Τέχνη και Αριστερά: 50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Τέχνη και Αριστερά:  50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Χιώτης, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης – Στην ηχογράφηση του «Επιτάφιου» (φωτογραφία: Τάκης Πανανίδης)
 

Η συμπλήρωση 50 χρόνων από την κυκλοφορία του Επιταφίου, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση του Γιάννη Ρίτσου δίνει την ευκαιρία για μια σύντομη και μερική καλλιτεχνοπολιτική ανασκόπηση της εποχής αυτής, που ανοίγει με την εντυπωσιακή επιτυχία της ενιαίας Αριστεράς στις εκλογές του 1958, σε πλήρη αντίθεση με την εξωφρενική πολυδιάσπασή της στις τωρινές εκλογές για την Αυτοδιοίκηση.

 

Ανασυγκρότηση της Αριστεράς

Η δεκαετία του ’50 είναι ασφυκτική για την Αριστερά. Οι συνέπειες της βαριάς ήττας του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-49 είναι πολλαπλές. Μέχρι το 1954 συνεχίζονται οι πανηγυρικές εκτελέσεις κομμουνιστών, με γνωστότερες αυτές των Μπελογιάννη-Πλουμπίδη. Όσοι από την αφρόκρεμα των αγωνιστών δεν έπεσαν στα πεδία των μαχών και δεν εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, βρίσκονται στις φυλακές, στις εξορίες μέσα κι έξω από την Ελλάδα, ή στην παρανομία. Μπορεί τα όπλα να μην ήταν πια παραπόδα, όμως, η καταδιωκόμενη Αριστερά ξεκίνησε πολύ γρήγορα την ανασυγκρότησή της, όχι σαν αίρεση, αλλά σαν κίνημα λαού, σε όλα τα επίπεδα. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αμερικάνοι κυβερνούσαν τη χώρα με σιδηρά πυγμή διά των προθύμων να τους υπηρετήσουν πολιτικών στους οποίους ανέθεταν ρόλους, από τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο ώς τον Γεώργιο Παπανδρέου, ελέγχοντας πλήρως τον στρατό, την αστυνομία-χωροφυλακή και το δικαστικό σώμα. Επίσης, με τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ διαμόρφωναν την άρχουσα οικονομική τάξη της χώρας, εξαρτημένη, μεταπρατική και υποστηρικτική της πολιτικής κάστας στην οποία ανατέθηκε η διακυβέρνηση της χώρας.

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν ήταν μόνο οργανωτική. Οργανωτικά, οδήγησε στην έκπληξη του 1958, όταν η ΕΔΑ, ουσιαστικά μετωπική οργάνωση του παράνομου ΚΚΕ, διευρυμένη από προοδευτικούς πολίτες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, απέσπασε το εντυπωσιακό 24,4% στις εκλογές, έβγαλε 79 βουλευτές και ανακηρύχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση!

Πολιτισμική αναγέννηση

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς ήταν εξίσου πολιτισμική. Μετά τον πόλεμο, σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας, είχε εκ νέου αναπτυχθεί αυθόρμητα η λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα, Μπακάλη, Παπαϊωάννου κ.ά., εκφράζονταν τα λαϊκά στρώματα σε όλη την Ελλάδα. Ο κατατρεγμός, η φτώχεια, οι διακρίσεις, η μετανάστευση, ο έρωτας, η βιοπάλη, το περιθώριο, καταγράφονταν μέσα από τα λαϊκά τραγούδια που στο σύνολό τους δίνουν την εναργέστερη κοινωνική εικόνα της εποχής. Παράλληλα, αναπτύσσονταν οι πολιτισμικές συνιστώσες της λόγιας παράδοσης και εισάγονταν αφομοιώσιμα στοιχεία από την ανατολική και δυτική Ευρώπη και την Αμερική, δημιουργώντας νέες συνθέσεις, νέα ρεύματα, νέες τεχνοτροπίες και νέες συνισταμένες.
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο ρόλος της Αριστεράς είναι καθοριστικός, γιατί η Αριστερά είναι φορέας ιδεών ανατρεπτικών, έχει ιδανικά, βρίσκεται σε συνεχή τριβή και αναζήτηση και είναι δραστήρια και δημιουργική. Κινητοποιεί όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και όλες τις κοινωνικές δυνάμεις και τα άτομα που αναζητούν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν. Η Αριστερά προσφέρει πρώτη ύλη, αλλά και πρόθυμους αποδέκτες της καλλιτεχνικής και πνευματικής παραγωγής.
Στον τομέα του πολιτισμού, από τα πιο αξιοσημείωτα είναι τρία εφαπτόμενα φαινόμενα που βάζουν τη σφραγίδα τους στην εποχή της ανασυγκρότησης: α) Η μελοποίηση των ποιημάτων, β) ο γάμος της λαϊκής τέχνης με την έντεχνη δημιουργία και γ) ο αρραβώνας των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών με τους σημαντικότερους εκπροσώπους μιας υπό διαμόρφωση αστικής κουλτούρας. Και αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν την πληρέστερη και διαρκέστερη έκφρασή τους -τρία σε ένα- μέσα από τον Επιτάφιο και τη μουσική που εν συνεχεία καθιερώθηκε να την αποκαλούμε έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

 

Αριστεροί και δεξιοί ψάλτες

Το 1960, για τη δημιουργία του Επιταφίου συντελούν -με όρους πολιτικούς- αριστεροί και δεξιοί «ψάλτες». Βασικοί πρωταγωνιστές ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος συνεπικουρούμενοι από τους Μάνο Χατζιδάκι, Νάνα Μούσχουρη, Μανώλη Χιώτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Τάκη Β. Λαμπρόπουλο.

Ο πρώτος Επιτάφιος ενορχηστρώνεται από τον Χατζιδάκι και ερμηνεύεται από τη Μούσχουρη στο ύφος του ελαφρού ευρωπαΐζοντος ελληνικού τραγουδιού. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, διευθυντή της Κολούμπια και σπουδαίο παραγωγό. Έτσι, συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο για τη δισκογραφία που ανοίγεται πολύ επιλεκτικά και προσεκτικά στο νέο για την Ελλάδα φορμάτ του δίσκου μακράς διαρκείας. Μέσα σε λίγες βδομάδες το ίδιο έργο ηχογραφείται ξανά με διαφορετική λογική και αισθητική, σε διαφορετική εταιρία δίσκων. Οι δεύτερες εκτελέσεις καινούργιων τραγουδιών που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών είναι ρουτίνα, αλλά στις 33 στροφές είναι τολμηρό. Ο δημιουργικός Λαμπρόπουλος το πραγματοποιεί. Ο δεύτερος Επιτάφιος έχει διαφορετικό καλλιτεχνικό σχήμα και προσανατολισμό.

