Η ηθική της Αριστεράς δεν είναι ανταλλάξιμη!

Μανώλης Γλέζος Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού

Από παιδί είχα ένα μεγάλο σεβασμό για τους αριστερούς χωρίς να έχω μεγαλώσει σε αριστερή οικογένεια. Η μάνα μου κι ο πατέρας μου, για πολλά χρόνια, έδιναν αγώνα επιβίωσης στην Αθήνα, μόνοι τους, αβοήθητοι, με δυο μικρά παιδιά, από ένα υπόγειο στην πλατεία Καλλιγά, στα Πατήσια. Πρόσφυγες από την Πόλη δεν είχαν την πολυτέλεια να ασχοληθούν με την πολιτική όχι μόνο γιατί δεν γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, αλλά και γιατί η πιεστική προτεραιότητά τους ήταν να βρουν τον τρόπο, σε ένα όχι ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον, να μας ταΐσουν, να μας ντύσουν και να μας μορφώσουν. Αγαπούσαν κάθε έναν και κάθε τι που προερχόταν από την Ελλάδα, είχαν πονέσει με την «τύχη» των Κυπρίων αγωνιστών που πολεμούσαν τους Άγγλους και έγραφαν καλλιγραφικά τα ελληνικά γράμματα.

Ποτέ δεν εκστόμισαν μία αντικομμουνιστική κουβέντα, ούτε υπέκυψαν στις πιέσεις των ασφαλιτών του αστυνομικού τμήματος της Κυψέλης που ζητούσαν από τους καταστηματάρχες πληροφορίες για τα φρονήματα των πελατών τους. Οι αριστεροί τότε, επί καραμανλικής οκταετίας, κουβαλούσαν το στίγμα του «κομμουνιστοσυμμορίτη» ή, κατ’ ελάχιστον, του «συνοδοιπόρου». Αλλά, οι άνθρωποι αριστερών πεποιθήσεων που εμείς γνωρίζαμε προσωπικά, δεν μας φαίνονταν ούτε αιμοβόροι ούτε αλλόκοτοι. Αντιθέτως, ήταν αξιοζήλευτοι. Φτωχοί, αλλά αξιοζήλευτοι. Η θεία Χριστίνα, αδερφή της μητέρας μας, Κοκκινιώτισσα, πρόσφυγας, κομμουνίστρια και χριστιανή, ήταν η προσωποποίηση της αγιοσύνης. Θυσιαστική και ανιδιοτελής. Οι αριστεροί γείτονές μας, οι Βρασιβανόπουλοι, ζούσαν σε ένα μικρό διαμέρισμα γεμάτο από θαυμαστά βιβλία, ανοιχτό σε όλους.

Οι ποιητές, οι συνθέτες, οι ηθοποιοί, οι άνθρωποι που με το έργο τους ομόρφαιναν τη ζωή μας και της έδιναν περιεχόμενο, ήταν, οι περισσότεροι, αριστεροί. Αργότερα, καταλάβαμε ότι δεν ήταν όλοι το ίδιο αγαθοί, αλλά αυτό δεν άλλαζε τη γνώμη μας για τους αριστερούς που προερχόταν από την άμεση δική μας εμπειρία. Η δημιουργικότητα, η αυτοθυσία και η εντιμότητα ήταν έννοιες ταυτόσημες με την Αριστερά. Κι αυτό, για ένα νέο που ψάχνεται, είναι καθοριστικό.

Έγινα αριστερός γιατί από τη μία βίωνα την αδικία και από την άλλη ξεχώριζα τους αριστερούς για τις αρετές τους και την αγάπη τους για τον πολιτισμό. Δεν ήταν εύκολο, ούτε αυτόματο. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πρόσθετες γνώσεις και εμπειρίες από τα διεθνή και τα εσωτερικά δεδομένα, αλλά η αρχική μου εντύπωση επιβεβαιωνόταν συνεχώς, με αποκορύφωμα τον αγώνα κατά της δικτατορίας που οι αριστεροί έβαζαν τις ιδέες και τα ιδανικά πάνω από τη ζωή τους.

