Από τον Σαββόπουλο στον Λαζόπουλο

Από τον Σαββόπουλο στον Λαζόπουλο

Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έκλεισε καλλιτεχνικά με την πληθωρική παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου στη μεγάλη σκηνή του «Παλλάς» και του Λάκη Λαζόπουλου στη μικρή οθόνη της τηλεόρασης. Με μια πολυσύνθετη αναδρομή του ενός στην αφετηριακή δεκαετία του ’60 και ένα σχόλιο του άλλου στην τρέχουσα επικαιρότητα. Το χτες και το σήμερα; Περίπου.

 Κουβανέζικη επανάσταση, αντιπολεμικό κίνημα, Βιετκόνγκ, Πολιτιστική Επανάσταση, Τσε, Ανοιξη της Πράγας, Γαλλικός Μάης, Μαύροι Πάνθηρες, Μπέρκλεϊ, Μπιτλς, χιπισμός, ροκ, Ντίλαν, ψυχεδέλεια, μίνι φούστα, κασετόφωνα, Μαρκούζε, ερωτική απελευθέρωση, Γκοντάρ, Καστοριάδης, Γκαγκάριν, ταξίδι στο φεγγάρι, παλαιστινιακή αντίσταση, 114, Άξιον Εστί, ελληνικό ροκ, αντιδικτατορικός αγώνας… Αυτή τη δεκαετία ανατροπών συνόψισε ο Σαββόπουλος μέσα σε λίγα σπουδαία τραγούδια. Μάγοι στη σκηνή, Συννεφούλα, Ηλιος αρχηγός, Βιετνάμ γιε-γιε, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα, Αμνηστία ’64, Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, ο Καραγκιόζης που ονειρεύεται… Θέματα, μουσικές, ύφος και τρόπος παρουσίασης έξω από το πολιτιστικό μέινστριμ. Η πιο ενδιαφέρουσα έκφραση της ανατρεπτικής δεκαετίας. Και σε συνθήκες λογοκρισίας.

Εκτοτε, η χούντα έπεσε, η Κύπρος διχοτομήθηκε, το Βιετνάμ απελευθερώθηκε, το απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική καταργήθηκε, η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσε, η Αμερική φτώχυνε, η Κίνα αναδύθηκε, η Βενεζουέλα του Σιμόν Μπολίβαρ αναστήθηκε, οι πόλεμοι επέστρεψαν, το κλίμα αλλάζει, τα τρόφιμα ακριβαίνουν, το νερό μολύνεται, το AIDS σκοτώνει εκατομμύρια, δικαιώματα και κοινωνικές παροχές περιορίζονται, διανοούμενοι υπερασπίζονται το σύστημα, οι Ρόλινγκ Στόουνς είναι δισεκατομμυριούχοι, οι Χέντριξ, Μόρισον, Τζόπλιν, Τζόουνς, Κομπέιν, Ασιμος, Γώγου κ.ά. αυτοχειριάστηκαν, ο Ακης Πάνου κατέληξε στη φυλακή, τα τραγούδια έγιναν mp3, οι ζωγράφοι εγκλωβίστηκαν στις γκαλερί και η ζωγραφική βγήκε στον δρόμο, η παιδεία έγινε εμπόριο και οι φοιτητές ψηφίζουν δεξιά, Γέλτσιν-Μπους-Μπλερ-Σαρκοζί-Μπερλουσκόνι επιτάχυναν την παρακμή του δυτικού μοντέλου, η Ελλάδα καίγεται στα τζάκια, η γλώσσα τσουρουφλίζεται στα σχολεία, ο Θεοδωράκης τιμήθηκε από την αστυνομία και τον στρατό και ο Παρθενώνας μετακόμισε από την Ακρόπολη σε πολυκατοικία στου Μακρυγιάννη.

Πού είναι ο νέος Σαββόπουλος να μας τα πει; Παρακολουθώντας την ωραία παράσταση στο «Παλλάς», ένιωθα την προσπάθεια του Διονύση να ξανασυνδεθεί με τη δεκαετία του ’60, επιστρατεύοντας τραγούδια, νοσταλγία και συναίσθημα. Δεν ήταν εύκολο. Ισως γιατί ο Σαββόπουλος χρόνια τώρα κρατάει αποστάσεις, ενώ πολλοί συνομήλικοί του στο κοινό δεν έπαψαν ποτέ να ζουν με το άρωμα της δεκαετίας του ’60. Και οι νέοι με τα λάπτοπ επίσης μεγαλώνουν με Ντίλαν, Ντορς, Στόουνς, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση και Σιδηρόπουλο. Η αντίρρηση και η αμφισβήτηση εξακολουθούν να εκφράζονται με διαδηλώσεις για την παιδεία, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, ποδήλατα, καταλήψεις, ροκ και ρεμπέτικο. Σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες, οι πολίτες με ανησυχίες δεν απομακρύνθηκαν ποτέ από το πνεύμα των sixties.

Ζητούνται νέοι ανατροπείς

Οι δεκαετίες που μεσολάβησαν άφησαν άδειους ουρανοξύστες στο Αμπου Ντάμπι, κουφάρια των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, υπερχρεωμένα νοικοκυριά, σκάνδαλα, αύξηση αναλφαβητισμού, εκατομμύρια μεταναστών και προσφύγων, παραπληροφόρηση, καταναλωτισμό, τυποποιημένα πολιτιστικά προϊόντα, καταστροφή της φύσης, πείνα, εγκληματικότητα, ανεργία και ανασφάλεια. Πού είναι, όμως, οι νέοι φιλόσοφοι, πανεπιστημιακοί, ζωγράφοι, ποιητές και τραγουδοποιοί με ιδέες και πνευματικό ανάστημα να εκφράσουν την εποχή, να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, να ξεβολευτούν; Πού είναι οι ανατροπείς της καθεστηκυίας αισθητικής; Οι διάδοχοι των καινοτόμων δημιουργών Ελύτη, Ρίτσου, Αναγνωστάκη, Γκάτσου, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ζαμπέτα, Ξαρχάκου, Καλδάρα, Λοΐζου, Τσαρούχη, Μόραλη, Κοψίδη, Κουν, Κωνσταντινίδη, Ασιμου κ.λπ.;

Κυριάρχησε η μικροαστική κουλτούρα που απαθανάτισε στους «Μικρούς Μήτσους» ο Λαζόπουλος. Photoshop οπίσθια και σιλικονούχα στήθη μπήκαν με νίτρο στη ζωή μας, πρωινάδικα εγκαταστάθηκαν στα διαμερίσματά μας, τζιπ με τσαρούχια κυριάρχησαν στα όνειρά μας και τηλεψωνάκηδες αναγορεύθηκαν βουλευτές κωλτούρας. Και το «Αλ τσαντίρι» ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά τον επιθετικό σχολιασμό του νεοελληνικού εξαμβλώματος. Αλλά ένα σόου δεν μπορεί να αναπληρώσει το καλλιτεχνικό ρεύμα ιδεών και δράσεων που λείπει. Εξάλλου, η τηλεόραση όλα τα κάνει κιμά. Αφαιρεί από τους πολίτες τη δημιουργικότητα και τη συμμετοχή και τους καθιστά υποχείρια της εξουσίας, παθητικούς καταναλωτές του προκάτ και της κακογουστιάς.

