυτή η πρόσμειξη δεν είναι εντελώς πρωτότυπη, αλλά έχει σημαντικά καινούρια χαρακτηριστικά. Έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις με το Γαρύφαλλο στ’ αφτί ο οποίος ,μάλιστα, ταυτόχρονα με τον Επιτάφιο, κάνει παγκόσμιο χιτ με τα Παιδιά του Πειραιά, αλλά εν γένει τα κομμάτια του σκόπιμα απέχουν υφολογικά από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Ακόμα και οι διασκευές των ρεμπέτικων από τον Χατζιδάκι είναι σε ορχηστρική μορφή και ξεφεύγουν από το λαϊκότροπο παίξιμο.

Ο ρόλος του Μανώλη Χιώτη

Ο Μίκης υιοθετεί πιο λαϊκές φόρμες, πιο κοντά στο κυρίαρχο είδος του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Επειδή δε ο ίδιος έχει δυτική μουσική παιδεία και δεν γνωρίζει καλά-καλά το ιδίωμα, αναλαμβάνει ο Χιώτης την «προσαρμογή», ένας από τους πληρέστερους καλλιτέχνες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο Λαμπρόπουλος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Χιώτης είναι ανοιχτών οριζόντων και ρηξικέλευθος, έχοντας ήδη κάνει μία επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, αντικαθιστώντας το τρίχορδο μπουζούκι με το τετράχορδο, εισάγοντας νέους ρυθμούς και εμφανιζόμενος όρθιος στην πίστα αντί καθιστός -ως είθισται- στην καρέκλα του πάλκου. Είναι εξαίρετος συνθέτης ρεμπέτικων, λαϊκών και ελαφρών τραγουδιών και μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με δικό του ήχο και στυλ. Δηλαδή, ο καταλληλότερος μουσικός για να μπορέσει ο Θεοδωράκης να βρει έναν καινούργιο δρόμο εντάσσοντας τις θαυμάσιες μελωδίες του στο δημοφιλέστερο είδος μουσικής το οποίο όμως δεν κατέχει. Ακούγοντας τις εισαγωγές και τα σόλο του Χιώτη, στα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη, αντιλαμβάνεται κανείς το ρόλο του στη διαμόρφωση του τελικού ακούσματος. Τα «λαϊκοποιεί» διατηρώντας την «ελαφρότητα» που είναι πλησιέστερη στην αισθητική του Θεοδωράκη. Στα τραγούδια του Μίκη, στους δίσκους Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Λιποτάκτες, Πολιτεία και στις πρώτες συναυλίες στο «Κεντρικόν», το 1961, ο Μανώλης Χιώτης βάζει τη σφραγίδα του προτού παραδώσει τη σκυτάλη στο δίδυμο Κώστα Παπαδόπουλου-Λάκη Καρνέζη και στον άλλο μεγάλο συνθέτη και βιρτουόζο Γιώργο Ζαμπέτα. Αλλά, πολύ σημαντικός στη διαμόρφωση του νέου ήχου, χάρη στον Λαμπρόπουλο, είναι και το μεγαθήριο της εποχής Στέλιος Καζαντζίδης, που ερμηνεύει τραγούδια του Μίκη μαζί με την παρτενέρ του Μαρινέλα, ενώ ο Χιώτης έχει κοντά του τη Μαίρη Λίντα.

 

(Σκίτσο του Μποστ – Για τη συναυλία του Μ. Θεοδωράκη στο «Κεντρικόν»,  1961)

 

Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και ποιητές

Πολλά τραγούδια του Θεοδωράκη έχουν πολιτικό υπόβαθρο, κάτι που δεν συμβαίνει με τα τραγούδια του Χιώτη ή του Χατζιδάκι. Ο Μίκης έχει ξεκινήσει συνθέτοντας για πιάνο και βιολί, αλλά η κλασική ή κλασικίζουσα μουσική δεν βοηθάει την επικοινωνία με πλατιά κοινωνικά στρώματα, ούτε τη διάδοση των πολιτικών ιδεών της Αριστεράς. Ο δρόμος που στρώνει ο Λαμπρόπουλος με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση είναι φαρδύτερος και διεισδυτικότερος. Και, βέβαια, ο θαυμάσιος Ρίτσος προσφέρεται για λαϊκά τραγούδια γιατί γράφει (και) απλά και κατανοητά.
Ο Μίκης έπεται του Χατζιδάκι και στη μελοποίηση ποιημάτων. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, η μελοποίηση των ποιημάτων ακολουθεί το ρεύμα των Γάλλων τροβαδούρων, Λεό Φερέ, Μπρασένς κ.ά. που μελοποιούν ποιήματα των Ρεμπό, Μποντλέρ, Βιγιόν, Απολινέρ, Αραγκόν, Βερλέν κ.λπ. Εξάλλου, το έδαφος είναι πολύ πρόσφορο γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη και σημαντική εντόπια ποιητική παραγωγή. Γι’ αυτό, αρχής γενομένης, το πετυχημένο έργο του Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο και τα τραγούδια που ακολουθούν, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και το κυματάκι εξελίσσεται σε ρεύμα.
Έτσι, όχι μόνο μελοποιούνται δημοσιευμένα ποιήματα, αλλά ορισμένοι ποιητές μπαίνοντας στο χορό γράφουν στίχους που προορίζονται εξ αρχής για τραγούδια. Πρωτοστατούν οι ποιητές από την Αριστερά, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Γιάννης Θεοδωράκης και ο Κώστας Βίρβος ο οποίος έχει ήδη σπουδαία συμμετοχή στο λαϊκό τραγούδι. Δραπετσώνα, Καημός, Βράχο-βράχο, Το Σαββατόβραδο κ.λπ. είναι τα τραγούδια που καθιερώνουν τον Μίκη Θεοδωράκη και συμπαρασύρουν συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και εταιρίες σ’ αυτή τη νέα λεωφόρο. Δεν είναι όλα τα τραγούδια του σε λαϊκούς δρόμους, αλλά τα τραγούδια σε ζεϊμπέκικους και χασάπικους ρυθμούς με μπουζούκια και μικρές λαϊκές ορχήστρες δίνουν το χρώμα και το στίγμα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ούτε όλοι οι συνθέτες και οι στιχουργοί/ποιητές προέρχονται από την Αριστερά: Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Κώστας Βάρναλης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μποστ, Γιάννης Νεγρεπόντης, Ιάκωβος Καμπανέλης, Ερρίκος Θαλασσινός, Μιχάλης Κατσαρός, Νότης Περγιάλης, Άκος Δασκαλόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Σπανός, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Λοΐζος, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιάννης Γλέζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Λουκιανός Κηλαϊδόνης, Θάνος Μικρούτσικος κ.ά., δημιουργούν το νέο ήχο του ελληνικού τραγουδιού που έχει τη βάση του -λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον δημιουργό- στο κλασικό λαϊκό τραγούδι και εξελίσσεται, παράλληλα, μ’ αυτό μεταφέροντας τα ποιήματα (ακόμα και του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Πάμπλο Νερούδα, του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ή του Ναζίμ Χικμέτ) από σπίτι σε σπίτι.
Όλοι υιοθετούν τους λαϊκούς δρόμους, τις ενορχηστρώσεις, το ύφος, αλλά και θέματα όπως η μετανάστευση και η φτώχεια που μόνο οι λαϊκοί τραγουδοποιοί είχαν μέχρι τότε θίξει. Πάντως, σταδιακά, αποκαθίσταται μια ισορροπία ανάμεσα στο λαϊκό ιδίωμα και την μπαλάντα χωρίς ποτέ οι δημιουργοί του έντεχνου να πάψουν να γράφουν λαϊκά τραγούδια, τουλάχιστον μέχρι το 1974, ασκώντας με τη σειρά τους επιρροή και στους κλασικούς λαϊκούς συνθέτες, όπως ο Απόστολος Καλδάρας και ο Άκης Πάνου.