Το ήθος δεν πνίγεται στη λάσπη

Τα σκέφτομαι και τα ξανασκέφτομαι αυτά, σε εποχή μεγάλης σύγχυσης, διαστροφής και παραπληροφόρησης. Σε εποχή που ούτε η Αριστερά είναι ατσαλάκωτη, ούτε η κοινωνία αθώα. Ο εκφυλισμός του ΚΚΣΕ και η διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ, οι διασπάσεις του ΚΚΕ, ο δογματισμός και η ενσωμάτωση στο σύστημα, καθώς και άλλες παθογένειες, θόλωσαν την εικόνα. Αλλά η Αριστερά, στον πυρήνα της, δεν έπαψε ποτέ να έχει εξαίρετους ανθρώπους, δημιουργικούς, θυσιαστικούς και ανιδιοτελείς. Ούτε οι αρχές, οι θέσεις και οι θεωρίες της έπαψαν να έχουν τη διαχρονική τους αξία, όπως φαίνεται και από την τροπή των πραγμάτων παγκοσμίως.

Σήμερα, ο Μαρξ είναι πολύ επίκαιρος. Και οι μεγάλες φυσιογνωμίας της Αριστεράς παραμένουν στα βάθρα τους. Λένιν, Λούξεμπουργκ, Μάο, Γκράμσι, Χο Τσι Μινχ, Γκεβάρα, Κάστρο… Τσάπλιν, Μαγιακόβσκι, Αϊζενστάιν, Αϊνστάιν, Σαρτρ, Ζαν Λικ Γκοντάρ… Άρης, Μπελογιάννης, Ρίτσος, Θεοδωράκης, Γλέζος… Και εκατομμύρια άγνωστοι, συνεπείς, οραματιστές, μαχητές αριστεροί από το Νεπάλ ως τη Βενεζουέλα. Κι εδώ, δίπλα μας, στη γειτονιά, στο Σύνταγμα, στη Χαλυβουργία, στα Εξάρχεια. Αλλά και στη Θεσσαλονίκη, την Κατερίνη, την Πρέβεζα και το Ρέθυμνο, οι αριστεροί αγωνιστές είναι πανταχού παρόντες! Ακόμα και ηττημένοι, πληγωμένοι και απογοητευμένοι, με βεβαιότητες ή αμφιβολίες, με επαρκείς ή ανεπαρκείς ηγεσίες, είναι στην πρώτη γραμμή! Υπερασπίζονται τα δίκαια, τα ιερά και τα όσια. Στα εργοστάσια για τη δουλειά και το μεροκάματο, στα σχολεία για τη μόρφωση, στο δρόμο για την ελευθερία, στα χαρακώματα για την ανεξαρτησία.

Σε περιόδους όξυνσης, όπως η σημερινή, η επίθεση εναντίον της εργαζόμενης κοινωνίας πηγαίνει πακέτο με την έντονη και εξειδικευμένη επίθεση εναντίον της Αριστεράς. Όχι μόνο πολιτικής και αστυνομικής φύσης, αλλά και ηθικής και πνευματικής. Στοχεύει στο υπογάστριο της Αριστεράς. Με διάφορους τρόπους οι καθεστωτικοί προσπαθούν να μας παρασύρουν στο γήπεδό τους. Δεν είναι λίγοι οι αριστεροί που μέσα στα χρόνια εξόκειλαν, άλλοι με εξαγορά και άλλοι από απογοήτευση και ηττοπάθεια. Ούτε αυτοί που εμφανίζονται πρόθυμοι να διασώσουν το σύστημα στο όνομα ενός αδιευκρίνιστου και παραπλανητικού ευρωπαϊσμού. Ούτε, βέβαια, αυτοί που στο όνομα μιας «καθαρότητας» ή «επαναστατικότητας» σύρουν τους αγώνες σε αδιέξοδα, πολύ μακριά από τα αποστάγματα της διεθνούς και εντόπιας εμπειρίας δύο αιώνων. Όμως, η Αριστερά δεν έχει εξαντλήσει τα «αποθέματά» της, ανανεώνεται, έχει κοινωνικά ερείσματα και εξακολουθεί να έχει όραμα.

Η εξουσία αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα που διαθέτει, π.χ. ελέγχοντας τα ΜΜΕ, αλλά και τις αδυναμίες που είχε ή απέκτησε καθ’ οδόν η Αριστερά, σημαδεύει το κύρος της Αριστεράς που πηγάζει από την κοσμοθεωρία της, αλλά και από τους αγώνες για δημοκρατία, ισότητα, δικαιοσύνη και ανεξαρτησία. Και επειδή αυτά είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητηθούν σαν ιστορικά δεδομένα, σαν επιστημονικές αλήθειες ή σαν πανανθρώπινες αξίες, τα βαποράκια της εξουσίας μεταχειρίζονται όλα τα μέσα, τα πιο χυδαία και βάρβαρα, για να στριμώξουν και να εκθέσουν την Αριστερά. Με ψεύτικες υποσχέσεις, διαστρεβλώσεις, συκοφαντίες, λάσπη και τρομοκρατία, προσπαθούν να προκαλέσουν διάτρηση στο πλέγμα των αξιών της Αριστεράς. Και σ’ αυτή την επίθεση η Αριστερά πρέπει να αντιτάξει τις αρχές και το ήθος της.