Εάν κάθε φορά εξεγείρονταν λιγάκι από την καυστική κριτική του Λαζόπουλου, εκατομμύρια τηλεθεατές θα ξεχύνονταν στους δρόμους. Η τηλεόραση μεταλλάσσει το πιπέρι σε καραμέλα και το διεγερτικό σε κατασταλτικό. Ακυρώνει τον κριτικό λόγο. Ακόμα και τις υπερβάσεις που επιτρέπουν οι λογοκριτές στον Λαζόπουλο επειδή είναι παιδί των ΜΜΕ με ασυναγώνιστη εμπορικότητα. Οι αγανακτισμένοι νοικοκυραίοι ευχαριστιούνται που τα λέει έξω από τα δόντια για λογαριασμό τους και μετά πάνε για ύπνο ξαλαφρωμένοι. Ούτε οι πιο εύστοχες ατάκες δεν τους ξεκολλάνε απ’ τον καναπέ για να κάνουν τον θυμό τους διαμαρτυρία. Και στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσουν τους ίδιους.

Η παραδοσιακή αριστερά συντηρείται ακόμα χάρη στο πολιτιστικό της απόθεμα από το παρελθόν. Δεν ξανοίγεται ούτε διακινδυνεύει. Φοβάται το νέο, το διαφορετικό, το απρόβλεπτο, που δεν έχει αξιολογηθεί από τους ειδικούς.

Το καθιερωμένο χάσκει. Παραέξω, εκτός ΜΜΕ και «Παλλάς», υπάρχουν παιδιά που δημιουργούν παρέες, μουσικοί που παίζουν σε μουσικά σχολεία, καταλήψεις και μπαράκια, ζωγράφοι που κάνουν γκράφιτι σε τοίχους και τρένα, μικρομηκάδες που φτιάχνουν αυτοσχέδια φιλμάκια, εξαιρετικοί γελοιογράφοι και κομίστες με πένα αιχμηρή, ακτιβιστές που στήνουν μπλογκ, φυτεύουν παρκάκια στην άσφαλτο, κάνουν θέατρο δρόμου και εκδίδουν έντυπα σε όλη την Ελλάδα. Αλλά σ’ αυτές τις μικρές σκηνές δεν διεκδικούν δάφνες. Δεν ψάχνουν το φανταχτερό αλλά το αληθινό. Δεν προσφέρουν υλικό χρήσιμο για τηλεοπτικά παράθυρα, ραδιοφωνικά πλέιλιστ και πολιτιστικά τρίστηλα. Και δεν πάνε Μέγαρο.

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  17 Ιανουαρίου 2010

Ο τρελός, το περιβόλι και τ’ αγκάθια

Ο τρελός, το περιβόλι και τ’ αγκάθια

Πριν από 40 χρόνια, ένας ιστορικός δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου άνθιζε μέσα στη χούντα

Τέλη 1971, Δεινοκράτους, Ναυτικό Νοσοκομείο. Με ένα από τα πρώτα φορητά κασετόφωνα της εποχής, ανοίγει μια ατελείωτη συζήτηση με τον Διονύση Σαββόπουλο, για το κύριο θέμα του πρώτου φύλλου της μουσικής εφημερίδας «Μουσική Γενιά», που θα κυκλοφορήσει το Γενάρη της επόμενης χρονιάς.

Σεπτέμβρης 2009, ενόψει του μεγάλου αφιερώματος που ετοιμάζει για τον ερχόμενο Δεκέμβρη με θέμα τη δεκαετία του ’60, η συζήτηση συνεχίζεται στο ίδιο μέρος για το «Περιβόλι του Τρελού», που κυκλοφόρησε ακριβώς πριν από 40 χρόνια.

Αν η Ασφάλεια δεν τον εμπόδιζε να παίξει στην Πλάκα, ο Σαββόπουλος δεν θα βρισκόταν το ’68 στην πλατεία Βικτωρίας. Στο πλευρό του οι Περικλής Χαρβάς, Δέσποινα Γλέζου, Νίκος Τσιλογιάννης, Αρης Τασούλης, Βασίλης Ντάλλας, Τάκης Ανδρούτσος και άλλοι. Ο Γιώργος Ρωμανός με τον οποίο ήθελαν να φτιάξουν κοινή ορχήστρα δεν τον ακολούθησε στο υπόγειο της οδού Χέιδεν, το οποίο ήταν διακοσμημένο με εικόνες και αντικείμενα από την αμερικάνικη Δύση.

Για να μπούμε στο Ροντέο περνούσαμε από μια ξύλινη ανοιγοκλειόμενη πόρτα τύπου σαλούν.

Μπορεί στον τραγουδοποιό να άρεσαν τα γουέστερν, αλλά το σκηνικό ερχόταν σε αντίθεση με τη φιγούρα ενός πρωτοπόρου της αντικουλτούρας. Επιπλέον, επιβεβαίωνε το παρατσούκλι «ο καμπόης», που προσπαθούσε να του κολλήσει το καλλιτεχνικό περιβάλλον των μπουάτ, επειδή τόσο στην εμφάνιση όσο και στο ρεπερτόριο, με την κιθάρα και τα αμερικάνικα τραγούδια, ξέφευγε από την επικρατούσα περί ελληνικότητας ευθεία που ακολουθούσαν, στα βήματα του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, οι συνομήλικοί του Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Κουγιουμτζής, Λεοντής κ.ά. Ητανε κι ο Μπομπ Ντίλαν που έριχνε τη σκιά του στον Σαββόπουλο με τα τραγούδια διαμαρτυρίας και με τους στίχους που συχνά δεν έβγαζες νόημα, και που η ομορφιά τους είχε να κάνει με την ελευθερία και τα υπονοούμενα των λέξεων και όχι με τη σαφήνεια της «υπόθεσης» των τραγουδιών.

 

Πρωτιά με Ντίλαν

Παρ’ όλο που ο έλληνας τροβαδούρος τόνιζε περισσότερο τη σχέση του με τους διανοούμενους της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, τον Μπρασένς και τον Πρεβέρ, η παρουσία του Ντίλαν στο έργο του την περίοδο 1965-’75 είναι πιο χειροπιαστή.

Ο Σαββόπουλος υπήρξε από τους πρώτους που τραγούδησαν Ντίλαν. Εδώ ο αμερικανός τροβαδούρος με την Τζόαν Μπαέζ.

[Ο Σαββόπουλος υπήρξε από τους πρώτους που τραγούδησαν Ντίλαν. Εδώ ο αμερικανός τροβαδούρος με την Τζόαν Μπαέζ.]