Στη λαϊκή μουσική υπάρχει, με σημερινή γλώσσα, μια τεράστια βάση δεδομένων από την οποία μπορεί κάποιος γνώστης με ταλέντο να αντλήσει ανεξάντλητο υλικό για ανασύνθεση. Ο Λαμπρόπουλος, σαν σκηνοθέτης, κάνει το κάστινγκ του νέου εγχειρήματος και ζητάει από τον Χιώτη να αναλάβει τη μορφοποίηση των μελωδιών του Θεοδωράκη με τη συνδρομή του Μπιθικώτση. Ο Χιώτης δέχεται την πρόκληση και ο Μπιθικώτσης πείθεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όπως έχει ομολογήσει, ο συνθέτης του Τρελοκόριτσου αισθανόταν μάλλον άβολα με το είδος αυτό του τραγουδιού, που ήταν διαφορετικό από το ρεπερτόριό του. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Μπιθικώτσης ηχογραφεί, μεταξύ άλλων, τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου Επιτάφιου ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, η απήχησή του είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη χατζιδακική εκδοχή και έτσι ξεκινάει ένα ολόκληρο κίνημα μουσικής που γεννιέται από το πάντρεμα του λαϊκού στοιχείου με το λόγιο.

Αυτή η πρόσμειξη δεν είναι εντελώς πρωτότυπη, αλλά έχει σημαντικά καινούρια χαρακτηριστικά. Έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις με το Γαρύφαλλο στ’ αφτί ο οποίος ,μάλιστα, ταυτόχρονα με τον Επιτάφιο, κάνει παγκόσμιο χιτ με τα Παιδιά του Πειραιά, αλλά εν γένει τα κομμάτια του σκόπιμα απέχουν υφολογικά από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Ακόμα και οι διασκευές των ρεμπέτικων από τον Χατζιδάκι είναι σε ορχηστρική μορφή και ξεφεύγουν από το λαϊκότροπο παίξιμο.

Ο ρόλος του Μανώλη Χιώτη

Ο Μίκης υιοθετεί πιο λαϊκές φόρμες, πιο κοντά στο κυρίαρχο είδος του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Επειδή δε ο ίδιος έχει δυτική μουσική παιδεία και δεν γνωρίζει καλά-καλά το ιδίωμα, αναλαμβάνει ο Χιώτης την «προσαρμογή», ένας από τους πληρέστερους καλλιτέχνες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο Λαμπρόπουλος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Χιώτης είναι ανοιχτών οριζόντων και ρηξικέλευθος, έχοντας ήδη κάνει μία επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, αντικαθιστώντας το τρίχορδο μπουζούκι με το τετράχορδο, εισάγοντας νέους ρυθμούς και εμφανιζόμενος όρθιος στην πίστα αντί καθιστός -ως είθισται- στην καρέκλα του πάλκου. Είναι εξαίρετος συνθέτης ρεμπέτικων, λαϊκών και ελαφρών τραγουδιών και μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με δικό του ήχο και στυλ. Δηλαδή, ο καταλληλότερος μουσικός για να μπορέσει ο Θεοδωράκης να βρει έναν καινούργιο δρόμο εντάσσοντας τις θαυμάσιες μελωδίες του στο δημοφιλέστερο είδος μουσικής το οποίο όμως δεν κατέχει. Ακούγοντας τις εισαγωγές και τα σόλο του Χιώτη, στα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη, αντιλαμβάνεται κανείς το ρόλο του στη διαμόρφωση του τελικού ακούσματος. Τα «λαϊκοποιεί» διατηρώντας την «ελαφρότητα» που είναι πλησιέστερη στην αισθητική του Θεοδωράκη. Στα τραγούδια του Μίκη, στους δίσκους Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Λιποτάκτες, Πολιτεία και στις πρώτες συναυλίες στο «Κεντρικόν», το 1961, ο Μανώλης Χιώτης βάζει τη σφραγίδα του προτού παραδώσει τη σκυτάλη στο δίδυμο Κώστα Παπαδόπουλου-Λάκη Καρνέζη και στον άλλο μεγάλο συνθέτη και βιρτουόζο Γιώργο Ζαμπέτα. Αλλά, πολύ σημαντικός στη διαμόρφωση του νέου ήχου, χάρη στον Λαμπρόπουλο, είναι και το μεγαθήριο της εποχής Στέλιος Καζαντζίδης, που ερμηνεύει τραγούδια του Μίκη μαζί με την παρτενέρ του Μαρινέλα, ενώ ο Χιώτης έχει κοντά του τη Μαίρη Λίντα.

 

(Σκίτσο του Μποστ – Για τη συναυλία του Μ. Θεοδωράκη στο «Κεντρικόν»,  1961)

 

Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και ποιητές

Πολλά τραγούδια του Θεοδωράκη έχουν πολιτικό υπόβαθρο, κάτι που δεν συμβαίνει με τα τραγούδια του Χιώτη ή του Χατζιδάκι. Ο Μίκης έχει ξεκινήσει συνθέτοντας για πιάνο και βιολί, αλλά η κλασική ή κλασικίζουσα μουσική δεν βοηθάει την επικοινωνία με πλατιά κοινωνικά στρώματα, ούτε τη διάδοση των πολιτικών ιδεών της Αριστεράς. Ο δρόμος που στρώνει ο Λαμπρόπουλος με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση είναι φαρδύτερος και διεισδυτικότερος. Και, βέβαια, ο θαυμάσιος Ρίτσος προσφέρεται για λαϊκά τραγούδια γιατί γράφει (και) απλά και κατανοητά.
Ο Μίκης έπεται του Χατζιδάκι και στη μελοποίηση ποιημάτων. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, η μελοποίηση των ποιημάτων ακολουθεί το ρεύμα των Γάλλων τροβαδούρων, Λεό Φερέ, Μπρασένς κ.ά. που μελοποιούν ποιήματα των Ρεμπό, Μποντλέρ, Βιγιόν, Απολινέρ, Αραγκόν, Βερλέν κ.λπ. Εξάλλου, το έδαφος είναι πολύ πρόσφορο γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη και σημαντική εντόπια ποιητική παραγωγή. Γι’ αυτό, αρχής γενομένης, το πετυχημένο έργο του Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο και τα τραγούδια που ακολουθούν, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και το κυματάκι εξελίσσεται σε ρεύμα.
Έτσι, όχι μόνο μελοποιούνται δημοσιευμένα ποιήματα, αλλά ορισμένοι ποιητές μπαίνοντας στο χορό γράφουν στίχους που προορίζονται εξ αρχής για τραγούδια. Πρωτοστατούν οι ποιητές από την Αριστερά, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Γιάννης Θεοδωράκης και ο Κώστας Βίρβος ο οποίος έχει ήδη σπουδαία συμμετοχή στο λαϊκό τραγούδι. Δραπετσώνα, Καημός, Βράχο-βράχο, Το Σαββατόβραδο κ.λπ. είναι τα τραγούδια που καθιερώνουν τον Μίκη Θεοδωράκη και συμπαρασύρουν συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και εταιρίες σ’ αυτή τη νέα λεωφόρο. Δεν είναι όλα τα τραγούδια του σε λαϊκούς δρόμους, αλλά τα τραγούδια σε ζεϊμπέκικους και χασάπικους ρυθμούς με μπουζούκια και μικρές λαϊκές ορχήστρες δίνουν το χρώμα και το στίγμα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ούτε όλοι οι συνθέτες και οι στιχουργοί/ποιητές προέρχονται από την Αριστερά: Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Κώστας Βάρναλης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μποστ, Γιάννης Νεγρεπόντης, Ιάκωβος Καμπανέλης, Ερρίκος Θαλασσινός, Μιχάλης Κατσαρός, Νότης Περγιάλης, Άκος Δασκαλόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Σπανός, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Λοΐζος, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιάννης Γλέζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Λουκιανός Κηλαϊδόνης, Θάνος Μικρούτσικος κ.ά., δημιουργούν το νέο ήχο του ελληνικού τραγουδιού που έχει τη βάση του -λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον δημιουργό- στο κλασικό λαϊκό τραγούδι και εξελίσσεται, παράλληλα, μ’ αυτό μεταφέροντας τα ποιήματα (ακόμα και του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Πάμπλο Νερούδα, του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ή του Ναζίμ Χικμέτ) από σπίτι σε σπίτι.
Όλοι υιοθετούν τους λαϊκούς δρόμους, τις ενορχηστρώσεις, το ύφος, αλλά και θέματα όπως η μετανάστευση και η φτώχεια που μόνο οι λαϊκοί τραγουδοποιοί είχαν μέχρι τότε θίξει. Πάντως, σταδιακά, αποκαθίσταται μια ισορροπία ανάμεσα στο λαϊκό ιδίωμα και την μπαλάντα χωρίς ποτέ οι δημιουργοί του έντεχνου να πάψουν να γράφουν λαϊκά τραγούδια, τουλάχιστον μέχρι το 1974, ασκώντας με τη σειρά τους επιρροή και στους κλασικούς λαϊκούς συνθέτες, όπως ο Απόστολος Καλδάρας και ο Άκης Πάνου.