Δεν υποκύπτουμε σε εκβιασμούς

Βλέπουμε την ενορχηστρωμένη καμπάνια πολιτικών και δημοσιογράφων εναντίον των μεταναστών. Όχι εναντίον των κακοποιών, αλλά εναντίον όλων των ξεριζωμένων αδιακρίτως. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν επιζητούν καμία λύση του προβλήματος. Ακόμα κι αν κάνουν τριάντα στρατόπεδα και φυλακίσουν τριάντα χιλιάδες ανθρώπους, τι θα κάνουν με τους 120 χιλιάδες νέους μετανάστες που εισέρχονται κάθε χρόνο και τις εκατοντάδες χιλιάδες που ήδη διαμένουν στη χώρα;

Ο αληθινός στόχος της καμπάνιας είναι πολλαπλός. Επιδιώκουν να αποσπάσουν ψήφους παραπλανώντας, εκφοβίζοντας και διεγείροντας τα πιο πρωτόγονα ένστικτα επιβίωσης από ένα ευάλωτο κομμάτι της κοινωνίας, να εδραιώσουν την αστυνομοκρατία και να αναγκάσουν την Αριστερά να εκτεθεί. Να εκτεθεί εκφράζοντας την αλληλεγγύη της στους μετανάστες που υφίστανται την κακομεταχείριση της κυβέρνησης, της αστυνομίας και της ακροδεξιάς.

Ακόμα και ορισμένοι φίλοι μάς κάνουν κριτική επειδή υποστηρίζουμε τους μετανάστες και αντιτασσόμαστε στις συλλήψεις και τις φυλακίσεις, λέγοντας ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τη σοβαρότητα των προβλημάτων που δημιουργεί η παρουσία των ξένων στους εντόπιους. Εμείς, απ’ αυτή την κριτική, πρέπει να κρατήσουμε μόνο το σημείο που αφορά τα προβλήματα που δημιουργούνται στις τοπικές κοινωνίες. Να δείξουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, κατανόηση και αλληλεγγύη. Να μην υποτιμάμε τη χειροτέρευση της ζωής των κατοίκων από την υπερσυσσώρευση ταλαιπωρημένων ανθρώπων σε ορισμένες περιοχές. Αλλά, αφού υπενθυμίσουμε ότι δεν κάναμε εμείς τον πόλεμο στο Αφγανιστάν ούτε φέραμε τους μετανάστες στην Ελλάδα, δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να κάνουμε πίσω στην υπεράσπιση της ζωής και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων που ζητούν καταφύγιο ή είναι εγκλωβισμένοι παρά τη θέλησή τους στην Ελλάδα. Όχι μόνο επειδή έχουμε οι ίδιοι υπάρξει πρόσφυγες και μετανάστες, ούτε επειδή γνωρίζουμε και καταγγέλλουμε ότι οι πολιτικές των Ευρωπαίων και των Αμερικάνων είναι αυτές που δημιουργούν τα τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα των φτωχών προς την Ευρώπη. Αλλά και επειδή η Αριστερά υπερτερεί έναντι των άλλων πολιτικών δυνάμεων λόγω των αρχών και των αξιών της. Αν κάνει εκπτώσεις σε ζητήματα ανθρωπισμού, ήθους και αλληλεγγύης, θα κερδίσει μερικές ψήφους, αλλά θα χάσει την ψυχή της. Κι αν χάσει την ψυχή της, τι είδους Αριστερά θα είναι; Και πώς θα συνεχίσει να προσελκύει στους κόλπους της τους πιο ευαίσθητους και έντιμους ανθρώπους που αποτελούν το αίμα και το μυαλό της;