 

Ανατρέχοντας στις δεύτερες εκτελέσεις τραγουδιών του Ντίλαν διεθνώς, διαπίστωσα ότι ο Σαββόπουλος είναι από τους πρώτους καλλιτέχνες παγκοσμίως (αν όχι ο πρώτος) που όχι μόνο τραγούδησαν συνθέσεις του Ντίλαν, αλλά τις διασκεύασαν και τις ηχογράφησαν στη γλώσσα τους. Το «δανεικό» απόσπασμα στο «Βιετνάμ γιε-γιε» είναι πολύ πρώιμο, αν σκεφτεί κανείς ότι το 1966 που κυκλοφόρησε το «Φορτηγό», ο Ντίλαν ήταν λίγο γνωστός έξω από το αμερικάνικο αντιπολεμικό κίνημα.

«Οι πίσω μου σελίδες» που συμπεριλαμβάνονται στο «Περιβόλι» (’69) ήταν ένα τραγούδι του ’64, ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα, το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστό από τους Byrds το ’67. Το ίδιο και με δύο τραγούδια από το άλμπουμ «John Wesley Harding» (’67) στον «Μπάλλο» (’71, «Ο Παλιάτσος κι ο Ληστής», που είχε διασκευαστεί με πολλή φαντασία από τον Τζίμι Χέντριξ) και στο «Βρώμικο Ψωμί» (’72, «Αγγελος Εξάγγελος»). Σε μια εποχή που οι πληροφορίες αλλά και οι δίσκοι έφταναν στη χώρα, όσοι έφταναν, με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, λίγοι άνθρωποι, σαν τον Τάσο Φαληρέα, ήταν καλά ενημερωμένοι.

Η εγκαθίδρυση της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» της 21ης Απριλίου έσπρωξε τον Σαββόπουλο βαθύτερα στην αλληγορία, όχι μόνο λόγω των επιρροών του από τους μπίτνικς και τους γάλλους «ιντελεκτουέλ», αλλά και λόγω των αυστηρών περιορισμών της λογοκρισίας που προϋπήρχε της χούντας και είχε αφήσει εκτός δισκογραφίας τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», την «Παράγκα» και άλλα εξαίρετα κομμάτια, τα οποία, αν και γράφτηκαν πριν από τη δικτατορία, κυκλοφόρησαν αναδρομικά το ’75 («Δέκα χρόνια κομμάτια»).

Αλλά και τα τραγούδια που αποτελούν το «Περιβόλι» γεννήθηκαν σε αντίξοες συνθήκες. «Το καλοκαίρι του ’67 γράφτηκαν η «Θαλασσογραφία», «Σαν παλιό ρεμπέτικο», «Οι πίσω μου σελίδες», «Είδα την Αννα κάποτε»…», λέει ο Διονύσης, ο οποίος ξαφνικά συνελήφθη, κλείστηκε στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας ως ύποπτος για αντικαθεστωτική δράση και έτυχε της «αναλόγου μεταχειρίσεως». «Σ’ αυτό το δεκαπενθήμερο έγραψα το «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή» με το μυαλό, χωρίς χαρτί και μολύβι, και τη «Θεία Μάνου»!».

 

Παρών στο Μάη του ’68

Η κατάσταση χειροτέρευε. Εκτός από τους χιλιάδες φυλακισμένους και εκτοπισμένους, είχαν αρχίσει και οι δίκες των πρώτων αντιστασιακών. Το ελληνικό τραγούδι δεν εξαφανίστηκε, αλλά η λογοκρισία και οι απαγορεύσεις τού φόρεσαν σιδερένια παπούτσια.

«Εγώ δεν μπορούσα, δεν άντεχα να ζήσω στην Ελλάδα! Με είχε πειράξει αυτό το πράγμα, βιολογικά και ψυχολογικά», σκέφτεται δυνατά.

Ετσι, στα γεγονότα του γαλλικού Μάη, το ’68, βρέθηκε με πλαστά χαρτιά στο Παρίσι, ακολουθώντας την τάση φυγής που επικράτησε όταν η πολιτιστική ασφυξία δεν ήταν καθόλου μικρότερη από την πολιτική. Με συντροφιά την Ασπα, έγραψε την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», που αναφερόταν στον Τσε. Ακροατές οι παρεπίδημοι Αχιλλέας Θεοφίλου, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Στέλιος Ράμφος, Αγγελος Ελεφάντης, Αλέκος Φασιανός…

Αλλά κι εκεί, αδιέξοδο. Τη μέρα της αντισυγκέντρωσης του Ντε Γκολ, το ζευγάρι, με οτοστόπ και μεγάλη ταλαιπωρία, φτάνει στο Μιλάνο όπου ο Διονύσης συνθέτει «Τα παιδιά που χάθηκαν» και «Το Περιβόλι». Με το «Ντιρλαντά» και τη «Συννεφούλα», που διασκευάζεται σε εμβατήριο, συμπληρώνεται το υλικό για το δίσκο. Μια σοβαρή προσπάθεια να ηχογραφηθεί στην Ιταλία για λογαριασμό της Ελέκτρα, ματαιώνεται μόλις η Ασπα μένει έγκυος.

«Υπάρχουν κι άλλα τραγούδια που θα μπορούσαν να ‘ναι στο «Περιβόλι», αποκαλύπτει ο συνομιλητής μου. «Το «Ολαρία», η «Θανάσιμη μοναξιά» και το «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή», μόλις τα είδε ο Πατσιφάς, μου είπε «βάλ’ τα αυτά σε μια γωνιά, σε παρακαλώ». Εγώ ξαναέδωσα τη «Φυλακή» για το «Βρώμικο ψωμί», ανακατεύοντας τον Δημοσθένη και την Ολυνθο για να δείξω μια αρχαιοπρέπεια», προκειμένου να περάσει το τραγούδι απ’ τη λογοκρισία.

Οταν ο Διονύσης ανανέωσε τις εμφανίσεις του στο Ροντέο, με καλό μεροκάματο χιλίων δραχμών (ο Κόκοτας έπαιρνε επτά χιλιάδες στα Δειλινά), ο Παύλος Ζέρβας είχε εξαφανίσει τους «γελαδάρηδες» από το ντεκόρ του μαγαζιού του.

Η απήχηση του τροβαδούρου μεγάλωνε, το κοινό αυξανόταν και γινόταν πιο πολύχρωμο ιδιαίτερα μετά την επιτυχία του «Ντιρλαντά», που έμελλε να μπλέξει τον Σαββόπουλο σε δικαστική διαμάχη με τον καπετάν Γκίνη, ο οποίος διεκδίκησε και κέρδισε την πατρότητα του νησιώτικου τραγουδιού.