Καλλιτέχνες κόντρα στο διχασμό

Ενώ, λοιπόν, στη δεκαετία του ’60, το πολιτικό κλίμα είναι βαρύ, αριστεροί κόντρα σε δεξιούς ή δεξιοί κόντρα σε αριστερούς, η πραγματικότητα στις τέχνες είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα, το ψυχροπολεμικό κλίμα είναι εν μέρει αληθινό, ως κατάλοιπο των πληγών του εμφυλίου, και εν μέρει τεχνητό, ως αποτέλεσμα των συστηματικών διώξεων κατά της Αριστεράς από την εξουσία και της καλλιεργούμενης έντασης από το παρακράτος που απεργάζεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την ανακοπή της επιρροής της Αριστεράς στην πολιτική και τον πολιτισμό. Σ’ αυτή τη σκοπούμενη παράταση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, αντιδρούν πολλοί καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι, όπως φαίνεται πολύ ανάγλυφα από τα τεκταινόμενα στο ελληνικό τραγούδι. Τα τραγούδια είναι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αποτέλεσμα συνεργασίας συντελεστών που δεν ανήκουν στο ίδιο πολιτικό και ιδεολογικό στρατόπεδο. Συνθέτες, στιχουργοί, ζωγράφοι και παραγωγοί, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης και ιδεολογικών πεποιθήσεων, συνεργάζονται αρμονικά και φτιάχνουν αριστουργήματα. Τους ενώνει, συχνά από διαφορετική σκοπιά, η τάση και η επιθυμία να συνεχίσουν την προπολεμική προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας εθνικής λαϊκής τέχνης με διεθνή χαρακτηριστικά, έχοντας κατ’ αρχήν συμφωνήσει ότι κοινή τους γλώσσα είναι η δημοτική, ενώ στα σχολεία διδάσκεται αυστηρά η καθαρεύουσα και η νομοθεσία και τα δημόσια έγγραφα είναι επίσης στην καθαρεύουσα. Συμφωνούν επίσης στη σημασία της παράδοσης και χρησιμοποιούν σαν βάση το ρεμπέτικο και δη το μεταπολεμικό λαϊκό, παρ’ όλο που προβάλλονται επιφυλάξεις, ενστάσεις έως και σοβαρές αντιρρήσεις που φτάνουν στην πλήρη άρνηση.
Μέσα από τα έντυπα της Αριστεράς, κυρίως την Επιθεώρηση Τέχνης, γίνονται οξύτατες αντιπαραθέσεις, γιατί κάποιοι θεωρούν τους λαϊκούς καλλιτέχνες λούμπεν και τη λαϊκή μουσική κακής ποιότητας. Αντιδράσεις εκδηλώνονται και από μερικούς καταξιωμένους ποιητές που στο πρώτο άκουσμα δυσκολεύονται να χωνέψουν το συνταίριαγμα των βαθυστόχαστων και λυρικών ποιημάτων τους με τους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου και τους ήχους που παράγει το μπουζούκι. Αλλά η απήχηση των μελοποιημένων ποιημάτων και η επιμονή του Θεοδωράκη ο οποίος νιώθει ότι έχει βρει μια πλούσια φλέβα χρυσού, επιδρούν καταλυτικά και σταδιακά αίρονται οι αισθητικές ή πολιτικές επιφυλάξεις. Ομοίως, μέσα από τη συνεργασία και τη ζύμωση νέων μορφών έκφρασης λειαίνεται ο εθνικός διχασμός. Η βαθύτερη επιθυμία για μία τέχνη προσιτή στο λαό και ταυτόχρονα σύγχρονη, προοδευτική, λόγια και ανοιχτή σε άλλες μορφές έκφρασης, εκπληρώνεται συνδυαστικά.

Εν αναμονή

Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, της οικογένειας των πολυκαταστημάτων Αφοι Λαμπρόπουλοι, στο σπίτι του οποίου είδα αναρτημένα στο τοίχο τα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα της Ρωμιοσύνης και του Άξιον Εστί, και ο έτερος των καινοτόμων Αλέκος Πατσιφάς, ιδιοκτήτης της ΛΥΡΑ, είναι αστοί που δεν έχουν ταμπού και προκαταλήψεις. Αυτοί οι επιχειρηματίες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για να ευδοκιμήσει το ελληνικό τραγούδι. Στη ΛΥΡΑ, σχεδόν όλοι, από τον τον υπεύθυνο πωλήσεων και τους λογιστές ώς τους παραγωγούς ανήκουν στον προοδευτικό χώρο. Θυμάμαι τον Κώστα Ασωνίτη, υπεύθυνο της αποθήκης, που είχε πολλά χρόνια φυλακής στην πλάτη του, αλλά και τον άτυπο υποδιευθυντή Τάκη Τσίρο που την επομένη της 17ης Νοεμβρίου 1973, με κάλεσε κρυφά στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, για να αφηγηθώ με γυρισμένη την πλάτη σε τηλεοπτικό συνεργείο του BBC όσα είχαν διαδραματιστεί κατά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο. Στις τέχνες, φωτισμένοι αστοί και αριστεροί πάλευαν από κοινού για τον πολιτισμό που η μεταπρατική εξουσία αντιμετώπιζε με φόβο, απέχθεια και διώξεις. Αριστεροί και δεξιοί καλλιτέχνες ένωναν τις δυνάμεις τους, με βάσεις στη λαϊκή κουλτούρα και μεταφορές και υιοθεσίες από τα σύγχρονα ρεύματα, όπως ο Κάρολος Κουν στο θέατρο, η Ραλλού Μάνου στο χορό και ο Νίκος Κούνδουρος ή αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον κινηματογράφο. Πάμπολλοι ζωγράφοι, χαράκτες και γραφίστες συμμετέχουν στη δισκογραφία φιλοτεχνώντας εξαίσια τα εξώφυλλα δίσκων. Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Σπύρος Βασιλείου, Δημήτρης Μυταράς, Γιώργος Σταθόπουλος, Βάσω Κατράκη, Τάσσος, Μποστ, Μίνως Αργυράκης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αλέξης Κυριτσόπουλος κ.ά.