Πρώτιστο, λοιπόν, καθήκον της Αριστεράς είναι να διαφυλάσσει τις αρχές και τις αξίες της. Με κόστος, όπως πάντα. Εξάλλου, τι νόημα έχει για την Αριστερά να κερδίζει ψήφους που ζητούν τέτοια ανταλλάγματα; Η Αριστερά δεν μπορεί από τη φύση της να επιζητεί οφέλη ανεξαρτήτως κόστους. Την ενδιαφέρει κάθε βήμα που κατακτά στην καθημερινή πάλη, την ενδιαφέρει η άμεση διεύρυνση της επιρροής της, αλλά σκέφτεται και προοπτικά. Ο καινούριος κόσμος δεν θα μοιάζει με τον παλιό. Μακροπρόθεσμα, η κοινωνία θα συνταχθεί μαζί μας, για υψηλότερους στόχους, για πραγματική απελευθέρωση, ισότητα και δημοκρατία, μόνο εάν η Αριστερά διατηρήσει με σθένος και θυσίες την ηθική της ανωτερότητα, το κύρος που μάγεψε κι εμένα όταν ήμουν έφηβος και κρατάει ακόμα.

Στέλιος Ελληνιάδης

Δημοσιεύτηκε στον Δρόμο της Αριστεράς,  φ.110,  7/4/2012.

Το έλος της μικρής μας πόλης

Το έλος της μικρής μας πόλης

Από κοινωνία δημιουργικών συνοικιών, η Αθήνα έγινε εργοτάξιο αδίστακτων εργολάβων και πολιτικών, στερημένη από κάθε ίχνος αττικής κουλτούρας

 

 

Τριάντα χρόνια άφηνα έξω από το σπίτι την παλιά και βαριά R100. Πρόπερσι μου κλέψανε την μπροστινή ρόδα, στην πλατεία Βικτωρίας. Πέρσι μου πήραν το ποδήλατο, στου Ψυρρή, την ώρα που έπινα καφέ. Προχτές, άρπαξαν στην Πατησίων την αλυσίδα από το λαιμό μιας γειτόνισσας. Κάπως έτσι ζούμε στην Αθήνα.

  

 

Η πόλη μας άλλαξε, και αλλάζει αναγκαστικά ο τρόπος ζωής και η κουλτούρα μας. Η υποβάθμιση έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση.

Στην Αθήνα, αν πάθεις έμφραγμα πρέπει να είσαι πολύ τυχερός για να φτάσεις έγκαιρα στο εφημερεύον νοσοκομείο, αν θέλεις να παίξεις μπάλα πρέπει να πας εκδρομή κι αν έχεις μικρό παιδί είναι λαχείο να βρεις θέση σε παιδικό σταθμό. Η πόλη ξέμεινε από ανάσες και δρόμους διαφυγής. Τα σκουπίδια έχουν εκατονταπλασιαστεί. Κανένας δήμαρχος, κανένας υπουργός και καμία κυβέρνηση δεν νοιάστηκε. Το μοντέλο τους οδηγεί τη γειτονιά και κατά προέκταση όλο το δήμο σε κατάρρευση. Εξαφάνισαν τους παράγοντες που δημιουργούσαν τον τοπικό βιωματικό πολιτισμό και δημιούργησαν μία βιτρίνα πόλης, μεταφέροντας όλες τις λειτουργίες της συνοικίας έξω από τη συνοικία.

Η Αθήνα ήταν η σινεμαδούπολη των Βαλκανίων με 500 κινηματογράφους και εκατό ελληνικές ταινίες που γυρίζονταν κάθε χρόνο μέσα στην πόλη! Τώρα, στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, έχει 500 οίκους ανοχής από τον Αγιο Παντελεήμονα Αχαρνών ώς τον Κεραμεικό και εκατοντάδες πόρνες κατά μήκος των οδών Πατησίων, 3ης Σεπτεμβρίου και Σόλωνος, σε μια τεράστια πιάτσα δίπλα στα σουπερμάρκετ της ηρωίνης.

Η χαριστική βολή στα μαγαζιά

Η Αθήνα ήταν πανεπιστημιούπολη με δεκάδες σχολές και χιλιάδες φοιτητές που συντηρούσαν εκατοντάδες βιβλιοπωλεία, δισκοπωλεία, καφετέριες και ρουχάδικα. Τώρα, ο φοιτητόκοσμος περιορίστηκε στο άχαρο και άψυχο γκέτο της Πανεπιστημιούπολης, στις παρυφές της πόλης. Αντιθέτως, στο κέντρο μεταφέρθηκαν οι μεγάλες πίστες, από την παραλιακή, τη Συγγρού και την εθνική οδό. Αν περάσεις κατά τη διάρκεια της μέρας από του Ψυρρή ή το Γκάζι, δεν κυκλοφορεί ψυχή. Ζωνταντεύουν το βράδυ και το πρωί ξαναπεθαίνουν. Ζόμπι.