Αλλη μια παρενέργεια της επιτυχίας ήταν ότι καπέλωνε το έργο και τη φυσιογνωμία που προσπαθούσε με άποψη να διαμορφώσει ο καλλιτέχνης. Θυμάμαι την έντονη αντίδρασή του στις παραγγελίες (συνηθισμένες στα μπουζούκια, αλλά και στις μπουάτ) που γίνονταν για ένα τραγούδι το οποίο είχε αφαιρεθεί από το πρόγραμμα για τους παραπάνω λόγους, από ένα κοινό που κατέβαινε στο Ροντέο για να δει τον «παράξενο» καλλιτέχνη, ο οποίος, προτού κάνει γκραν σουξέ με το «Ντιρλαντά», είχε προκαλέσει αίσθηση με την ελευθεριάζουσα «Ζωζώ». Κι ακόμα με τη «Συννεφούλα», η οποία διατάρασσε τα συντηρητικά ήθη διαλαλώντας την ανεκτικότητα για μια αγαπημένη που είχε το ελεύθερο να τριγυρνάει «μ’ όποιον θέλει κάθε βράδυ»! Σε καιρούς που τέτοιες εκτροπές τιμωρούνταν με γενική αποδοκιμασία.

 

Παράδοση και ροκ

Με το «Περιβόλι» ο Σαββόπουλος συνεχίζει να απομακρύνεται από τα κυρίαρχα ρεύματα, εμβαθύνοντας με δικούς του όρους τη σχέση με την ελληνική παράδοση και δημιουργώντας παράλληλα αυτό που, αν όχι στην κυριολεξία, τουλάχιστον συμβολικά χαρακτηρίζεται ως η κορωνίδα του ελληνικού ροκ, βοηθώντας στην εδραίωση μιας δυναμικής σκηνής με πρωταγωνιστές τους MGC που παίζουν στον Λεωνίδα στην Πλάκα και μετεξελίσσονται σε Εξαδάκτυλο, τα Μπουρμπούλια, We Five, Socrates (από Persons), Πελόμα Μποκιού, Poll κ.ά.

Το συγκριτικό πλεονέκτημά του (συνθέτης-στιχουργός-οργανοπαίχτης-τραγουδιστής) τον διευκολύνει να ξεδιπλώσει τους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς του προσανατολισμούς χωρίς να πτοείται από τις αντιρρήσεις των φίλων που απέκτησε με το ρηξικέλευθο «Φορτηγό».

«Ο λεγόμενος προοδευτικός κόσμος έχει πολλά στερεότυπα. Πολλές φορές δεν είναι ανοιχτός», επισημαίνει αναλογιζόμενος τις αντιδράσεις στα ντραμς κ.λπ. «Βέβαια, πλάκωσε ένας άλλος κόσμος, σαφώς λιγότερο πολιτικοποιημένος αλλά καθόλου αναίσθητος», προτού επιστρέψουν οι δικοί του.

Η επιλογή να μη θέτει όρια στις αισθητικές του αναζητήσεις, του επιτρέπει να δημιουργήσει ένα είδος τραγουδιού πρωτότυπο και διαρκώς εξελισσόμενο. Με το «Περιβόλι» ξεκολλάει από το «Φορτηγό» (κιθάρα-τραγούδι) εμπλουτίζοντας τη θεματολογία του και τον ήχο του. Στην παλιά Κολούμπια, με βασικό ηχολήπτη τον Γιώργο Κωνσταντόπουλο, ο Γιώργος Κοντογιώργος, με νεοκυματικές επιτυχίες στο ενεργητικό του, βάζει καινούρια όργανα και μουσικές φράσεις στα τραγούδια του Σαββόπουλου, πιο κοντά στο φολκ ροκ. «Του χρωστάω πάρα πολλά», λέει με έμφαση ο Διονύσης.

Εγγαμος πλέον και πατέρας του νιόφερτου Κορνήλιου, ο Σαββόπουλος δεν ανήκει στα παιδιά των λουλουδιών, όπως απεικονίζονται στο ωραιότατο χίπικο εξώφυλλο του φίλου του απ’ τη Θεσσαλονίκη Στέργιου Δελιαλή, το οποίο διαλέγει ως πιο εμπορικό ο Αλέκος Πατσιφάς, αντί για το σχέδιο που προτείνει ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος για το δίσκο που κυκλοφορεί από τη Λύρα, τέλη του 1969.

Τη χρονιά που η κηδεία-διαδήλωση του Γεωργίου Παπανδρέου, η καταδίκη δις εις θάνατον του Αλέκου Παναγούλη, ο τραυματισμός από βόμβα του καθηγητή Σάκη Καράγιωργα και οι πρώτες πράξεις αντίστασης κατά της δικτατορίας πότιζαν το σπόρο της αμφισβήτησης, τα τραγούδια του Σαββόπουλου έριχναν φως στην καταθλιπτική και γκρίζα εποχή, όχι με συνθήματα και αναμασήματα αλλά με καινούριες ιδέες, ποιητικές μεταφορές και εναλλακτικές προτάσεις καθημερινού στοχασμού.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ : ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

1969: η χρονιά που θ’ άλλαζε τον κόσμο

1969: η χρονιά που θ’ άλλαζε τον κόσμο

Η Αμερική ξυπνούσε από το λήθαργο της συντήρησης και του απατηλού ονείρου, ενώ στην Ελλάδα εν μέσω χούντας άρχισε να πνέει ένας άνεμος καλλιτεχνικής πρωτοπορίας

Τη χρονιά που πάτησε ο άνθρωπος στο φεγγάρι, ο πλανήτης Γη βρισκόταν σε αναταραχή. Η Αμερική παλλόταν από μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου κατέφθαναν στο Γούντστοκ για μια γιορτή «αγάπης, ειρήνης και μουσικής», το αντιπολεμικό κίνημα απλωνόταν από το Τόκιο ώς το Βερολίνο, οι εθνικο-απελευθερωτικοί αγώνες ανθούσαν σε Ασία και Αφρική, ενώ στην Ελλάδα, την τυλιγμένη στον «γύψο», οι εξορίες και οι φυλακίσεις βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη, αλλά στα νυχτερινά κέντρα το κέφι έφτανε στο ζενίθ…. Τι αξίζει να θυμηθούμε από εκείνη την εποχή; Τι μας κληροδότησε μέχρι σήμερα; Ο απολογισμός, στο αφιέρωμα που ακολουθεί.

Το 1969, το κέντρο του κόσμου ήταν η Αμερική. Στην Ελλάδα, με τη χούντα στο φόρτε της, με την ανίσχυρη ακόμα αντίσταση να περιμένει βοήθεια από το εξωτερικό, ο πολιτισμός είχε καθήσει.

Αλλοι στη φυλακή, άλλοι στις εξορίες, άλλοι στο εξωτερικό και οι περισσότεροι στα σπίτια τους, φοβισμένοι και παρακολουθούμενοι. Στους φοιτητικούς χώρους η αντίσταση βρισκόταν σε επίπεδο αναγνωριστικών συζητήσεων στην καφετερία της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης, στην οδό Μασσαλίας.