Είναι η εποχή που διανούμενοι και καλλιτέχνες, από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία μιας κουλτούρας εθνικής, προοδευτικής, σύγχρονης και λαϊκής. Στην ποίηση, τη μουσική, τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική, το χορό, το θέατρο, το σινεμά, σε όλα. Κουλτούρας που άφησε σπουδαία κληροδοτήματα, αλλά τσαλαπατήθηκε από την γραφειοκρατικοποίηση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, και κυρίως από την ξενοδουλεία, την απληστία και τον ξεπεσμό της κυρίαρχης Δεξιάς που υποτίμησε την παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά και της όψιμης σοσιαλδημοκρατίας που εξαγόρασε συνειδήσεις και έδωσε τη χαριστική βολή.
Αυτά, εν αναμονή της επόμενης -μη εισέτι διαφαινόμενης- πολιτιστικής επανάστασης την οποία, πριν απ’ όλους, χρειάζεται η ίδια η Αριστερά.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  :

 φ. 33, 2 Οκτωβρίου 2010 
 

Η Λύρα που αγαπήσαμε

Η Λύρα που αγαπήσαμε

Μπαίνοντας στο νεοκλασικό της Κριεζώτου 11, στο υπογάστριο του Κολωνακίου, άφηνα το τυλιγμένο πανό στο στενό προαύλιο πίσω από την καγκελένια πόρτα, για να το χρησιμοποιήσω στην απογευματινή διαδήλωση στα Προπύλαια.

 Ν. Καρύδης, Κ. Κουν, Μ. Μερκούρη, Αλ. Πατσιφάς

Ο Πατσιφάς δεν έλεγε κουβέντα, ούτε ο Μαραβέλιας στο εμπορικό τμήμα στον κάτω όροφο, ούτε βέβαια ο υπεύθυνος της αποθήκης, ο Ασωνίτης, που είχε φάει καμιά εικοσαριά χρόνια στις εξορίες. Στη Λύρα οι ιδέες ήταν πάντα ελεύθερες.

Πριν ακόμα ενταχθώ στο δυναμικό της, διάβαζα με δέος τα δελτία τύπου που ο Τάσος Φαληρέας και ο Πέτρος Μοροζίνης, ο ποιητής, έγραφαν για τον Φρανκ Ζάπα, τον Τζον Λι Χούκερ, τον Λόρκα και τον Ελύτη, αναλύοντας τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα με πρωτότυπο και διεισδυτικό τρόπο, στριμωγμένοι σε δυο μικρά γραφεία σ’ ένα στενό, πολύ στενό δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Μ’ αυτούς ως πρότυπα, συνέχισα από το 1972 την παράδοση να διαλέγω τους προς έκδοσιν δίσκους με ποιοτικά κριτήρια, χωρίς το βραχνά της εμπορικότητας, αφού ο Πατσιφάς ποτέ δεν μας έκανε παρατήρηση για τις πωλήσεις, ενώ καμιά φορά μας ειρωνευόταν για την ποιότητα των επιλογών μας. Αν και είχε άγχος με τα οικονομικά, με δεδομένο ότι η Λύρα ήταν η μικρότερη από τις μεγάλες εταιρείες, έδινε προτεραιότητα στις κοινωνικοαισθητικές επιλογές του. Και με το ίδιο σκεπτικό δούλευε όλη η παραγωγή, υπό το άγρυπνο βλέμμα της Κατερίνας Γεωργή και τις συνετές συμβουλές του Τάκη Τσίρου. Γι’ αυτό κι εμείς ψάχναμε για λύσεις.

Ο «οικότροφος» Διονύσης Σαββόπουλος

Οταν με τον Τάσο ακούσαμε την κασέτα που μας έφερε ο νεοαφιχθείς στην Αθήνα Άσιμος, με πρόχειρα ηχογραφημένα τραγούδια του, είπαμε στον Πατσιφά ότι θα δώσουμε μια ευκαιρία σε μια «ενδιαφέρουσα περίπτωση». Και αφού εισπράξαμε μια γκριμάτσα που δεν σήμαινε ούτε ναι ούτε όχι, διαλέξαμε τον «Μηχανισμό» και τον «Ρωμιό» για ένα σαρανταπεντάρι, και βάλαμε τον Νικόλα στο στούντιο, διαθέτοντάς του, σιωπηρά, ακόμα και πνευστά, που ήταν πιο ακριβά από τα βασικά όργανα. Ισως το γεγονός ότι ο Πατσιφάς ήταν αστός, να διευκόλυνε την έκδοση δίσκων με περιεχόμενο που εθεωρείτο ανατρεπτικό. Μάλιστα, πολλές φορές, τηλεφωνούσε ο ίδιος στον Ανδρέα Χατζηαποστόλου, που εργαζόταν στο υπουργείο Προεδρίας, και ασκούσε πιέσεις, άλλοτε με γλυκό κι άλλοτε με οργισμένο ύφος, για να περάσει κάποιο τραγούδι απ’ τη λογοκρισία.

 

Στ. Κραουνάκης, Β. Μοσχολιού

Οταν αποφάσισε να προχωρήσει στην ηχογράφηση ενός κύκλου τραγουδιών τού μουσικολόγου καθηγητή από το Φράιμπουργκ Αργύρη Κουνάδη σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα, ήξερε πολύ καλά περί τίνος επρόκειτο, από τον τίτλο του δίσκου «Δεν περισσεύει υπομονή» ώς το τραγούδι «Εις μνημόσυνον» που αναφερόταν υπαινικτικά στον Νίκο Μπελογιάννη. Και τον στήριξε με δύο σπουδαίες τραγουδίστριες, τη Σωτηρία Μπέλλου και την Ελένη Βιτάλη. Για να μην αναφερθώ καθόλου στον Διονύση Σαββόπουλο που ήταν «οικότροφος», αλλά και μόνιμος «μπελάς» με τους αλληγορικούς στίχους του. Η Λύρα ήταν ένα εργαστήρι πολιτισμού, που καθημερινά, χωρίς ραντεβού, μπαινοβγαίνανε δημιουργικοί άνθρωποι. Το ιδανικό πανεπιστήμιο.

Με τον πρόωρο θάνατο του Πατσιφά διαταράχτηκαν οι λεπτές ισορροπίες, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του Κυριάκου Μαραβέλια που ανέλαβε να κρατήσει τη Λύρα στον ίδιο δρόμο, χρίζοντας και τον Σαββόπουλο καλλιτεχνικό διευθυντή ώς την αποχώρησή του, που μαζί με τις μετεγγραφές της Γλυκερίας, της Αρλέτας και της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, αποδυνάμωσαν εμπορικά την εταιρεία.

Η ανάληψη του κουμάντου από τον νέο αλλά καλλιεργημένο υιό Μαραβέλια, έδωσε νέα παράταση ζωής στη φυσιογνωμία της Λύρας, με υπεύθυνο παραγωγής σήμερα την Ντόρα Ρίζου. Ηδη όμως, οι συνθήκες στη δισκογραφία άλλαζαν δραματικά, καθιστώντας αναπόφευκτο, όπως φαίνεται από τις εξελίξεις, το μελλοντικό κλείσιμο ή τη σημερινή μεταβίβαση.