Καλλιτέχνες κόντρα στο διχασμό

Ενώ, λοιπόν, στη δεκαετία του ’60, το πολιτικό κλίμα είναι βαρύ, αριστεροί κόντρα σε δεξιούς ή δεξιοί κόντρα σε αριστερούς, η πραγματικότητα στις τέχνες είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα, το ψυχροπολεμικό κλίμα είναι εν μέρει αληθινό, ως κατάλοιπο των πληγών του εμφυλίου, και εν μέρει τεχνητό, ως αποτέλεσμα των συστηματικών διώξεων κατά της Αριστεράς από την εξουσία και της καλλιεργούμενης έντασης από το παρακράτος που απεργάζεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την ανακοπή της επιρροής της Αριστεράς στην πολιτική και τον πολιτισμό. Σ’ αυτή τη σκοπούμενη παράταση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, αντιδρούν πολλοί καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι, όπως φαίνεται πολύ ανάγλυφα από τα τεκταινόμενα στο ελληνικό τραγούδι. Τα τραγούδια είναι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αποτέλεσμα συνεργασίας συντελεστών που δεν ανήκουν στο ίδιο πολιτικό και ιδεολογικό στρατόπεδο. Συνθέτες, στιχουργοί, ζωγράφοι και παραγωγοί, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης και ιδεολογικών πεποιθήσεων, συνεργάζονται αρμονικά και φτιάχνουν αριστουργήματα. Τους ενώνει, συχνά από διαφορετική σκοπιά, η τάση και η επιθυμία να συνεχίσουν την προπολεμική προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας εθνικής λαϊκής τέχνης με διεθνή χαρακτηριστικά, έχοντας κατ’ αρχήν συμφωνήσει ότι κοινή τους γλώσσα είναι η δημοτική, ενώ στα σχολεία διδάσκεται αυστηρά η καθαρεύουσα και η νομοθεσία και τα δημόσια έγγραφα είναι επίσης στην καθαρεύουσα. Συμφωνούν επίσης στη σημασία της παράδοσης και χρησιμοποιούν σαν βάση το ρεμπέτικο και δη το μεταπολεμικό λαϊκό, παρ’ όλο που προβάλλονται επιφυλάξεις, ενστάσεις έως και σοβαρές αντιρρήσεις που φτάνουν στην πλήρη άρνηση.
Μέσα από τα έντυπα της Αριστεράς, κυρίως την Επιθεώρηση Τέχνης, γίνονται οξύτατες αντιπαραθέσεις, γιατί κάποιοι θεωρούν τους λαϊκούς καλλιτέχνες λούμπεν και τη λαϊκή μουσική κακής ποιότητας. Αντιδράσεις εκδηλώνονται και από μερικούς καταξιωμένους ποιητές που στο πρώτο άκουσμα δυσκολεύονται να χωνέψουν το συνταίριαγμα των βαθυστόχαστων και λυρικών ποιημάτων τους με τους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου και τους ήχους που παράγει το μπουζούκι. Αλλά η απήχηση των μελοποιημένων ποιημάτων και η επιμονή του Θεοδωράκη ο οποίος νιώθει ότι έχει βρει μια πλούσια φλέβα χρυσού, επιδρούν καταλυτικά και σταδιακά αίρονται οι αισθητικές ή πολιτικές επιφυλάξεις. Ομοίως, μέσα από τη συνεργασία και τη ζύμωση νέων μορφών έκφρασης λειαίνεται ο εθνικός διχασμός. Η βαθύτερη επιθυμία για μία τέχνη προσιτή στο λαό και ταυτόχρονα σύγχρονη, προοδευτική, λόγια και ανοιχτή σε άλλες μορφές έκφρασης, εκπληρώνεται συνδυαστικά.

Εν αναμονή

Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, της οικογένειας των πολυκαταστημάτων Αφοι Λαμπρόπουλοι, στο σπίτι του οποίου είδα αναρτημένα στο τοίχο τα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα της Ρωμιοσύνης και του Άξιον Εστί, και ο έτερος των καινοτόμων Αλέκος Πατσιφάς, ιδιοκτήτης της ΛΥΡΑ, είναι αστοί που δεν έχουν ταμπού και προκαταλήψεις. Αυτοί οι επιχειρηματίες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για να ευδοκιμήσει το ελληνικό τραγούδι. Στη ΛΥΡΑ, σχεδόν όλοι, από τον τον υπεύθυνο πωλήσεων και τους λογιστές ώς τους παραγωγούς ανήκουν στον προοδευτικό χώρο. Θυμάμαι τον Κώστα Ασωνίτη, υπεύθυνο της αποθήκης, που είχε πολλά χρόνια φυλακής στην πλάτη του, αλλά και τον άτυπο υποδιευθυντή Τάκη Τσίρο που την επομένη της 17ης Νοεμβρίου 1973, με κάλεσε κρυφά στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, για να αφηγηθώ με γυρισμένη την πλάτη σε τηλεοπτικό συνεργείο του BBC όσα είχαν διαδραματιστεί κατά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο. Στις τέχνες, φωτισμένοι αστοί και αριστεροί πάλευαν από κοινού για τον πολιτισμό που η μεταπρατική εξουσία αντιμετώπιζε με φόβο, απέχθεια και διώξεις. Αριστεροί και δεξιοί καλλιτέχνες ένωναν τις δυνάμεις τους, με βάσεις στη λαϊκή κουλτούρα και μεταφορές και υιοθεσίες από τα σύγχρονα ρεύματα, όπως ο Κάρολος Κουν στο θέατρο, η Ραλλού Μάνου στο χορό και ο Νίκος Κούνδουρος ή αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον κινηματογράφο. Πάμπολλοι ζωγράφοι, χαράκτες και γραφίστες συμμετέχουν στη δισκογραφία φιλοτεχνώντας εξαίσια τα εξώφυλλα δίσκων. Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Σπύρος Βασιλείου, Δημήτρης Μυταράς, Γιώργος Σταθόπουλος, Βάσω Κατράκη, Τάσσος, Μποστ, Μίνως Αργυράκης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αλέξης Κυριτσόπουλος κ.ά.

Είναι η εποχή που διανούμενοι και καλλιτέχνες, από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία μιας κουλτούρας εθνικής, προοδευτικής, σύγχρονης και λαϊκής. Στην ποίηση, τη μουσική, τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική, το χορό, το θέατρο, το σινεμά, σε όλα. Κουλτούρας που άφησε σπουδαία κληροδοτήματα, αλλά τσαλαπατήθηκε από την γραφειοκρατικοποίηση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, και κυρίως από την ξενοδουλεία, την απληστία και τον ξεπεσμό της κυρίαρχης Δεξιάς που υποτίμησε την παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά και της όψιμης σοσιαλδημοκρατίας που εξαγόρασε συνειδήσεις και έδωσε τη χαριστική βολή.
Αυτά, εν αναμονή της επόμενης -μη εισέτι διαφαινόμενης- πολιτιστικής επανάστασης την οποία, πριν απ’ όλους, χρειάζεται η ίδια η Αριστερά.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  :

 φ. 33, 2 Οκτωβρίου 2010 
 

Κρίση, με πιάνει κρίση

Κρίση, με πιάνει κρίση

Παλιά, η φτώχεια είχε… πλούσιο ρεπερτόριο. Σήμερα, ο νεοπλουτισμός παραμένει ακόμα τόσο ισχυρός, που η οικονομική κατάρρευση ελάχιστα έχει αγγίξει τα νέα τραγούδια.
Κάτι άλλαξε στα τραγούδια. Η οικονομική κρίση, η νέα φτώχεια και η καταπολέμησή της δεν ανιχνεύονται μέσα στις στροφές τους. Γι’ αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκήρυξε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού παροτρύνοντας νέους δημιουργούς να καλύψουν αυτή την έλλειψη που παρατηρείται και στην Ελλάδα αν και έχει μεγάλη παράδοση τραγουδιών για τη φτώχεια και τις συνέπειές της.