Υπήρχε μια ποπ σκηνή που προσπαθούσε να βγει από την ελαφρότητα της δεκαετίας που μονοπωλήθηκε από τις εφηβικές μιμήσεις των ελληνικών συγκροτημάτων και τη χειραγώγηση των «γιεγιέδων» από τον Νίκο Μαστοράκη και (συμπληρωματικά) τους αδελφούς Καρατζαφέρη, Γιώργο και Σπύρο, που αποστείρωναν τη νέα μουσική από όλα της τα νοήματα περιορίζοντάς την σε μπιτς πάρτι και χαζοχαρούμενες πόζες.

Τα μακριά μαλλιά ήταν απαγορευμένα από το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες των συνταγματαρχών και, μαζί με τις μίνι φούστες, ηθικά κατακριτέα από μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που έριχνε βιτριόλι στις κοπέλες που αρνούνταν τις προτάσεις των «γαμπρών» και έλυνε με παραθείο τις οικογενειακές διαφορές, με ένα νομικό πλαίσιο που θεωρούσε το σεξ κακούργημα, απειλώντας τους νέους με φυλακή ή γάμο!

Εποχή που οι γονείς στέλνανε τα κορίτσια τους νύφες στην Αυστραλία με άγνωστους «παραλήπτες». Και η Αρχιεπισκοπή τιμωρούσε τον εφημέριο του Αγίου Χαράλαμπου Ιλισίων «γιατί ετέλεσε χίπικον γάμο με μίνι και λουλουδένιες κάλτσες»!

Ηταν όμως η χρονιά που τα πράγματα άλλαζαν. Αποδεσμευόμασταν από τους «ποπ πατέρες», αφήναμε τα μαλλιά μας να μακρύνουν, κονταίναμε τις φούστες και στρεφόμασταν στον Σαββόπουλο, τα Μπουρμπούλια και τους MGC, και κάναμε παρέα με τους χίπι που έφερναν στα Αναφιώτικα της Πλάκας βιβλία του Θορό, ινδικά μυρωδικά, περίεργα τσιγάρα και σλίπιν μπαγκ που δεν είχαμε ξαναδεί, στον δρόμο για τα Μάταλα ή το Κατμαντού.

Στο ελληνικό τραγούδι, παρ’ όλο που η λογοκρισία είχε στενέψει πολύ τον κορσέ, έβγαιναν σπουδαία τραγούδια χάρη στον Ζαμπέτα, τον Ακη Πάνου, τον Σπανό, τον Μαρκόπουλο, τον Λοΐζο κ.ά.

Ο Θεοδωράκης εξόριστος στη Ζάτουνα συνέθετε τις Αρκαδίες απομονωμένος στο εσωτερικό αλλά όχι στο εξωτερικό, όπου το «Ζ» του Κώστα Γαβρά σάρωνε τους διεθνείς επαίνους και τα βραβεία στις Κάνες και στα Οσκαρ!

Μουσική – περιβόλι

Σε μια εποχή που η χούντα προσπαθούσε να κατευνάσει το Συμβούλιο της Ευρώπης, το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού με τις μουσικές του Μίκη έφερνε στο παγκόσμιο προσκήνιο τα ανδραγαθήματα του φασιστικού παρακράτους.

Ο Χατζιδάκις, στην Αμερική, συνεργαζόταν με τους New York Rock & Roll Ensemble για να παρουσιάσει το αγγλόφωνο έργο του «Reflections».

Οι ειδήσεις που είχαν σχέση με τον πολιτισμό και την πολιτική ήταν απελπιστικά φτωχές. Οι ερασιτεχνικοί σταθμοί έπαιζαν καλά τραγούδια, αλλά χωρίς επικίνδυνες αναφορές. Οι εκπομπές που έκανα στον «Φοίνικα», στα Πατήσια, κόπηκαν απότομα όταν άρχισα να σχολιάζω τα τραγούδια του Σαββόπουλου και του Ντίλαν.

Ηταν η χρονιά που, μέσα στην ακινησία, κυκλοφορούσε το «Περιβόλι του Τρελλού», με τραγούδια γεμάτα υπονοούμενα και ένα ωραίο χίπικο εξώφυλλο που δεν ταίριαζε πολύ στη φυσιογνωμία του καλλιτέχνη. Ο Σαββόπουλος στο μικρό υπόγειο «Ροντέο» της πλατείας Βικτωρίας, ήταν το ελληνικό αντεργκράουντ που αναζητούσε χώρο ανάμεσα στην καχύποπτη για δυτικότροπα ανοίγματα στον πολιτισμό αριστερά και την τσαρουχομπαρόκ χουντική δεξιά. Ούτε για το Γούντστοκ έγραψαν κάτι οι εφημερίδες.

Όσοι μαθαίναμε αγγλικά ρουφούσαμε τα ξένα περιοδικά που κυκλοφορούσαν σε δύο-τρία κεντρικά περίπτερα και αναζητούσαμε στα βραχέα τους ντιτζέι του Ράδιο Καρολίνα, που εξέπεμπαν πειρατικά από ένα πλοίο αγκυροβολημένο έξω από τα βρετανικά χωρικά ύδατα.

Η ολιγοήμερη απόδραση του Παναγούλη και η σύλληψή του προβλήθηκαν επιδεικτικά από τη χούντα, όπως και οι συλλήψεις των πρώτων αντιστασιακών, ενώ η με πολιτικά κίνητρα αεροπειρατία του γιατρού Τσιρώνη, που διέφυγε στην Αλβανία με αεροπλάνο της Ολυμπιακής, υποβαθμίστηκε. Φαινομενικά ήταν μια σχετικά ήσυχη χρονιά, γιατί ακόμα δεν γινόταν αντιληπτή η υπόγεια ζύμωση απ’ την οποία θα ξεπηδούσε το μαχητικό αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στην αυγή της δεκαετίας του ’70 και η επακόλουθη πολιτιστική άνοιξη.

Αναμφίβολα, αν το 1968 είναι η κορυφαία χρονιά της ευρωπαϊκής εξέγερσης, το 1969 είναι της αμερικάνικης. Με δύο βασικές τάσεις, αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοαναιρούμενες, με επίκεντρο τον πόλεμο του Βιετνάμ. Στο Γούντστοκ συναντιούνται όλοι, 400 χιλιάδες ειρηνιστές χίπι και μέλη της νέας αριστεράς. Οι χορτοφάγοι και ψυχεδελικοί από τα κοινόβια του Χέιτ-Ασμπουρι με τα βιβλία του Έσε και του Γουίτμαν στα σακίδια, με τους ακτιβιστές των πανεπιστημίων με μπροσούρες αυτοδιαχείρισης, σε μια υπερμεγέθη γιορτή αγάπης, φιλίας και καλής μουσικής.

Παρόμοιες σκηνές επαναλαμβάνονται από την Ατλάντα και το Τέξας ως το Αϊλ οφ Γουάιτ στη Βρετανία. Ο κόσμος είναι τόσο πολύς και ετερόκλητος, που οι πιο πολιτικοποιημένοι δεν μπορούν να ελέγξουν τις καταστάσεις. Στη συναυλία των Στόουνς στο Αλταμοντ, οι συμμορίες των Αγγέλων της Κολάσεως χτυπούν με μαχαίρια τους θεατές βάζοντας συμβολικά τέλος στην αθωότητα.