Η άνευ κανόνων εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης από το ’90, δεν ευνόησε τη Λύρα, η οποία ήδη δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις από τις πολυεθνικές που είχαν αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος από την πίτα της αγοράς. Η Λύρα δεν μπορούσε να προσφέρει τις μεγάλες προκαταβολές και τα διαφημιστικά πακέτα με τα οποία οι ξένες εταιρείες δελέαζαν τους πιο «ευπώλητους» καλλιτέχνες της, ούτε να «υιοθετήσει» κάποιο από τα ρεύματα της εποχής, ποπ-λαϊκοπόπ-σκυλάδικο-κ.ά.

Η δισκογραφική αναβίωση του ρεμπέτικου στους κόλπους της Λύρας, με τη σειρά δίσκων της Μπέλλου και την Ρεμπέτικη Κομπανία το ’75, και η παρέμβαση της μεγάλης παρέας Σαββόπουλου, Ξυδάκη, Ρασούλη, Παπάζογλου, Σιμώτα, Κυριτσόπουλου και αδελφών Κοντογιάννη, που γέννησε την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και το ρεύμα του «νεολαϊκού» τραγουδιού, δεν είχε αντιστοιχίες.

Οι ηχογραφήσεις της λόγιας μουσικής (από Σκαλκώτα, Καλομοίρη, Κωνσταντινίδη έως Βρόντο, Γρηγορίου και Κουμεντάκη), πολύ τιμητικές για τους εμπνευστές της σειράς, αλλά για πολύ εξειδικευμένο κοινό. Η εξαγορά της εταιρείας Music Box, με λαϊκό ρεπερτόριο από την εποχή του Γαβαλά και του Αγγελόπουλου, ήταν μια σημαντική κίνηση, που δεν μπορούσε όμως μακροπρόθεσμα να σώσει το σύνολο, παρ’ όλο που ο Δημήτρης Κάππος πέτυχε να βάλει αρκετές φορές τον «δύσκολο» Καζαντζίδη στο στούντιο. Και δεν μπορούσε γιατί οι γενικότερες αλλαγές έτρεχαν γρηγορότερα. Τα «πρέμιουμ», η έναντι ευτελούς τιμήματος διανομή δεκάδων εκατομμυρίων αντιτύπων τού νέου φορέα ήχου μέσω εφημερίδων, περιοδικών, ακόμα και πασχαλινών αρνιών, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας τού ’90, προκάλεσε κορεσμό στην πελατεία, εξάντλησε τους πλούσιους καταλόγους των εταιρειών και, κυρίως, απαξίωσε το CD. Σε συνδυασμό με την πειρατεία, μέσω διαδικτύου και έγχρωμων «πλασιέ», το νόμιμο CD έχασε κάθε αξία (αν και πολύ ακριβό), ως προϊόν, ως φετίχ και ως δώρο. Με εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά κέρδους, αλλά ζεστό μετρητό, η δισκογραφία αυτοκτονούσε ομαδικά, συμπαρασύροντας και τη Λύρα, η οποία είχε να αντιμετωπίσει και πιο «δικά της» προβλήματα.

Στέγη στους νέους δημιουργούς

Χωρίς νέα ποιοτικά μουσικά ρεύματα και με «τα ανήσυχα πνεύματα» των προηγούμενων δεκαετιών σε απόσυρση ή σε επιδίωξη συνεργασιών με τους ισχυρούς παίκτες τού νέου ραδιοτηλεοπτικού-δισκογραφικού μπλοκ, η Λύρα απέκτησε και πρόβλημα ρεπερτορίου, που δεν μπορούσαν να το καλύψουν ποσοτικά οι εξαίρετοι και «ιδιόρρυθμοι» πιστοί, σαν τους Χειμερινούς Κολυμβητές, τον Σωκράτη Μάλαμα, τη Μαριώ και τον Νίκο Παπάζογλου, που δεν μπαίνουν πολύ τακτικά στο στούντιο. Παρ’ όλ’ αυτά, η Λύρα εξακολούθησε να προσφέρει στέγη σε νέους δημιουργούς που αισθάνονται πιο άνετα σε ένα βιοτεχνικό και «βιολογικό» περιβάλλον, όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, η Σαββίνα Γιαννάτου και η Ομαδική Απόδραση του Δημήτρη Οικονομάκη. Επιπλέον, το είδος του ρεπερτορίου της εταιρείας δεν της επέτρεπε να επωφεληθεί από τη χρήση νέων τεχνολογιών που δημιουργούν έσοδα, όπως τα ringtones.

Ο Πάνος Μαραβέλιας είχε αρνηθεί στο παρελθόν προτάσεις για εξαγορά της Λύρας από τις πολυεθνικές, αλλά το μέλλον της δισκογραφίας διαγραφόταν γκρίζο. Ισορροπώντας σε τεντωμένο σχοινί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυξάνονταν οι πιθανότητες πτώσης. Και όμως, η πώληση της εταιρείας έπεσε σαν βόμβα στις ψυχές μας. Μετά τον Πατσιφά, έχανε τώρα και την ανεξαρτησία της.

Η Λύρα δεν ήταν μια συνηθισμένη εταιρεία δίσκων. Ηταν αυτό που κανένα υπουργείο Πολιτισμού ή Παιδείας δεν μπορεί να αντιληφθεί. Απροστάτευτη και απελπιστικά μόνη. Γιατί η Λύρα ήταν απόρροια του ελληνικού διαφωτισμού, της μεγάλης αυτής κίνησης για τη δημιουργία ενός σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, που προηγείται σαν αντίληψη, αλλά και τρέχει παράλληλα με τη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, άλλοτε σε σύμπλευση κι άλλοτε σε σύγκρουση. Η Λύρα που, πιάνοντας το νήμα από τη γενιά του ’30 και εγγράφοντας Εγγονόπουλο, Εμπειρίκο, Ελύτη, Ρίτσο, Χριστιανόπουλο κ.ά., με εξώφυλλα Μόραλη, Βασιλείου, Μυταρά, Τάσσου, Μποστ, Φασιανού, Σταθόπουλου, Ακριθάκη κ.λπ., χτίζει ένα ολόκληρο «σώμα» με σύγχρονους τραγουδοποιούς, από τον Χατζιδάκι και τον Μαμαγκάκη ώς τον Σαββόπουλο και τον Ξυδάκη, μαζί με Σπανό, Χουλιάρα, Βίρβο, Γλέζο, Μαυρουδή, Πλέσσα, Παπαδόπουλο, Δασκαλόπουλο, Κακουλίδη, Ιατρόπουλο, Μούτση, Ρασούλη, Αργύρη Μπακιρτζή και ουκ ολίγους άλλους.

Θέτοντας τον συλλογισμό μου υπόψη του, ο Διονύσης Σαββόπουλος εύστοχα επισημαίνει ότι «δεν διηγούνται μόνον οι καλλιτέχνες ένα μύθο. Τον διηγούνται και οι επιχειρηματίες κάποτε. Η μυθολογία του Πατσιφά ήταν: είμαστε εκείνοι που φτιάξαμε και στηρίξαμε τους ποιητές, τη νεοελληνική ζωγραφική και το θέατρο. Είμαστε εκείνοι που στήριξαν και διεύρυναν τη δημοκρατία και αυτές οι αξίες πρέπει να μεταφερθούν στον καινούργιο χώρο που ονομάζεται νεοελληνικό τραγούδι και δισκογραφία. Αυτά σκεφτόταν ο Αλέξανδρος Πατσιφάς από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πράγματι, ήταν παιδί του ελληνικού διαφωτισμού».