«Τι να γίνει, Πολυξένη; Το δολάριο ανεβαίνει, το δολάριο κατεβαίνει, η ζωή μας ακριβαίνει, πάρε φάβα και κρεμμύδια, και θα φάει απ’ τα ίδια όλη μας η φαμελιά» τραγουδούσε ο Ζαμπέτας. Ενώ τώρα, με όλους τους οικονομικούς δείκτες στο κόκκινο, οι λέξεις κρίση, φτώχεια, φτωχολογιά, φτωχοκόριτσο, φτωχός, φτωχαδάκι, φτωχόπαιδο, φτωχομάνα, φτωχόσπιτο, φτωχογειτονιά, φτωχολόι, μπατίρης, άφραγκος, ρέστος, ταπί, άνεργος κ.λπ., που ήταν συνηθισμένες στα τραγούδια τουλάχιστον μέχρι το 1980, στα σημερινά αναφέρονται πολύ σπάνια.

«Τα φράγκα κάνανε φτερά, για μένα δεν υπάρχουν και όμως άλλοι, φίλε μου, με το τσουβάλι τα ‘χουν… Κοιτώ την άδεια τσέπη μου και βαριαναστενάζω, κι αν είναι έτσι, σίγουρα, τη βγάζω δεν τη βγάζω» (Μπ. Μπακάλης).

Τα λογοκριμένα

Παλιότερα η φτώχεια στο λαϊκό τραγούδι σπάνια είχε συγκεκριμένες πολιτικές αιχμές, γιατί η κρατική λογοκρισία δεν άφηνε να περάσει οτιδήποτε μεμφόταν την εξουσία ή ξεσήκωνε τον εργαζόμενο λαό. Από τη μεταξική δικτατορία, με αιτία και πρόσχημα τα χασικλίδικα τραγούδια, η λογοκρισία εδραίωσε τον ασφυκτικό κλοιό της κόβοντας ό,τι ήταν ενοχλητικό. Κι αυτή η πρακτική συνεχίστηκε μεταπολεμικά υπό καθεστώς δημοκρατίας.

Ομως η φτώχεια ήταν εκτεταμένη και οι δημιουργοί δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν. Αναζητούσαν λοιπόν τεχνάσματα για να ξεπερνούν τα λογοκριτικά εμπόδια. Συνήθως, μεταμφίεζαν τα τραγούδια για τη φτώχεια σε ερωτικά! Έτσι, κυκλοφόρησαν πάρα πολλά τραγούδια. Φτώχεια και έρωτας, φτώχεια και μετανάστευση, φτώχεια και φιλότιμο, φτώχεια και διασκέδαση, φτώχεια και περηφάνια, φτώχεια και ταξικές διαφορές! «Το χρήμα μάς χωρίζει δυστυχώς, εσύ είσαι πλούσια κι εγώ φτωχός» (Χ. Κολοκοτρώνης).

Τα τραγούδια για τις δυσκολίες που δημιουργεί η έλλειψη χρημάτων στην καθημερινή επιβίωση και τις ανθρώπινες σχέσεις είναι αμέτρητα. Ισως παραπάνω από τα μισά να γράφτηκαν και να τραγουδήθηκαν από το 1948 ώς το 1960. Τραγούδια φτώχειας, μόχθου και μοίρας που προηγούνται χρονικά των αντίστοιχων ινδικών που φτάνουν μέσα από ταινίες όπως «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» και τα οποία φέρνουν τον λαό της μιας χώρας κοντά στον λαό της άλλης πρώτη φορά ύστερα από την «επίσκεψη» του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία πριν από 2.300 χρόνια!

Ολοι οι μεγάλοι συνθέτες έχουν συνεισφέρει με τέτοιου είδους τραγούδια, ελαφριά και βαριά. Τούντας, Νταλγκάς, Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης, Δερβενιώτης, Περιστέρης, Χρυσίνης, Καραμπεσίνης, Καλδάρας, Χατζηχρήστος, Παπαϊωάννου, Σούκας, Μουσαφίρης, Κουγιουμτζής κ.λπ. με υλικό από στιχουργούς πρώτης εθνικής κατηγορίας (Βίρβος, Μάνεσης, Βασιλειάδης, Παπαγιαννοπούλου, Κοφινιώτης, Πυθαγόρας, Χριστοδούλου, Παπαδόπουλος κ.ά.) και φωνές με λαϊκό μέταλλο (Τάκης Μπίνης, Ρένα Ντάλλια, Σεβάς Χανούμ, Στέλλα Χασκίλ, Περπινιάδης, Πόλυ Πάνου, Παγιουμτζής, Τσαουσάκης, Τζουανάκος, Αγγελόπουλος, Αναγνωστάκης, Διονυσίου, Μητροπάνος, Νταλάρας κ.ά.). Από το μοιρολατρικό «Αφού γεννήθηκα φτωχός» ώς το αισιόδοξο «Γεια σου, λεβεντιά μου φτώχεια».

Απ’ όλους τους τραγουδιστές, αυτός που ταυτίστηκε απόλυτα με τη φτωχολογιά είναι ο Καζαντζίδης. Οχι μόνο λόγω ρεπερτορίου, αλλά και ύφους, ποιότητας ερμηνείας και τρόπου ζωής που διαλαλούσε το κοινωνικό πρόβλημα και εδραίωνε το δικαίωμα των μη προνομιούχων στη ζωή. Ο Καζαντζίδης έγινε η φωνή της άλλης Ελλάδας, της αποκλεισμένης από τον πλούτο και την εξουσία. Μόνο αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει με κύρος ένα βαρύ τραγούδι απελπισίας και διαμαρτυρίας που λέει «ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται».

Από το ’60 και μετά, τραγούδια για τη φτώχεια γράφονται κι από τη νέα φουρνιά των λόγιων δημιουργών που παίρνουν με επιτυχία σκυτάλη από τους λαϊκούς καλλιτέχνες. Τα πιο ωραία λαϊκά του Μίκη Θεοδωράκη, όπως τα «Δραπετσώνα» και «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, εκθειάζουν τη φτωχολογιά, εξ αριστερών, με μεγάλη δόση ρομαντισμού. «Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι» και «Απονη ζωή… το κρίμα μας βαρύ, μας γέννησες φτωχούς», γράφει το 1963 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, και το ’66, «Σφύριζαν πλοία, μετανάστες φεύγαν… στην παραλία οι μανάδες κλαίγαν για το φτωχομάνι, τη χαμοζωή» σε μουσική του Χρήστου Λεοντή. Κι από κοντά ο Ζαμπέτας «Φτωχομάνα γειτονιά» σε στίχους του Γιάννη Κακουλίδη.

Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, το 1967, η λογοκρισία σφίγγει τα λουριά. Οσα περιέχουν «ακατάλληλες» λέξεις ή νοήματα, παλιά ή καινούρια, απαγορεύονται ή τροποποιούνται, όπως το τραγούδι του Ακη Πάνου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια μακριά απ’ τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια» που γίνεται «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια να ‘ρθουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια» και ηχογραφείται εκ νέου με τη Βίκυ Μοσχολιού! Ο Πάνου, την επόμενη φορά, χρησιμοποιεί ένα εύρημα για να ξεπεράσει τον σκόπελο. Κόβει τις λέξεις σε σημείο που ο λογοκριτής δίνει έγκριση, μην καταλαβαίνοντας ότι οι «περικοπές» στο χαρτί αποκρύβουν τη σημασία του μηνύματος στην ακρόαση.

«Απεργία λοιπόν, απεργία»

«Αυτός που κλε- ένα καρβέ- κι ύστερα τρέχει, κύριε Πρό- δεν είναι κλέ- σεσημασμέ, πέντ’ έξι μή- ένα ψωμί… δικαίως έχει φασκελωμέ- την κοινωνί- τη χαλασμέ». Στη μεταπολίτευση, χρησιμοποιεί ξανά αυτό το τρικ για να φτιάξει άλλο ένα τραγούδι («Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά-»), που περιγράφει τη φτώχεια και την ανέχεια που ήταν κοινός παρονομαστής των λαϊκών γειτονιών στις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Και όχι μόνο τότε.

Στα κωμειδύλλια και τα μελοδράματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι ηθοποιοί τραγουδούν «Απεργία λοιπόν απεργία, παρατήστε παιδιά τη δουλειά/ ωφελεί καθώς λεν στην υγεία πού και πού λιγοστή τεμπελιά» και ο Αττίκ, το 1920, «Ποιος φταίει αν είναι στη γη δυστυχείς; Το χρήμα! Το χρήμα!», μέχρι να έρθει ο Βαμβακάρης με συχνές σταράτες αναφορές στη φτώχεια και την αδικία. «Οσοι έχουνε πολλά λεφτά, να ‘ξερα τι τα κάνουν/ άραγε σαν πεθάνουνε, βρε αμάν, μαζί τους θα τα πάρουν;»

Προπολεμικά, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον τα τραγούδια που γράφονται από Ελληνες στις ΗΠΑ αναφορικά με τη μεγάλη κρίση του 1929-30. «Τι θα κάνουμε, βρε φίλοι, στην κατάστασιν αυτήν, που χαμένοι πάμε όλοι εδώ στην Αμερικήν. Οπου φτώχεια έχει πέσει και δε βρίσκομε δουλειά και τα έξοδα δεν βγαίνουν και τραβούμε συμφορά» τραγουδάει ο Γιώργος Κατσαρός, μετανάστης από την Αμοργό.

Κι ενώ αυτό το είδος τραγουδιού συμπιέζεται επί χούντας, στη μεταπολίτευση μια νέα αριστερής υφής καλλιτεχνική αντεπίθεση επαναφέρει πανηγυρικά τη θεματολογία στο ελληνικό τραγούδι, με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Μαρκόπουλο («Οταν οι εργολάβοι κι όλα τα γραφεία δεν δίνουνε δουλειά, σημαίνει ανεργία», «Εμείς είμαστε το αίμα, εμείς είμαστε φωτιά/ εμείς είμαστε οι εργάτες, χτίζουμε εμείς τη λευτεριά» κ.ά.), τον Μάνο Λοΐζο και τον Φώντα Λάδη («Στους δρόμους της Αθήνας φέιγ-βολάν μοιράζουν, εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε»), τον Δήμο Μούτση και τον Γιώργο Σκούρτη («Σαν οι εργάτες απεργήσουν και στους δρόμους κατεβούν/ κι άμα ακόμα τους λυγίσουν, πάλι νικητές θα βγουν»), τον Ηλία Ανδριόπουλο και τον Μιχάλη Μπουρμπούλη («Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει/ εμείς που ζήσαμε φτωχοί/ του κόσμου η βροχή δεν μας πειράζει») και άλλοι, με ερμηνευτές τον Λάκη Χαλκιά, τη Σωτηρία Μπέλλου κ.λπ.

Την ίδια εποχή, με τη λεγόμενη «αναβίωση» του ρεμπέτικου, όλα τα τραγούδια για τη φτώχεια επανέρχονται στο προσκήνιο. Εργάτες, τεχνίτες, αγρότες, αλλά και διανοούμενοι, φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες συνδιασκεδάζουν στα ρεμπετάδικα, τις ταβέρνες και τα κέντρα διασκέδασης με μια ισχυρή δόση αισιοδοξίας. «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, θέλει αγάπη και κρασί… για να ‘ναι η ζωή χρυσή…» (Ι. Βέλλα-Ο. Λάσκου).

Κι όμως, ενώ τα παλιά τραγούδια παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή μέχρι σήμερα (τραγουδιούνται παντού και μοιράζονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες από τις εφημερίδες και τα περιοδικά), τα τελευταία χρόνια, οι σύγχρονοι δημιουργοί σπάνια θίγουν θέματα φτώχειας και οικονομικής δυσπραγίας.

Τι συνέβη άραγε; Επαψε να υπάρχει φτώχεια ή για κάποιους λόγους έπαψε να συγκινεί δημιουργούς, ερμηνευτές και ακροατές; Εγιναν όλοι πλούσιοι ή έγινε ντεμοντέ η αναφορά στη φτώχεια; Το σίγουρο είναι ότι έγιναν πλούσιοι οι δημοφιλείς τραγουδιστές και κανένας πια δεν αισθάνεται άνετα να τραγουδάει για φτώχειες και μπατιρήματα. Οι τραγουδιστές δεν κατοικούν πια στις λαϊκές γειτονιές. Αλλαξαν κοινωνικό στάτους, άλλαξαν παρέες, άλλαξαν τα γούστα τους.

«Ο κόσμος τώρα εκτιμά μονάχα τους παράδες, κι όσους δεν έχουνε λεφτά τους λένε φουκαράδες. Αν σε δουν να πιάσεις φράγκα, θα σε πουν νταή και μάγκα, κι αν δεν το ‘χεις το αρζάν θα σου πουν αλέ-βουζάν!» (Ι. Τατασόπουλου-Ν. Ρούτσου).

[Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού, με τους Τάκη Μπίνη, Στέλλα Χασκήλ, Στελλάκη Περπινιάδη και τον συνθέτη Γιάννη Τατασόπουλο, από το 1950.]

 

Αλλαξαν και οι γειτονιές. Αλλαξαν και οι φτωχοί. Μια γενική άνοδος του βιοτικού επιπέδου και μια νέας μορφής φτώχεια. Υπαρκτή, αλλά άφαντη. Η φτώχεια δεν είναι πια καμάρι, είναι μόνο ντροπή. Ούτε οι φτωχοί θέλουν να ακούνε για φτώχεια.

Οι νεόπτωχοι δεν είναι σαν τους φτωχούς παλαιάς κοπής. Δεν έχουν το ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον. Η φτώχεια δεν συνδέεται με ωραία στοιχεία της λαϊκής ζωής. Η αδυναμία συμμετοχής στην κατανάλωση και αποπληρωμής των δανείων επηρεάζει και τα αισθήματα. Γι’ αυτό και οι μη έχοντες παρηγοριούνται με βόλτες στα εμπορικά κέντρα. Φάτε, μάτια, ψάρια… Η σημερινή φτώχεια φέρνει στρες και περιθωριοποίηση σ’ ένα κλειστό διαμέρισμα, όχι σε μια κοινότητα συνύπαρξης και αλληλεγγύης.

«Τσιγάρο ατέλειωτο, βαρύ, η μοναξιά μου» τραγουδάει ο Σωκράτης Μάλαμας.