Ο Μπόουι ήρθε από το διάστημα

Σε όλα τα πρωτοκλασάτα πανεπιστήμια γίνονται εκδηλώσεις στη μνήμη του Χο Τσι Μινχ που πεθαίνει στο Ανόι και αναπτύσσονται ζωηρά φόρουμ κάτω από τις μεγεθυμένες φωτογραφίες του Τσε και του Μάο. Στο Μπέρκλεϊ κλείνουν βίαια το κέντρο στρατολογίας, στο Χάρβαρντ προσπαθούν να ιδρύσουν αντιπανεπιστήμιο, το Κορνέλ καταλαμβάνεται από ένοπλους Μαύρους Πάνθηρες και φοιτητές του Πρίνστον πιάνουν δουλειά στα εργοστάσια με την εργατική τάξη! Πραγματική κοσμογονία και στον εναλλακτικό τύπο. Περισσότερες από 150 εφημερίδες με κυκλοφορία δύο εκατομμυρίων αντιτύπων ανατρέπουν τον καθιερωμένο χαρακτήρα της δημοσιογραφίας με τολμηρή γλώσσα, ψυχεδελικά κολάζ και «χειροποίητες» γραμματοσειρές. Οι αντιπολεμικές δραστηριότητες, οι εξεγέρσεις στα πανεπιστήμια, τα δικαιώματα των γυναικών, μειονοτήτων, ιθαγενών και ομοφυλοφίλων, η πάλη των τάξεων, η νέα λογοτεχνία, η σεξουαλική απελευθέρωση, η κουλτούρα των ναρκωτικών, η αστυνομική βία, τα μουσικά φεστιβάλ, οι δίσκοι και πολλά άλλα θέματα που περνούσαν διαστρεβλωμένα από τα ΜΜΕ, γεμίζουν τις σελίδες του Berkeley Barb, του San Francisco Oracle, του Ramparts και δεκάδων άλλων εντύπων που ανταλλάσσουν ελεύθερα την ύλη τους ως μέλη του Συνδικάτου Αντεργκράουντ Τύπου. Στα φυλλάδια που μοιράζονται στα πανεπιστήμια κυριαρχούν οι αναφορές στην κουβανέζικη επανάσταση και την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα. Οι αρνητές στράτευσης που καταφεύγουν στον Καναδά θα φτάσουν τελικά τις 50 χιλιάδες! Παράλληλα, ο Ψυχρός Πόλεμος συνεχίζεται με ένταση. Συμπτωματικά, ο Ντέιβιντ Μπάουι ξεκινάει την καριέρα του με ένα τραγούδι (Space Oddity) που γίνεται τεράστια επιτυχία, αφηγούμενο την ιστορία ενός αστροναύτη που θαυμάζει τη Γη από ψηλά! Τα βήματα του Νιλ Αρμστρονγκ στη Σελήνη προκαλούν παγκόσμια αίσθηση, φέρνοντας σε ακόμα δυσκολότερη θέση τους Σοβιετικούς, οι οποίοι έχουν προβλήματα στα σινοσοβιετικά σύνορα και στην Τσεχοσλοβακία, που είναι ανάστατη από την εισβολή των τανκ του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την αυτοπυρπόληση του φοιτητή Γιάν Πάλακ στην Πράγα. Αλλά η Αμερική αιμορραγεί. Οι τηλεοπτικές εικόνες με τα φέρετρα των νεκρών στρατιωτών, που ξεπερνούν τους 35 χιλιάδες ώς το τέλος του 1969, βγάζουν στα συλλαλητήρια του Peace Moratorium (15 Οκτωβρίου) δύο εκατομμύρια πολίτες κόντρα στην πολιτική ηγεσία και το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα. Ο πρόεδρος Νίξον, ενώ μυστικά εγκρίνει την επέκταση των αεροπορικών βομβαρδισμών στην Καμπότζη, αναγκάζεται να εξαγγείλει τη σταδιακή απόσυρση των στρατευμάτων από το Βιετνάμ, τα οποία έχοντας χάσει το ηθικό τους χάνουν και την υποστήριξη μεγάλης μερίδας συντηρητικών Αμερικανών μετά την αποκάλυψη της σφαγής 109 γυναικόπαιδων στο χωριό Μάι Λάι.

Κατά του απαρτχάιντ

Το αντιπολεμικό κίνημα έχει απλωθεί από το Τόκιο ως το Βερολίνο, επηρεάζοντας την πολιτική και την κουλτούρα σε πολλά επίπεδα, γιατί μαζί του μορφοποιούνται τα κινήματα για το δικαίωμα των γυναικών στην επιλογή, τη σεξουαλική ελευθερία, τη φυσική ζωή και τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Οι διαμαρτυρίες ενάντια στο απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και της (βρετανικής) Ροδεσίας εξαναγκάζουν τις μητροπόλεις να προχωρήσουν σε αποκλεισμούς των ρατσιστικών καθεστώτων διευκολύνοντας τους αγώνες για την ανατροπή τους. Και η εκλογή της αγωνίστριας των πολιτικών δικαιωμάτων Μπερναντέτ Ντέβλιν στο βρετανικό Κοινοβούλιο και η φυλάκισή της οξύνουν την αντίσταση στην αγγλική κατοχή με συλλαλητήρια και συγκρούσεις, την ώρα που οι απανταχού Ιρλανδοί γιορτάζουν την απονομή του Νόμπελ λογοτεχνίας στον Σάμιουελ Μπέκετ! Αυτή η μεγάλη αναταραχή δημιουργεί ένα παγκόσμιο πολιτιστικό κίνημα και ένα διεθνές περιβάλλον ευνοϊκό για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Ασία και την Αφρική. Το 1969, ο Καντάφι ανατρέπει τον βασιλιά Ιντρις στη Λιβύη και ο Αραφάτ εκλέγεται πρόεδρος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, ενώ, ταυτόχρονα με την παραίτηση του συνδιαμορφωτή της μεταπολεμικής Ευρώπης Ντε Γκολ στη Γαλλία, γίνεται πρωθυπουργός στη Σουηδία ο Ολαφ Πάλμε που θα παίξει σημαντικό ρόλο στο κίνημα ειρήνης μέχρι τη δολοφονία του.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Η Λύρα που αγαπήσαμε

Η Λύρα που αγαπήσαμε

Μπαίνοντας στο νεοκλασικό της Κριεζώτου 11, στο υπογάστριο του Κολωνακίου, άφηνα το τυλιγμένο πανό στο στενό προαύλιο πίσω από την καγκελένια πόρτα, για να το χρησιμοποιήσω στην απογευματινή διαδήλωση στα Προπύλαια.