Αυτή την εταιρεία ανακοίνωσε ξαφνικά ότι αγόρασε ο Κώστας Γιαννίκος, των Modern Times, της Legend και του Alter. Και τώρα, όλοι αναρωτιούνται: Σε κακά χέρια η Λύρα; Ισως ναι, ίσως όχι. Γιατί ο Γιαννίκος προέρχεται από το χώρο της δισκογραφίας επί εποχής Τάκη Β. Λαμπρόπουλου και γιατί, στο παρελθόν επιχειρηματίες που κέρδιζαν χρήματα από πιο ταπεινές πηγές, φρόντιζαν να αφήσουν πίσω τους σπουδαίες κληρονομιές, έργα, ιδρύματα, βιβλιοθήκες και σχολεία. Ελπίζομεν.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην εφ. Ελευθεροτυπία, 13/5/2007

Όταν το τραγούδι έγινε ρόμπα

Όταν το τραγούδι έγινε ρόμπα

Το 1983, μόλις ο Μανώλης Αγγελόπουλος υπέγραψε το σχετικό συμβόλαιο πίνοντας καφέ στο GB της «Μεγάλης Βρεταννίας» και πήρε τα χρήματα που είχαμε συμφωνήσει, σηκώνεται όρθιος και μου λέει χαμογελώντας: «αδερφέ, πάμε τώρα παρέα να τα ακουμπήσουμε»! Λίγα λεπτά αργότερα, στην Καραγεώργη Σερβίας, διαλέγαμε ύφασμα από τα τόπια με τα αγγλικά κασμίρια, για το μαύρο κοστούμι με τη λεπτή ρίγα που θα έραβε στο ράφτη ξοδεύοντας ολόκληρη την αμοιβή του για τις δύο συναυλίες στο θέατρο Λυκαβηττού!

 
Ηταν η εποχή που οι καλλιτέχνες του ελληνικού τραγουδιού εμφανίζονταν πάνω στο πάλκο ντυμένοι σαν γαμπροί! Και με ανάλογη εμφάνιση πήγαιναν στα ραντεβού τους, επαγγελματικά και φιλικά. Ο Στράτος Διονυσίου, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, όλες οι μεγάλες φίρμες του λαϊκού τραγουδιού, ακόμα και στα θερινά μαγαζιά, κατακαλόκαιρο, στη Νεράιδα ή τη Φαντασία, εμφανίζονταν κοστουμαρισμένοι, με γραβάτα και λουστρίνι παπούτσι. Συνεχιστές μιας νοοτροπίας το ίδιο ισχυρής τόσο στα κυριλέ κέντρα διασκέδασης όπου εμφανίζονταν ο Γιάννης Βογιατζής, ο Σώτος Παναγόπουλος και ο Τώνης Μαρούδας, όσο και στις ταβέρνες και τα μπουζουξίδικα όπου εμφανίζονταν οι τροβαδούροι της Πλάκας και οι φίρμες του λαϊκού τραγουδιού. Μπορεί ο Σταμάτης Κόκοτας να έχει σήμα κατατεθέν τις πελώριες φαβορίτες του, αλλά τις πλαισιώνει με δαντελωτά πουκάμισα και ακριβά κοστούμια.
Ο χώρος εργασίας ήταν ιερός και απαιτούσε σοβαρή εμφάνιση. Ο Μανώλης Χιώτης, που ξεχώριζε για την κομψότητά του, περνούσε ατελείωτες ώρες στο στούντιο ντυμένος πάντα στην τρίχα, με το μονόπετρο δαχτυλίδι, την ασημένια αλυσίδα και το ρολόι τσέπης στο ατσαλάκωτο παντελόνι του.

Και ο Δημήτρης Μητροπάνος, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τραγουδούσε μεν χωρίς γραβάτα στο Στορκ, αλλά στο στήθος του από την άκρη μιας χρυσής αλυσιδίτσας κρεμόταν ένα μικρό σφυροδρέπανο!

Για προφανείς λόγους, στο ρεμπέτικο τραγούδι, δεν κυριαρχούν τα ακριβά κοστούμια αφού τα μεροκάματα -όταν υπάρχουν- είναι μικρά και ο τρόπος ζωής των ρεμπετών διαφορετικός. Εκτός πάλκου, το πιο χαρακτηριστικό ντύσιμο, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος τύπος, περιλαμβάνει την τραγιάσκα, το καβουράκι ή τη ρεμπούπλικα, το κασκόλ και το παλτό, σε γκρίζα χρώματα. Ο Κωνσταντίνος Νούρος, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Στελλάκης Περπινιάδης, στη δουλειά, φοράνε σακάκι με μαντίλι στο τσεπάκι ή πουκάμισο με γιλέκο ανάλογα με το χώρο και την εποχή. Και σε πιο επίσημες στιγμές, σε φωτογραφήσεις, άσπρο πουκάμισο με ή χωρίς κουμπάκια στο γιακά. Μερικοί προτιμούσαν και τις τιράντες.

Ο σεβασμός στον πελάτη

είναι το πρωταρχικό κίνητρο για την εξωτερική εμφάνιση.

Σε στιγμές πιο οικείες, ο Μάρκος Βαμβακάρης ποζάρει άνετος στον σκηνοθέτη Γιώργο Χριστοφιλάκη που τον φωτογραφίζει στο προαύλιο του σπιτιού του, φορώντας τη μάλλινη μπεζ φανέλα που κρατάει ζεστό το σώμα μέσα από το πουκάμισο, με το φυλαχτό πιασμένο στη θέση της καρδιάς.Οι γυναίκες τραγουδούν καθιστές και ντύνονται λιτά, για να μην προκαλούν, αφού το επάγγελμα της τραγουδίστριας, όπως και της ηθοποιού, είναι παρεξηγήσιμο, για να μην πω κακόφημο. Εξάλλου, ο πελάτης δεν πάει για να κάνει μάτι, αλλά για να ακούσει τραγούδια, να πιει, να χορέψει και να φλερτάρει με την ντάμα του.Η Σωτηρία Μπέλλου κάθεται στο πάλκο και τραγουδάει με μάλλινη φούστα, κλειστή μπλούζα και χαμηλοτάκουνα παπούτσια με χοντρή σόλα. Το ίδιο και η Αννα Χρυσάφη. Οπως και η Μαρινέλλα δίπλα στον Καζαντζίδη, εμφανίζεται με άσπρη φούστα που σκεπάζει το γόνατο και εμπριμέ πουκαμισάκι. Μόνο οι πιο δεύτερες τραγουδίστριες, τα σεγόντα και οι «γλάστρες» μπορούν να ντύνονται πιο προκλητικά, αφήνοντας να φανεί περισσότερο το πόδι μέσα από τα πλαϊνά σχισίματα του φορέματος.* Εως ότου γίνει η ανατροπή και κατέβει η πρώτη τραγουδίστρια στην πίστα, οπότε, συγκεντρώνοντας πάνω της την προσοχή των πελατών, προσαρμόζει την ενδυμασία της στο νέο ρόλο: Η Πόλυ Πάνου φοράει ακριβές τουαλέτες και η Καίτη Γκρέυ στενά φορέματα που τονίζουν τη μέση, το στήθος και την περιφέρεια. Δίπλα τους, ο Τσιτσάνης φοράει σκούρο κοστούμι με χοντρές ρίγες και άσπρο πουκάμισο χωρίς γραβάτα, ανοιχτό στο λαιμό.
 