Ο πολιτισμός των λαϊκών ανθρώπων της παλιάς γειτονιάς με συνοχή, λεβεντιά, φιλότιμο, περηφάνια, ανθρωπιά, ταξική συνείδηση, λαϊκό τραγούδι και κουλτούρα γειτονιάς μεταλλάχθηκε. Αυξήθηκε ο ατομισμός, ο οχαδερφισμός και η εγκληματικότητα, που κάποτε στις φτωχές λαϊκές γειτονιές ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Θα βρει άραγε η νέα φτώχεια εκφραστές και ακροατήριο; Θα αναβιώσει μέσα από τα τραγούδια κάποια ανθρωπιά και μαχητικότητα; Θα αναζωογονηθεί η χαμένη αθωότητα και η διεκδίκηση περισσότερης δικαιοσύνης ή θα πελαγοδρομούμε στο κυνήγι ενός υπεσχημένου πομπώδους και ρηχού λάιφ στάιλ; Ζητήματα που το σύγχρονο τραγούδι αγγίζει διστακτικά, ενώ το τραγούδι του Κώστα Ρούκουνα, από το 1934, παραμένει πολύ επίκαιρο.

«Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση

που κάνανε τον άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει».

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά, Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Η ζωή του όλη

Η ζωή του όλη

Τα καλύτερα και δημοφιλέστερα τραγούδια του Ακη Πάνου προσφέρει από την ερχόμενη Κυριακή στους αναγνώστες της η «Κ.Ε.». Είναι η πρώτη φορά που μια εφημερίδα προσφέρει στους αναγνώστες της μια μεγάλη συλλογή τραγουδιών του Ακη Πάνου. Και είναι μια ευκαιρία να αντιληφθεί κανείς με τι υλικό κατάφερε ένας μικρόσωμος λαϊκός άνθρωπος με μπεζ ζιβάγκο μπλούζα, παντελόνι με τσάκιση, μαύρα παπούτσια λουστρίνια και διαπεραστικό βλέμμα να διαταράξει απρόσκλητος το καλλιτεχνικό στερέωμα και μέσα σε λίγα χρόνια να εδραιωθεί ανάμεσα στα μεγαθήρια της εποχής!

Ο Ακης Πάνου, έξω από τζάκια, κόμματα, κύκλους διανοουμένων, ΜΜΕ και κυκλώματα, φέρνει τα πάνω κάτω στη δισκογραφία με τα τραγούδια «Οταν σημάνει η ώρα», «Ρολόι-κομπολόι», «Θα κλείσω τα μάτια», «Η πιο μεγάλη ώρα», «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός», «Γιατί, καλέ γειτόνισσα», «Είδα τα μάτια σου κλαμένα», «Εγώ καλά σου τα ‘λεγα», «Πυρετός», «Για κοίτα με στα μάτια», «Στο σταθμό του Μονάχου», «Δεν κλαίω για τώρα», που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ πολλών άλλων στην κασετίνα με τα τρία CD που προσφέρει από την ερχόμενη Κυριακή (17, 24 και 31 Ιανουαρίου) η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Τραγούδια που χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία, βάθος, τρυφερότητα, ανεξαρτησία, αισθαντικότητα και αντισυμβατικότητα, σε υπερθετικό βαθμό αλλά με ακριβή αίσθηση του μέτρου, με λυρισμό και θαυμάσια ελληνικά.

«Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια, μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια. Θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει».

Κόντρα στο ρεύμα

Ο Ακης εμφανίζεται στο προσκήνιο του λαϊκού τραγουδιού αρκετά μεγάλος και ώριμος. Στο σινάφι είναι γνωστός από πολύ νωρίτερα σαν μουσικός και οργανοποιός, από τους καλύτερους, με σπάνια ειδίκευση στη διακόσμηση των μπουζουκιών με φιγούρες που φτιάχνει κόβοντας μικροχειρουργικά και συνθέτοντας λεπτεπίλεπτα «φύλλα» στρειδιών, δημιουργώντας πραγματικά έργα τέχνης.

Ως τραγουδοποιός αυτοπαρουσιάζεται σε μια εποχή που το κλασικό λαϊκό τραγούδι δέχεται μεγάλες ανταγωνιστικές πιέσεις από το λαϊκότροπο έργο των «έντεχνων» συνθετών που αντλούν πολύτιμη πρώτη ύλη από την πλούσια δεξαμενή της ελληνικής και ξένης ποίησης (Ελύτη, Βάρναλη, Αναγνωστάκη, Νερούδα, Λόρκα, Χικμέτ κ.ά.), αλλά και από μια ευφάνταστη γενιά λογοτεχνών που γράφουν στίχους για τραγούδια (Παπαδόπουλος, Ελευθερίου, Μύρης, Χριστοδούλου, Ιατρόπουλος, Λάδης κ.ά.). Οι συνθέτες (Ξαρχάκος, Μαμαγκάκης, Λεοντής, Λοΐζος, Γλέζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Σπανός, Ανδριόπουλος κ.ά.) ξεψαχνίζουν όλες τις ποιητικές συλλογές που φτάνουν στα χέρια τους ή βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων σε αναζήτηση στίχων κατάλληλων για μελοποίηση. Ακόμα και οι πιο παραδοσιακοί, όπως ο Καλδάρας με τη «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό Εσπερινό», εντάσσονται στο ρεύμα. Σ’ αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι από τις μεγάλες μορφές των λαϊκών στιχουργών (Παπαγιαννοπούλου, Βασιλειάδης κ.λπ.) μόνο ο Βίρβος παραμένει ζωντανός και επίκαιρος. Ομως, ο Ακης Πάνου δεν ακολουθεί το ρεύμα. Με τιμόνι το ταλέντο και σημαία την αλήθεια του ανοίγεται μοναχικά στο πέλαγος με το αυτοσχέδιο σκάφος του.

«Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, η ώρα που γεννιέται η ζωή. Η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου μαζί με τη δική μου αναπνοή».

Δεν τον φοβίζει ο σκληρός ανταγωνισμός. Είναι γεμάτος αυτοπεποίθηση και παραγωγικός. Και κυρίως αυτάρκης. Μέχρι το 1973, ηχογραφεί περίπου εκατό τραγούδια του που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών. Ολα με δικούς του στίχους και μουσικές. Γιατί θέλει να τα πει με τον δικό του τρόπο. Θα ήθελε να τα τραγουδάει κιόλας, αλλά δεν του φτάνει η φωνή του, ούτε τον βοηθάει η κακή κατάσταση των δοντιών του. Εξαιρώντας τον Καζαντζίδη, η έγνοια του πάντα ήταν αν οι ερμηνευτές των τραγουδιών του θα μπορούσαν να πιάσουν σε ικανοποιητικό βαθμό το ύφος, την αγωνία και τον καημό του.

«Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω…»

Από την αρχή είναι φανερό ότι βρίσκεται σε έναν διαρκή διάλογο με τον εαυτό του και την κοινωνία. Εναν διάλογο που πίστευε ότι δεν βγάζει πουθενά, αλλά ήταν απαραίτητος γιατί έδινε διέξοδο στον εσωτερικό του πνευματικό και συναισθηματικό αναβρασμό.

Τραγούδια αυτοβιογραφικά

«Δεν κλαίω που φεύγεις, δεν κλαίω για τώρα… Κλαίω την ώρα του γυρισμού, κλαίω την ώρα του σπαραγμού, κλαίω για την ώρα που δεν θα ‘χω πια ψυχή να σου πω σ’ αγαπώ».

Δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις στο λαϊκό τραγούδι όπου ο δημιουργός προσπαθεί να εκφράσει τόσο αυτοβιογραφικά το είναι του. Και όσοι συνθέτες το επιθυμούν είναι αναγκασμένοι -αφού οι περισσότεροι δεν γράφουν στίχους ή γράφουν λίγους- να καταφεύγουν στη συνδρομή των ποιητών οι οποίοι κατά κανόνα είναι αυτοαναφορικοί. Στις καλύτερες περιπτώσεις συνεργασίας, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η βούληση και η σκέψη του συνθέτη συμπίπτει ή είναι πολύ κοντά μ’ αυτήν του ποιητή έτσι ώστε ο ένας να συμπληρώνει τον άλλον. Ο Χατζιδάκις είναι πολύ κοντά με τον Γκάτσο και ο Θεοδωράκης με τον Ρίτσο, αλλά ακόμα και σ’ αυτές τις ιδανικές σχέσεις, ο συνθέτης με τον στιχουργό δεν ταυτίζονται πλήρως. Οι προσωπικότητες παραμένουν ξεχωριστές η μία από την άλλη, όποια πνευματική συγγένεια κι αν έχουν. Και, συχνά, το ποίημα που γίνεται τραγούδι δεν είναι ακριβώς το ίδιο, πριν και μετά. Η μελωδία, ο ρυθμός και η ενορχήστρωση διαφοροποιούν τις εικόνες, τις εντάσεις, τις υπογραμμίσεις, τα νοήματα και τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα. Στη διαδικασία της μελοποίησης το ποίημα συνήθως απομακρύνεται από τον ποιητή. Ο Ακης δεν βιώνει αυτό τον διχασμό. Η μουσική του δεν επιβάλλεται στα λόγια του, ούτε το αντίστροφο. Γράφονται μαζί. Γι’ αυτό με κάθε του τραγούδι εξομολογείται ανεμπόδιστα.

«Θέλω να τα πω, χωρίς να με ρωτήσεις. Θέλω να τα πω όπως υπάρχουν στο μυαλό… Θέλω να τα πω σαν να παραμιλώ».

Γράφοντας μουσική και στίχο, ο Ακης δεν παλεύει με τη σκέψη του άλλου. Δεν προσπαθεί να εκφραστεί μέσα από τον λόγο κάποιου άλλου φέρνοντάς τον στα μέτρα, την αισθητική και τις ανάγκες του. Είναι ο ίδιος ποιητής και μελοποιός. Τη δική του άποψη διατυπώνει, τη δική του έμπνευση επεξεργάζεται, με τη δική του σκέψη προσπαθεί να συμφιλιωθεί. Χρησιμοποιεί συνειδητά ως εργαλείο το τραγούδι, που η λειτουργικότητά του εξαρτάται από τη διεισδυτικότητά του στο ανώνυμο ακροατήριο, για να εκφραστεί ατομικά και να σχολιάσει -χωρίς να αφομοιωθεί- την κοινωνία που «αργοπεθαίνει μες στην ψευτιά, την αμαρτία και τα πάθη».

Ακόμα και οι δημιουργοί που γράφουν στίχους, όπως ο Τσιτσάνης, προσπαθούν να εκφράζουν σύνολα. Ο Ακης αντιθέτως προσπαθεί να είναι όσο πιο εσωτερικός γίνεται, ξέροντας βεβαίως ότι αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για τη διάδοση ενός καλού τραγουδιού. Και επιπλέον, οι λαϊκοί τραγουδοποιοί, ο Βαμβακάρης ή ο Μητσάκης που γράφουν μουσική και στίχο, επικεντρώνονται θεματικά κυρίως στο ερωτικό-συναισθηματικό τραγούδι.

«Εφτά νομά- δυστυχισμέ- σ’ ένα δωμά- φυλακισμέ-, δικαίως αγαναχτισμέ- και με τα πάντα αηδιασμέ-. Πώς τά’χεις έτσι μοιρασμέ- ντουνιά ψευτοπολιτισμέ-;»

Ο Ακης, καθισμένος σε μια αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα στην παμπάλαια μονοκατοικία της οδού Περδικάρη, στα Πατήσια, με ένα τσιγάρο μονίμως αναμμένο και ένα δικής του κατασκευής όργανο, κιθάρα ή μπουζούκι, παρά πόδα, στοχάζεται, ώρες ατελείωτες, και γράφει με στιλό ή γραφομηχανή τη συμπυκνωμένη σε μερικές στροφές σκέψη του για τον έρωτα, τα ένστικτα, τη φτώχεια, την ξενιτιά, την εγκατάλειψη, την απογοήτευση, την αδικία, τη σύγκρουση, τα λάθη, τον θάνατο και τη ζωή.

«Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στο στόμα και δεν νιώθεις πια τον φόβο κανενός. Δεν πονάει το ταλαίπωρο το σώμα όταν είσαι πεθαμένος ζωντανός».

Υμνος στον έρωτα

Η εκπληκτική σαφήνεια με την οποία εκφράζεται δεν αφαιρεί ίχνος από τον λυρισμό και την ευαισθησία του. Ούτε υπάρχουν ανεπεξέργαστες διατυπώσεις στον στίχο του, ο οποίος άλλοτε σε αγγίζει σαν τρυφερό χάδι κι άλλοτε σε διαπερνάει σαν μαχαιριά.

«Και τι δεν κάνω, την πικραμένη σου ζωή για να ζεστάνω κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω, κάθε στιγμή».

Ο απόλυτα ρεαλιστικός του στίχος, δεμένος με υπέροχες μελωδίες, είναι ένας ύμνος -σε πολλές παραλλαγές- στον αμόλυντο έρωτα που δεν διαρκεί και στην ουτοπία που δεν πιάνεται.

«Ασ’ τον τρελό στην τρέλα του, άσ’ τονε στ’ όνειρό του. Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε κι έφτιαξ’ ένα δικό του».

Από το 1973 ως το 1985, ο Ακης ηχογράφησε περίπου άλλα εκατό τραγούδια, εκ των οποίων τουλάχιστον τα μισά πάνω σε θέματα υπαρξιακά και κοινωνικά. Και στην τελευταία περίοδο της ζωής του, που έληξε πολύ τραγικά, συνεχίζει να γράφει, ακόμα και μέσα στη φυλακή, αλλά ηχογραφεί ελάχιστα.

«Η ζωή μου όλη», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Ο τρελός», «Θέλω να τα πω», «Χαροκόπου 1942-1935», «Πες μου, παππού» και πολλά άλλα (48 συνολικά), με ερμηνευτές τους Μπιθικώτση, Διονυσίου, Καζαντζίδη, Λύδια, Μοσχολιού, Πάνου, Μενιδιάτη, Κόκοτα, Βοσκόπουλο, Μητσιά, Νταλάρα κ.ά., συμπεριλαμβάνονται στην κασετίνα με τα τρία CD της προσφοράς της «Κ.Ε.». Μια συλλογή εξαιρετικής διαχρονικής αξίας.

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Φωνή λαού

Φωνή λαού

«Δυο πόρτες έχει η ζωή· άνοιξα μια και μπήκα· σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ‘ρθεί το δειλινό, από την άλλη βγήκα…» Αυτούς τους «κοινότοπους» στίχους της Παπαγιαννοπούλου ακούγαμε από τον Καζαντζίδη, τέλη δεκαετίας ’50, στην Κοκκινιά.

 Τραγούδια «βαριά». Απ’ τα οποία κάποια θα ακουστούν στις συναυλίες που είναι αφιερωμένες στη φωνή του, σε Αθήνα (18/9) και Θεσσαλονίκη (23/9).