 Ν. Καρύδης, Κ. Κουν, Μ. Μερκούρη, Αλ. Πατσιφάς

Ο Πατσιφάς δεν έλεγε κουβέντα, ούτε ο Μαραβέλιας στο εμπορικό τμήμα στον κάτω όροφο, ούτε βέβαια ο υπεύθυνος της αποθήκης, ο Ασωνίτης, που είχε φάει καμιά εικοσαριά χρόνια στις εξορίες. Στη Λύρα οι ιδέες ήταν πάντα ελεύθερες.

Πριν ακόμα ενταχθώ στο δυναμικό της, διάβαζα με δέος τα δελτία τύπου που ο Τάσος Φαληρέας και ο Πέτρος Μοροζίνης, ο ποιητής, έγραφαν για τον Φρανκ Ζάπα, τον Τζον Λι Χούκερ, τον Λόρκα και τον Ελύτη, αναλύοντας τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα με πρωτότυπο και διεισδυτικό τρόπο, στριμωγμένοι σε δυο μικρά γραφεία σ’ ένα στενό, πολύ στενό δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Μ’ αυτούς ως πρότυπα, συνέχισα από το 1972 την παράδοση να διαλέγω τους προς έκδοσιν δίσκους με ποιοτικά κριτήρια, χωρίς το βραχνά της εμπορικότητας, αφού ο Πατσιφάς ποτέ δεν μας έκανε παρατήρηση για τις πωλήσεις, ενώ καμιά φορά μας ειρωνευόταν για την ποιότητα των επιλογών μας. Αν και είχε άγχος με τα οικονομικά, με δεδομένο ότι η Λύρα ήταν η μικρότερη από τις μεγάλες εταιρείες, έδινε προτεραιότητα στις κοινωνικοαισθητικές επιλογές του. Και με το ίδιο σκεπτικό δούλευε όλη η παραγωγή, υπό το άγρυπνο βλέμμα της Κατερίνας Γεωργή και τις συνετές συμβουλές του Τάκη Τσίρου. Γι’ αυτό κι εμείς ψάχναμε για λύσεις.

Ο «οικότροφος» Διονύσης Σαββόπουλος

Οταν με τον Τάσο ακούσαμε την κασέτα που μας έφερε ο νεοαφιχθείς στην Αθήνα Άσιμος, με πρόχειρα ηχογραφημένα τραγούδια του, είπαμε στον Πατσιφά ότι θα δώσουμε μια ευκαιρία σε μια «ενδιαφέρουσα περίπτωση». Και αφού εισπράξαμε μια γκριμάτσα που δεν σήμαινε ούτε ναι ούτε όχι, διαλέξαμε τον «Μηχανισμό» και τον «Ρωμιό» για ένα σαρανταπεντάρι, και βάλαμε τον Νικόλα στο στούντιο, διαθέτοντάς του, σιωπηρά, ακόμα και πνευστά, που ήταν πιο ακριβά από τα βασικά όργανα. Ισως το γεγονός ότι ο Πατσιφάς ήταν αστός, να διευκόλυνε την έκδοση δίσκων με περιεχόμενο που εθεωρείτο ανατρεπτικό. Μάλιστα, πολλές φορές, τηλεφωνούσε ο ίδιος στον Ανδρέα Χατζηαποστόλου, που εργαζόταν στο υπουργείο Προεδρίας, και ασκούσε πιέσεις, άλλοτε με γλυκό κι άλλοτε με οργισμένο ύφος, για να περάσει κάποιο τραγούδι απ’ τη λογοκρισία.

 

Στ. Κραουνάκης, Β. Μοσχολιού

Οταν αποφάσισε να προχωρήσει στην ηχογράφηση ενός κύκλου τραγουδιών τού μουσικολόγου καθηγητή από το Φράιμπουργκ Αργύρη Κουνάδη σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα, ήξερε πολύ καλά περί τίνος επρόκειτο, από τον τίτλο του δίσκου «Δεν περισσεύει υπομονή» ώς το τραγούδι «Εις μνημόσυνον» που αναφερόταν υπαινικτικά στον Νίκο Μπελογιάννη. Και τον στήριξε με δύο σπουδαίες τραγουδίστριες, τη Σωτηρία Μπέλλου και την Ελένη Βιτάλη. Για να μην αναφερθώ καθόλου στον Διονύση Σαββόπουλο που ήταν «οικότροφος», αλλά και μόνιμος «μπελάς» με τους αλληγορικούς στίχους του. Η Λύρα ήταν ένα εργαστήρι πολιτισμού, που καθημερινά, χωρίς ραντεβού, μπαινοβγαίνανε δημιουργικοί άνθρωποι. Το ιδανικό πανεπιστήμιο.

Με τον πρόωρο θάνατο του Πατσιφά διαταράχτηκαν οι λεπτές ισορροπίες, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του Κυριάκου Μαραβέλια που ανέλαβε να κρατήσει τη Λύρα στον ίδιο δρόμο, χρίζοντας και τον Σαββόπουλο καλλιτεχνικό διευθυντή ώς την αποχώρησή του, που μαζί με τις μετεγγραφές της Γλυκερίας, της Αρλέτας και της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, αποδυνάμωσαν εμπορικά την εταιρεία.

Η ανάληψη του κουμάντου από τον νέο αλλά καλλιεργημένο υιό Μαραβέλια, έδωσε νέα παράταση ζωής στη φυσιογνωμία της Λύρας, με υπεύθυνο παραγωγής σήμερα την Ντόρα Ρίζου. Ηδη όμως, οι συνθήκες στη δισκογραφία άλλαζαν δραματικά, καθιστώντας αναπόφευκτο, όπως φαίνεται από τις εξελίξεις, το μελλοντικό κλείσιμο ή τη σημερινή μεταβίβαση.

Η άνευ κανόνων εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης από το ’90, δεν ευνόησε τη Λύρα, η οποία ήδη δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις από τις πολυεθνικές που είχαν αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος από την πίτα της αγοράς. Η Λύρα δεν μπορούσε να προσφέρει τις μεγάλες προκαταβολές και τα διαφημιστικά πακέτα με τα οποία οι ξένες εταιρείες δελέαζαν τους πιο «ευπώλητους» καλλιτέχνες της, ούτε να «υιοθετήσει» κάποιο από τα ρεύματα της εποχής, ποπ-λαϊκοπόπ-σκυλάδικο-κ.ά.

Η δισκογραφική αναβίωση του ρεμπέτικου στους κόλπους της Λύρας, με τη σειρά δίσκων της Μπέλλου και την Ρεμπέτικη Κομπανία το ’75, και η παρέμβαση της μεγάλης παρέας Σαββόπουλου, Ξυδάκη, Ρασούλη, Παπάζογλου, Σιμώτα, Κυριτσόπουλου και αδελφών Κοντογιάννη, που γέννησε την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και το ρεύμα του «νεολαϊκού» τραγουδιού, δεν είχε αντιστοιχίες.