Μπουάτ και «κοσμικά» μαγαζιά

Μετά, στη δεκαετία του ’60, έρχεται στο τραγούδι η αριστερά και το Νέο Κύμα. Στις επίσημες συναυλίες, στο «Κεντρικόν» και αλλού, ο Μίκης Θεοδωράκης φοράει κοστούμι και γραβάτα, όπως βέβαια και οι ερμηνευτές των τραγουδιών του, ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Χιώτης, ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Λάκης Καρνέζης. Ο Ζαμπέτας, για να σατιρίσει τη σοβαροφάνεια των συνθετών που διευθύνουν τους λαϊκούς τραγουδιστές με επίσημο ένδυμα, υποδύεται το μαέστρο στα «Δειλινά» με ημίψηλο καπέλο, άσπρα γάντια και ένα αγγούρι για μπαγκέτα!Οι κυρίες, στις συναυλίες, η Μαρία Φαραντούρη, η Μαίρη Λίντα και η Πόλυ Πάνου, διαλέγουν ίσια φορέματα, μονόχρωμα, πολύ κλειστά σε σύγκριση με το ωραίο ντεκολτέ της Ντόρας Γιαννακοπούλου που ξεχωρίζει μέσα στο λευκό φόρεμά της. Στις μπουάτ της Πλάκας, με τον Γιώργο Ζωγράφο, τον Κώστα Χατζή και τον Γιάννη Αργύρη, κυριαρχεί το «λουκ» των γάλλων τροβαδούρων, με προτίμηση στο μαύρο, πουκάμισο, ζιβάγκο ή φούτερ, μέχρις ότου μπει πιο δυναμικά το τζιν και το αμπέχωνο μαζί με την επιρροή της μπαλάντας των ροκ τραγουδοποιών, της Τζόαν Μπαέζ και του Μπομπ Ντίλαν. Η Μαρίζα Κωχ φοράει ριχτά ινδοπρεπή φορέματα με τα μαλλιά της να φτάνουν ώς τη μέση, ενώ η Πόπη Αστεριάδη τα κόβει αλά γκαρσόν.
Στα κοσμικά μαγαζιά, στη διάρκεια της διχτατορίας, ορισμένοι από τους τραγουδιστές, που «μέσα» τους φλερτάρουν με τις μπουάτ, π.χ. ο Νταλάρας, διαφοροποιούνται διακριτικά από τους κλασικούς λαϊκούς τραγουδιστές, καταργώντας σιωπηρά τις γραβάτες, αντικαθιστώντας τα κασμίρια με βελούδινα και κοτλέ κοστούμια και αφήνοντας τα μαλλιά τους να μακρύνουν ελαφρώς.Αλλοι, εκλαϊκεύοντας τη μόδα, εμφανισιακά ξεφεύγουν περισσότερο. Ο Γιώργος Κοινούσης, εξαίρετος μουσικός που γίνεται τραγουδιστής, επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ όπου έχει πάει για να τραγουδήσει στους ομογενείς τις μεγάλες επιτυχίες του «Δεν καταλαβαίνω τίποτα» και «Ολοι θα ζήσουμε», φανερά επηρεασμένος από την παρδαλή μόδα την εμπνευσμένη από τον χιπισμό, φέρνει μια μεγάλη βαλίτσα γεμάτη με πολύχρωμα πουκάμισα και μεγάλες καμπάνες! Ταυτόχρονα, αγοράζει μια κατακίτρινη Μερσεντές που εξοργίζει τον Πατσιφά, διευθυντή της ΛΥΡΑ, ο οποίος του απαγορεύει να την κυκλοφορεί για να μην προκαλεί το λαϊκό ακροατήριό του!

Αργότερα, ο Φλωρινιώτης, ως η ελληνική έκδοση του Ρίτσαρντ Γκιρ, παρουσιάζει στις Τζιτζιφιές τη δική του εκδοχή τού «Saturday night Fever»! Μια προσπάθεια που συγκινεί τον αυστηρό Μάνο Χατζιδάκι με την αθωότητά της και γίνεται αφορμή για την πολυσυζητημένη πρόσκληση του Φλωρινιώτη στο Γ’ Πρόγραμμα. Λαμέ κοστούμια, διαφανείς πουκαμίσες με πελώριους γιακάδες και χτυπητά χρώματα, ψηλά τακούνια και unisex show, σαν κορυφή της πυραμίδας των φτηνών ρούχων που πουλιούνται στις στοές της Ομόνοιας και στις μπουάτ των λαϊκών συνοικιών.

Με τις μόδες και τις καινοτομίες φλερτάρουν και οι καλλιτέχνες του λεγόμενου ποιοτικού τραγουδιού, οι οποίοι υιοθετούν πιο ήπια στοιχεία από τα δικά τους πρότυπα. Οι νέοι μουσικοί που παίζουν ρεμπέτικα αισθάνονται άνετα μέσα στα γιλέκα και οι τραγουδοποιοί, όπως ο Παπάζογλου, ο Τσακνής και οι Κατσιμίχες βολεύονται με ένα μαντιλάκι στο λαιμό ή στην κωλότσεπη, ένα σκουλαρίκι στ’ αφτί ή ένα κοντοκούρεμα, πιο κοντά στην αισθητική του Μπρους Σπρίνγκστιν, του Στινγκ και του Μπόνο που ντύνονται πιο απλά, πιο «οικολογικά», από τον Μικ Τζάγκερ και τον Τζιμ Μόρισον, που ακόμα επηρεάζουν με τις πιο εξεζητημένες εμφανίσεις τους τούς ροκάδες που επιμένουν αλά παλαιά.

Ακόμα κι αυτό που φάνταζε κάποτε πρωτοποριακό και αντικομφορμιστικό έγινε στερεότυπο και χάθηκαν οι συμβολισμοί. Η πρώτη φουρνιά της ποπ (Idols, Sounds, Charms κ.λπ.) με τα στενά κοστουμάκια και το σεμνό ντεμί-μακρύ μαλλί των πρώιμων Beatles, χάθηκε μαζί με την αφέλεια και την ποπ αρτ.