Στις οικοδομές η λάσπη ανέβαινε ορόφους με τους ντενεκέδες. Τα παλικάρια με τα μουντζουρωμένα χέρια που ρίχνανε τα ζάρια στο τάβλι του καφενείου ήτανε παιδιά της γειτονιάς. Και η φυματίωση βασάνιζε ταλαιπωρημένους από την Κατοχή νοικοκυραίους. Σχεδόν κάθε σπίτι είχε μία ιστορία τραγική.

Με θύματα από τον Εμφύλιο και εξορισμένους στην άγονη γραμμή και στο «σιδηρούν παραπέτασμα», χιλιάδες ξεριζωμένοι από τις ορεινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού βρέθηκαν δίπλα στους μικρασιάτες πρόσφυγες που ακόμα δεν είχαν δώσει αντιπαροχή τα ασπρισμένα σπίτια τους στην Καισαριανή. Αυτό ήταν το ακροατήριο για το οποίο ο Καζαντζίδης τραγουδούσε λαϊκά, δημοτικά, αμανέδες και τούρκικα τραγούδια.

 

Ο πόνος έβρισκε έκφραση

«Γειτονιά μου αγαπημένη, κι αν οι μπόρες σε χτυπήσαν, τα χαμόγελα δεν σβήσαν· αντηχείς από τραγούδια σαν γυρνούν απ’ τη δουλειά παλικάρια και κοπέλες που δουλεύουνε σκληρά…»

Το συναίσθημα ξεχείλιζε. Η μάνα ήταν ιερή. Ο χωρισμός ήταν προδοσία και συντριβή. Γυναίκες και παιδιά βουρκώνανε βλέποντας ελληνικές και ινδικές ταινίες σε εκατοντάδες κινηματογράφους, οι νέοι ερωτεύονταν με όρκους αιώνιας πίστης που έφταναν σε αυτοκτονίες και φονικά. Οι κηδείες έμοιαζαν αρχαία τραγωδία, με κραυγές και μοιρολόγια.

Στις αλάνες, τα παιδιά παίζανε μπάλα, γκαζάκια και πετροπόλεμο. Στα λιμάνια και τους σταθμούς, μαυροντυμένες αποχαιρετούσαν τους «τυχερούς» που μετανάστευαν για τις φάρμες της Αυστραλίας και τις φάμπρικες της Γερμανίας με λευκά μαντίλια, ευχές και προσευχές.

Οι εργατικές διεκδικήσεις αντιμετωπίζονταν με βία και οι απόφοιτοι σχολείων και πανεπιστημίων χωρίς άμεμπτο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων αποκλείονταν από το Δημόσιο και υπηρετούσαν τη θητεία τους σκάβοντας λαγούμια στα σύνορα της χώρας…

Τραγουδώντας γι’ αυτά, ήταν τόσο μεγάλη η απήχηση του Καζαντζίδη, που οι δημιουργοί διάλεγαν τα θέματά τους όχι μόνο επειδή αντιστοιχούσαν στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά επειδή υπήρχε και ο γνήσιος εκφραστής της. Χωρίς τον Καζαντζίδη θα γράφονταν λιγότερα τραγούδια για την ξενιτιά, τη φτώχεια και τα βάσανα των ανθρώπων.

«Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις δίχως ελπίδα όπου γης είναι πατρίδα…»

Αυτά ήταν τα πολιτικά τραγούδια την εποχή της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας. Υπογράμμιζαν με τα πιο μελανά χρώματα τις συμφορές. Ταυτόχρονα έδιναν συνοχή στον κόσμο με βάση τα κοινά προβλήματα και τον ανακούφιζαν…

«Αυτοί που λένε πως είν’ ωραία η ζωή, δεν έχουν κάνει με τα βάσανα παρέα, δεν έχουν νιώσει αδικία τι θα πει κι έχουνε δίκιο για να λεν πως είν’ ωραία…»

Η αλήθεια αυτού του κόσμου που το αίμα του έβραζε από ζωή ή από ζόρι τροφοδοτούσε τα τραγούδια και ανύψωνε τον πόνο και τον αναστεναγμό σε ποίηση. Ποτέ δεν απασχόλησε τον Χρήστο Κολοκοτρώνη ή την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου τι σκέφτονταν οι πέρα από τον κοινωνικό φράχτη επικριτές των στίχων τους, όπως δεν απασχόλησε τον Βαμβακάρη ή τον Τζον Λι Χούκερ και τον Τζέιμς Μπράουν που έφτιαχναν με την ίδια «οχληρή» απλότητα τα «μαύρα» τραγούδια πολύ πριν αναγνωριστεί η αξία τους από λευκούς διανοούμενους που τα αξιολόγησαν και τα ενέταξαν στην αμερικάνικη κουλτούρα.

«Στα ξένα εργοστάσια, δουλεύω σαν το σκύλο, μανούλα μου κι αγάπη μου, λεφτά για να σας στείλω. Περνάω μέρες θλιβερές και νύχτες όλο κλάμα και τότε μόνο χαίρομαι, αχ, όταν λαβαίνω γράμμα…»

Καταλαβαίνει κανείς το χλευασμό της «άλλης πλευράς» γι’ αυτό το «γράμμα» που παίζεται με «τουρκομερίτικα» μπουζούκια και χορεύεται σε καπελειά που συχνάζουν οι βαρελόφρονες που τόσο αυτοσαρκαστικά πρωταγωνιστούν στις γελοιογραφίες του Αρχέλαου και του Χριστοδούλου.

Αναζητώντας πηγές αισιοδοξίας σε μαύρες μέρες, παρεξήγησαν τον Καζαντζίδη ως εκφραστή της μοιρολατρίας και στελέχη της αριστεράς. Αλλά, στη δεκαετία του ’50, οι άνθρωποι ούτε πολεμούσαν στο βουνό με την ελπίδα της νίκης, ούτε έχτιζαν τον σοσιαλισμό.

Ηταν ηττημένοι. Και η λογοκρισία ήταν αυστηρή. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, το τραγούδι να είναι «αισιόδοξο»! Εξάλλου, δεν είναι στο ίδιο πνεύμα, και σε μουσικές ανάλογου ύφους του Μίκη, η «Δραπετσώνα», το «Παράπονο», ο «Μετανάστης» και ο «Καημός» των εξαίρετων ποιητών της αριστεράς Τάσου Λειβαδίτη και Δημήτρη Χριστοδούλου;

Σ’ αυτό τα πλαίσιο, σπουδαίοι οργανοπαίχτες, ενορχηστρωτές, συνθέτες και στιχουργοί που δημιούργησαν τον κύριο όγκο του ρεπερτορίου του Καζαντζίδη υποβαθμίστηκαν ή αγνοήθηκαν:  Θ. Δερβενιώτης, Μπ. Μπακάλης, Γ. Λαύκας, Β. Καραπατάκης, Γ. Τατασόπουλος, Γ. Σταματίου, Γ. Καραμπεσίνης, Στ. Μακρυδάκης, Στ. Χρυσίνης, Α. Αθανασίου, Η. Ποτοσίδης, Γ. Παλαιολόγου, Δ. Γκούτης, Γ. Σαμολαδάς, Ι. Βασιλόπουλος, Η. Παπασιδέρης, Ν. Μουρκάκος, Ε. Ατραΐδης, Γ. Κλουβάτος, Στ. Βαρτάνης, Β. Βασιλειάδης, Ν. Πετρίδης κ.ά..