Οι ηχογραφήσεις της λόγιας μουσικής (από Σκαλκώτα, Καλομοίρη, Κωνσταντινίδη έως Βρόντο, Γρηγορίου και Κουμεντάκη), πολύ τιμητικές για τους εμπνευστές της σειράς, αλλά για πολύ εξειδικευμένο κοινό. Η εξαγορά της εταιρείας Music Box, με λαϊκό ρεπερτόριο από την εποχή του Γαβαλά και του Αγγελόπουλου, ήταν μια σημαντική κίνηση, που δεν μπορούσε όμως μακροπρόθεσμα να σώσει το σύνολο, παρ’ όλο που ο Δημήτρης Κάππος πέτυχε να βάλει αρκετές φορές τον «δύσκολο» Καζαντζίδη στο στούντιο. Και δεν μπορούσε γιατί οι γενικότερες αλλαγές έτρεχαν γρηγορότερα. Τα «πρέμιουμ», η έναντι ευτελούς τιμήματος διανομή δεκάδων εκατομμυρίων αντιτύπων τού νέου φορέα ήχου μέσω εφημερίδων, περιοδικών, ακόμα και πασχαλινών αρνιών, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας τού ’90, προκάλεσε κορεσμό στην πελατεία, εξάντλησε τους πλούσιους καταλόγους των εταιρειών και, κυρίως, απαξίωσε το CD. Σε συνδυασμό με την πειρατεία, μέσω διαδικτύου και έγχρωμων «πλασιέ», το νόμιμο CD έχασε κάθε αξία (αν και πολύ ακριβό), ως προϊόν, ως φετίχ και ως δώρο. Με εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά κέρδους, αλλά ζεστό μετρητό, η δισκογραφία αυτοκτονούσε ομαδικά, συμπαρασύροντας και τη Λύρα, η οποία είχε να αντιμετωπίσει και πιο «δικά της» προβλήματα.

Στέγη στους νέους δημιουργούς

Χωρίς νέα ποιοτικά μουσικά ρεύματα και με «τα ανήσυχα πνεύματα» των προηγούμενων δεκαετιών σε απόσυρση ή σε επιδίωξη συνεργασιών με τους ισχυρούς παίκτες τού νέου ραδιοτηλεοπτικού-δισκογραφικού μπλοκ, η Λύρα απέκτησε και πρόβλημα ρεπερτορίου, που δεν μπορούσαν να το καλύψουν ποσοτικά οι εξαίρετοι και «ιδιόρρυθμοι» πιστοί, σαν τους Χειμερινούς Κολυμβητές, τον Σωκράτη Μάλαμα, τη Μαριώ και τον Νίκο Παπάζογλου, που δεν μπαίνουν πολύ τακτικά στο στούντιο. Παρ’ όλ’ αυτά, η Λύρα εξακολούθησε να προσφέρει στέγη σε νέους δημιουργούς που αισθάνονται πιο άνετα σε ένα βιοτεχνικό και «βιολογικό» περιβάλλον, όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, η Σαββίνα Γιαννάτου και η Ομαδική Απόδραση του Δημήτρη Οικονομάκη. Επιπλέον, το είδος του ρεπερτορίου της εταιρείας δεν της επέτρεπε να επωφεληθεί από τη χρήση νέων τεχνολογιών που δημιουργούν έσοδα, όπως τα ringtones.

Ο Πάνος Μαραβέλιας είχε αρνηθεί στο παρελθόν προτάσεις για εξαγορά της Λύρας από τις πολυεθνικές, αλλά το μέλλον της δισκογραφίας διαγραφόταν γκρίζο. Ισορροπώντας σε τεντωμένο σχοινί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυξάνονταν οι πιθανότητες πτώσης. Και όμως, η πώληση της εταιρείας έπεσε σαν βόμβα στις ψυχές μας. Μετά τον Πατσιφά, έχανε τώρα και την ανεξαρτησία της.

Η Λύρα δεν ήταν μια συνηθισμένη εταιρεία δίσκων. Ηταν αυτό που κανένα υπουργείο Πολιτισμού ή Παιδείας δεν μπορεί να αντιληφθεί. Απροστάτευτη και απελπιστικά μόνη. Γιατί η Λύρα ήταν απόρροια του ελληνικού διαφωτισμού, της μεγάλης αυτής κίνησης για τη δημιουργία ενός σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, που προηγείται σαν αντίληψη, αλλά και τρέχει παράλληλα με τη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, άλλοτε σε σύμπλευση κι άλλοτε σε σύγκρουση. Η Λύρα που, πιάνοντας το νήμα από τη γενιά του ’30 και εγγράφοντας Εγγονόπουλο, Εμπειρίκο, Ελύτη, Ρίτσο, Χριστιανόπουλο κ.ά., με εξώφυλλα Μόραλη, Βασιλείου, Μυταρά, Τάσσου, Μποστ, Φασιανού, Σταθόπουλου, Ακριθάκη κ.λπ., χτίζει ένα ολόκληρο «σώμα» με σύγχρονους τραγουδοποιούς, από τον Χατζιδάκι και τον Μαμαγκάκη ώς τον Σαββόπουλο και τον Ξυδάκη, μαζί με Σπανό, Χουλιάρα, Βίρβο, Γλέζο, Μαυρουδή, Πλέσσα, Παπαδόπουλο, Δασκαλόπουλο, Κακουλίδη, Ιατρόπουλο, Μούτση, Ρασούλη, Αργύρη Μπακιρτζή και ουκ ολίγους άλλους.

Θέτοντας τον συλλογισμό μου υπόψη του, ο Διονύσης Σαββόπουλος εύστοχα επισημαίνει ότι «δεν διηγούνται μόνον οι καλλιτέχνες ένα μύθο. Τον διηγούνται και οι επιχειρηματίες κάποτε. Η μυθολογία του Πατσιφά ήταν: είμαστε εκείνοι που φτιάξαμε και στηρίξαμε τους ποιητές, τη νεοελληνική ζωγραφική και το θέατρο. Είμαστε εκείνοι που στήριξαν και διεύρυναν τη δημοκρατία και αυτές οι αξίες πρέπει να μεταφερθούν στον καινούργιο χώρο που ονομάζεται νεοελληνικό τραγούδι και δισκογραφία. Αυτά σκεφτόταν ο Αλέξανδρος Πατσιφάς από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πράγματι, ήταν παιδί του ελληνικού διαφωτισμού».

Αυτή την εταιρεία ανακοίνωσε ξαφνικά ότι αγόρασε ο Κώστας Γιαννίκος, των Modern Times, της Legend και του Alter. Και τώρα, όλοι αναρωτιούνται: Σε κακά χέρια η Λύρα; Ισως ναι, ίσως όχι. Γιατί ο Γιαννίκος προέρχεται από το χώρο της δισκογραφίας επί εποχής Τάκη Β. Λαμπρόπουλου και γιατί, στο παρελθόν επιχειρηματίες που κέρδιζαν χρήματα από πιο ταπεινές πηγές, φρόντιζαν να αφήσουν πίσω τους σπουδαίες κληρονομιές, έργα, ιδρύματα, βιβλιοθήκες και σχολεία. Ελπίζομεν.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην εφ. Ελευθεροτυπία, 13/5/2007