Το τραγούδι με σκουλαρίκια και μπικίνι

Μακρύ μαλλί, που στη δεκαετία ’65-’75 συνδεόταν με την εξέγερση, έχουν τώρα και οι μπράβοι που «προσέχουν» τα νυχτερινά μαγαζιά! Και η τυποποίηση βρίσκει την αποθέωσή της στους πιτσιρικάδες που παίζουν rap και heavy metal ντυμένοι σαν από καρμπόν, με σταμπωτά t-shirts, φτηνά δερμάτινα μπουφάν, μαύρα παντελόνια και χοντρά μποτάκια, με μαλλιά αχτένιστα μακριά ή κοντά με ΝΥ καπελάκι τζόκεϊ βαλμένο μπρος-πίσω.Πάντως, μέχρι τη σαρωτική εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε γενικές γραμμές, οι ενδυματολογικές και άλλες εκφάνσεις των καλλιτεχνών δεν έχουν μεγάλη απόσταση από τις αντίστοιχες των ακροατών και των θεατών, της πελατείας τους. Στα ρεμπετάδικα, τις ταβέρνες, τις μπουάτ, τα κοσμικά κέντρα και τα μπουζουξίδικα, όταν ο καλλιτέχνης κάθεται στο τραπέζι με τους πελάτες, δεν ξεχωρίζει από τα ρούχα. Οι ενδυματολογικές ακρότητες αποτελούν μεμονωμένα φαινόμενα και συνδέονται περισσότερο με τα αποκριάτικα ξεφαντώματα (εξαιρουμένου του Τζίμη Πανούση που καυτηριάζει τους βολεμένους με χιούμορ και μεταμφιέσεις!).
Στη δεκαετία του ’90, η κατάσταση αλλάζει ραγδαία. Δεν είναι πια η κομψότητα το ζητούμενο, ούτε το κιμπαριλίκι, αλλά η προσαρμογή στη συνεχώς μεταβαλλόμενη μόδα. Και το τραγούδι πρέπει να προσαρμοστεί στην εξωτερική εμφάνιση και στο ανάλογο «σετ συμπεριφοράς».Η ιδιωτική τηλεόραση και τα περιοδικά life-style, ταυτισμένα με τη βιομηχανία της μόδας, χρησιμοποιούν το τραγούδι και τον ερμηνευτή σαν βαποράκι της προκατασκευασμένης εικόνας. Σχεδόν κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από το σφιχτό εναγκαλισμό τους. Οι δημοφιλείς τραγουδιστές αντιγράφουν τα ξένα «πρότυπα» με τον πιο κραυγαλέο και συχνά τον πιο αντιασθητικό τρόπο. Η Μαντόνα, ο Μάικλ Τζάκσον, η Τζένιφερ Λόπεζ και η Κάιλι Μινόγκ λανσάρουν με όχημα τα σουξέ διαμέσου του βιντεοκλίπ, τα κουνήματα, τα ρούχα, τα χτενίσματα και τις βαφές των μαλλιών και τα σχετικά αξεσουάρ. Ολα ένας αχταρμάς. Τεράστιοι σταυροί στους λαιμούς, κονκάρδες Τσε στα πέτα, σκουλαρίκια σαν καντήλια, υπερυψωμένα μπούστα, αληθινά και αυτοκόλλητα τατουάζ και ημίγυμνες αμφιέσεις ελκυστικές σε υποψήφιους γαμπρούς ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες, πολίστες, γιάπηδες και κάθε λογής νεόπλουτους.

Οι σκηνοθέτες, για να εντυπωσιάσουν, στα βιντεοκλίπ, μεταμφιέζουν τους τραγουδιστές σε καουμπόηδες (ο Κηλαηδόνης και ο Καρβέλας είναι ορίτζιναλ!), φακίρηδες, ιππότες, χαρτορίχτρες, βασίλισσες (πολλές υποψήφιες!), θεούς και άτλαντες (ο Νότης είναι ημίθεος!), ακόμα και σε γορίλες και κανίβαλους!

Για όσες τραγουδίστριες δεν πετάγονται στο Παρίσι, το Λονδίνο και τη Ρώμη για τη χειμερινή γκαρνταρόμπα τους, τα μοντελάκια που λανσάρονται από τους μεγάλους οίκους του εξωτερικού «εξελληνίζονται» από τους «μετρ» του Κολωνακίου και της Μυκόνου, που είναι μανούλες στις διασκευασμένες αντιγραφές του John Galliano, με τσουχτερές τιμές από τρεις έως δέκα χιλιάδες ευρώ το κομμάτι! Και όταν συμπίπτουν οι αντιγραφές, εκτυλίσσονται δράματα ανάμεσα στις τραγουδίστριες που διεκδικούν τη χαμένη αποκλειστικότητα.

* Σήμερα, κάθε ρούχο μετράει περισσότερο όσο μεγαλύτερο μέρος των κρυφών σημείων του γυναικείου σώματος αποκαλύπτει. Ξεφυλλίζοντας τις κουτσομπολίστικες φυλλάδες, αραδιασμένες μικρές και μεγάλες φίρμες ποζάρουν με τα στήθη προτεταμένα.

Η Δομινίκη, η Ζώζα, η Δώρα, η Παμέλα και πολλές νιόφερτες είναι κοντά στα ίχνη της Εφης Σαρρή, της Αντζυ Σαμίου, της Σαμπρίνας και της Ελλης Κοκκίνου, αλλά πολύ μακριά από την προικισμένη Αννα Βίσση και την καλόγουστη Ελευθερία Αρβανιτάκη.

Και ενώ, αναμφίβολα, τα φώτα πέφτουν πάνω στις γυναίκες και μεγαλώνει ο ανταγωνισμός για την προσέλκυση του νεανικού κοινού που καταναλώνει τα reality θεάματα της τηλεόρασης και τα ηρεμιστικά της μαμάς, αρκετοί τραγουδιστές μεγαλώνουν χρυσές αλυσίδες αντί για μουστάκια και άλλοι καταφεύγουν σε φαντεζί κοστούμια, π.χ. ο Ρόκκος και ο Δάντης, ή σε πιο ακραίες επιλογές, όπως ο Σάκης Ρουβάς που ποζάρει στο εξώφυλλο του «Nitro» με ένα μπαστούνι δυναμίτη εν είδει γεννητικού μορίου προσπαθώντας με χοντροκομμένα σεξουαλικά υπονοούμενα να ανανεώνει το θαυμασμό των ανήλικων θαυμαστριών του!

Ομως, ακόμα και οι πιο straight τραγουδιστές, ο Πάριος, ο μικρός Διονυσίου, ο Τερζής κ.λπ., κάποιες στιγμές χάνονται μέσα στο τσούρμο των καλλίγραμμων χορευτριών του «μπαλέτου» που τους κυκλώνουν επί σκηνής με τα φτερά στα κεφάλια, τα αστεράκια στο στήθος και τα λεπτά στρινγκ.

Οι μεταμφιέσεις, που κάποτε ήταν αποδεκτές και επιθυμητές μόνο στις αποκριάτικες γιορτές, έγιναν για πολλούς τραγουδιστές καθημερινό ντύσιμο ή επικοινωνιακό τρικ ελέω ανταγωνισμού, μόδας και τηλεόρασης. Που δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο. Γιατί, πώς αλλιώς να εξηγήσεις γιατί ο Ρέμος, ένας τραγουδιστής που ετοιμάζεται να τραγουδήσει Θεοδωράκη στο Ηρώδειο το ερχόμενο καλοκαίρι, ντύνεται στα καλά καθούμενα -για τις εμπορικές ανάγκες ενός περιοδικού- ταυρομάχος ή Τσε! Και γιατί, ένας σολίστας του δημοτικού τραγουδιού, σαν τον Γιώργο Μάγκα, στολίζεται σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο για να παίξει κλαρίνο σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα. Και ακόμα, γιατί ένα κρατικό κανάλι ξεπέφτει στον άθλιο διαγωνισμό της Eurovision με φιλόδοξους φουκαράδες που προσπαθούν να κρύψουν την καλλιτεχνική γύμνια τους μέσα στα άκομψα δερμάτινα κοστούμια τους και τα μπασταρδεμένα αγγλοελληνικά τραγούδια τους.

Είναι πλέον φανερό ότι στη λογική της πολιτισμικής απορύθμισης που επιβάλλει ο τηλεοπτικός κα(ρ)νιβαλισμός, το να ξεφτιλίζεται κανείς χωρίς να ντρέπεται θεωρείται μαγκιά. Κι έτσι, δυστυχώς, το ελληνικό τραγούδι από καλοραμμένο κοστούμι γίνεται όλο και περισσότερο ρόμπα!

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  15/02/2004