Προβλήθηκαν μόνο όσοι συνεργάστηκαν και με έντεχνους συνθέτες, όπως ο Κ. Βίρβος, η Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, ο Πυθαγόρας και οι σολίστες Κ. Παπαδόπουλος και Λ. Καρνέζης. Ετσι λειτούργησε το «σύστημα» με ευθύνη και των τραγουδιστών, του Καζαντζίδη μη εξαιρουμένου. Οι δε εταιρείες δεν πίστεψαν στη διαχρονική αξία του λαϊκού τραγουδιού. Απόδειξη ότι δεν κρατούσαν αρχεία και όλες οι ανατυπώσεις στη μεταπολίτευση έγιναν από δίσκους ιδιωτικών συλλογών!

 

Το τραγούδι απελευθέρωνε

«Αυτή η νύχτα μένει που θα ‘μαστε μαζί…»

Ο Καζαντζίδης οφείλει τη δημοτικότητά του και στην ερωτική πλευρά της ζωής και των τραγουδιών του, που περιλαμβάνουν συνθέσεις Καλδάρα, Τσιτσάνη, Μητσάκη κ.λπ. και επιτυχίες με ονόματα γυναικών, πολυπολιτισμικά: «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Φαράχ», «Μανώλια», «Μαρίνα»…

Ρούμπες, τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα, ρετσίνα, γλέντια και συντροφικότητα στη φτωχή Ελλάδα αντί για ηρεμιστικά χάπια που κάνουν θραύση στην ευημερούσα Δύση στη δεκαετία του ’50. Ηταν ξένη εδώ η προτεσταντική αισθητική και ηθική που συνιστούσε εγκράτεια και αποδοκίμαζε ως άξεστους ή αμαρτωλούς όσους εκφράζονταν αυθόρμητα και ανοιχτόκαρδα. Στην Ελλάδα, το τραγούδι ήταν συναισθηματικά απελευθερωτικό.

«Και σιδερένια να είχα καρδιά, θα είχε λιώσει σε τέτοια φωτιά…»

Στην αρχή της δεκαετίας του ’60, όταν τραγουδάει Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, ο Καζαντζίδης είναι στα φόρτε του με επιτυχίες που λιώνουν τις βελόνες του πικάπ από τη Θεσσαλονίκη και τη Στουτγάρδη ώς τη Μελβούρνη και το Πίτσμπουργκ. Κι αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι έντεχνοι δεν επενδύουν πάνω του. Παρόλο που οι ερμηνείες του είναι αξεπέραστες, σφραγίζει τα τραγούδια τους με τη δική του προσωπικότητα.

 

Ηξερε πώς να τα ερμηνεύσει

Ακούγοντας τα τραγούδια της «Καταχνιάς» του Λεοντή συνειδητοποιεί κανείς πόσο «ατυποποίητος» είναι ο Καζαντζίδης. Κλαίει εκεί όπου πρέπει να κλάψει, γελάει εκεί όπου πρέπει να γελάσει. Και στο «Πέλαγο είναι βαθύ» του Χατζιδάκι, η ερμηνεία του κεντάει όλα τα νοήματα του τραγουδιού με την πιο λεπτή ψυχική, διανοητική και καλλιτεχνική κλωστή.

Δύσκολα θα βρει κανείς σε παγκόσμιο επίπεδο έναν ερμηνευτή με όλα τα προσόντα του Καζαντζίδη, στον οποίο ανιχνεύονται ίχνη από την ανατολίτικη γλύκα του Ζεκί Μουρέν, τη χρωματισμένη εκφραστικότητα του Χάρι Μπελαφόντε, την αρχοντιά του Κάρλος Γαρδέλ, το βάθος της Ουμ Καλσούμ, τη μελωδικότητα του Νατ Κινγκ Κόουλ, το δυνατό πάθος της Τζάνις Τζόπλιν, την αμεσότητα του Μάρκου Βαμβακάρη, τη φωνητική καθαρότητα του Στράτου Παγιουμτζή, τη γοητεία του Μανώλη Χιώτη, την ψαλτική λιτότητα του Θρασύβουλου Στανίτσα, την αδιαλλαξία του Ακη Πάνου, τη μαγκιά του Στράτου Διονυσίου, τον πόνο της Ελένης Βιτάλη, τη θηλυκότητα της Χαρούλας Αλεξίου και το πείσμα ενός ξεροκέφαλου Πόντιου!

«Δεν με θαμπώνουν οι ουρανοξύστες, δεν με πλανεύουν πλούτη και λεφτά…»

Αυτό το πολυσύνθετο καλλιτεχνικό προφίλ δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό που τον κάνει να διαφέρει από το «σινάφι». Δεν προσπάθησε ποτέ να αρέσει σε όλους, όπως έκαναν οι φιλόδοξοι τραγουδιστές ακολουθώντας μόδες και λάιφσταϊλ. Δεν έκανε συμψηφισμούς με το ρεπερτόριό του (πότε λαϊκό-πότε μοντέρνο), δεν ελίχθηκε σε διαφορετικά ταμπλό (μία Μπουζούκια-μία Μέγαρο), δεν μετακόμισε στις ακριβές συνοικίες ούτε άλλαξε κοινωνικό περίγυρο. Εμεινε συνεπής σε έναν κόσμο μη προνομιούχων, τον οποίο δεν άφησε ποτέ έξω από την πόρτα. Είναι ο μόνος που η αντιδικία του με την εταιρεία τού στοίχισε πολυετή αποκλεισμό από τη δισκογραφία. Και είναι από τους πρώτους καλλιτέχνες παγκοσμίως που προσπάθησαν να φτιάξουν ανεξάρτητη εταιρεία.

Ακόμα και η εκδήλωση των γήινων αδυναμιών του υπογράμμιζε τη λαϊκή του υπόσταση. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η τελευταία φάση της ζωής του ελάχιστα διαφέρει από την πρώτη κι ας έχει μεσολαβήσει μισός αιώνας! Αφήνει, μάλιστα, θαυμάσια σύγχρονα τραγούδια, όπως αυτά των Τάκη Σούκα, Θανάση Πολυκανδριώτη, Βασίλη Παπαδόπουλου, Νίκου Λουκά κ.ά., που περιλαμβάνονται στο δίσκο «Ελεύθερος», το 1988.

Αυτή η οριοθετημένη στάση ζωής που ενσωματώνεται στις ερμηνείες του είναι ο ατομικός του κώδικας που δεν αντιγράφεται και τον καθιστά μοναδικό και ανεπανάληπτο. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι, μέχρι σήμερα, από τόσο πολλούς καλούς τραγουδιστές με καλό ρεπερτόριο και με τεράστια υποστήριξη από εταιρείες, κρατικούς φορείς και ΜΜΕ, κανένας άλλος δεν ανακηρύχτηκε από το λαό ισάξιός του!

Στέλιος Ελληνιάδης

 
 
Σημείωση :  Με πρωτοβουλία της Μαρινέλλας, θα πραγματοποιηθούν οι δύο συναυλίες αφιερωμένες στον Καζαντζίδη με τίτλο «Η φωνή ζει» σε Αθήνα (18/9, Καλλιμάρμαρο Στάδιο) και Θεσσαλονίκη (23/9, Καυταντζόγλειο Στάδιο) με σκοπό τα έσοδα να διατεθούν για την ανέγερση «Πτέρυγας Στέλιου Καζαντζίδη» στο Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών με Αναπηρία «Η Αρωγή». Θα τραγουδήσουν οι Χάρις Αλεξίου, Γλυκερία, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιώργος Νταλάρας και Πασχάλης Τερζής, με τη σκηνοθετική επιμέλεια του Σταμάτη Φασουλή. Τιμή εισιτηρίου 15 ευρώ.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009