Η Αθήνα ήταν ζωντανή απ’ άκρη σ’ άκρη. Τα μαγαζιά κρατούσαν την πόλη «ανοιχτή» από τους πιο κεντρικούς ώς τους πιο απόμερους δρόμους. Κάτοικοι και καταστηματάρχες αποτελούσαν από κοινού τη γειτονιά. Σταδιακά, διοχετεύθηκε ο κόσμος στα τεράστια εμπορικά κέντρα και άρχισε η αφαίμαξη της γειτονιάς. Ikea, The Mall, Carrefour κ.λπ., ξεχαρβάλωσαν τον εμπορικό ιστό της πόλης. Και τώρα, με τα κυβερνητικά μέτρα, τα ξενοίκιαστα μαγαζιά θα ξεπεράσουν τα νοικιασμένα.

Οι δήμαρχοι, απόλυτα δεμένοι με την κεντρική εξουσία, χρησιμοποιούν το δήμο για την παραπέρα αναρρίχησή τους και ευθύνονται για την αφυδάτωση και τη χρεοκοπία της πόλης. Αντί να διασώζουν ό,τι υπάρχει, να αναπληρώνουν ό,τι χάνεται και να δημιουργούν συνθήκες ευνοϊκές για την τοπική κουλτούρα, υποτάσσουν την πόλη στους εργολάβους και τα τραστ. Είναι χαρακτηριστική η επίμονη υποστήριξη του δημάρχου στην κατασκευή του εμπορικού κέντρου του Βωβού στο Βοτανικό, το οποίο στοχεύοντας στην προσέλκυση 25 χιλιάδων επισκεπτών ημερησίως (μόλις ένα χιλιόμετρο από το εμπορικό κέντρο) θα έδινε τη χαριστική βολή στα καταστήματα που κρατούν την πόλη ζωντανή.

Είναι χαρακτηριστική και η αδιαφορία των δημάρχων για χώρους και κτίρια που με την παρουσία τους καθόριζαν το στίγμα κάθε περιοχής. Η πρόσφατη, επί θητείας Νικήτα Κακλαμάνη, κατεδάφιση του αρχοντικού σινέ «Αττικα» που δέσποζε σαν σήμα κατατεθέν της πλατείας Αμερικής, ήταν η τελευταία από μια σειρά κατεδαφίσεις ή αλλαγές χρήσης που εξαφάνισαν έναν άξονα πολιτισμού που ξεκινούσε από το Πολυτεχνείο και έφτανε ώς τα όρια του δήμου της Αθήνας, στη Ριζούπολη. Περισσότερα από 25 κινηματοθέατρα, μερικά εξαίσια κτίρια, απαλλοτριώθηκαν. Το θέατρο των αδελφών Καλουτά, το φαντασμαγορικό «Ράδιο Σίτι» στην πλατεία Κολιάτσου και το σινέ «Σελέκτ» στον Αγιο Λουκά έγιναν άχαρα σουπερμάρκετ. Το σινέ «Αντζελα» με την ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική του κατάντησε ερείπιο. Καταρρέει και το «Green Park» στο Πεδίον του Αρεως. Το εργοστάσιο και τα στούντιο της Κολούμπια έγιναν μπάζα. Ούτε η ιστορία τους, ιστορία της ελληνικής μουσικής, ούτε ο αγώνας των κατοίκων για να γίνουν μουσείο της ελληνικής δισκογραφίας συγκίνησαν τους υπουργούς Πολιτισμού και το δήμαρχο της Αθήνας. Ούτε ενδιαφέρθηκαν για το στούντιο Polysound, στο ύψος του Αρχαιολογικού Μουσείου, που κατεδαφίστηκε παίρνοντας μαζί του την ιστορία που έγραψε ο Γιάννης Σμυρναίος ηχογραφώντας όλους τους σημαντικούς καλλιτέχνες του ελληνικού τραγουδιού από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τη Μαρινέλλα ώς τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Ακη Πάνου.

Αντίστοιχες και εξίσου θλιβερές είναι οι απώλειες σε όλους τους άξονες της πόλης, με μελλοθάνατο το σινέ «Αστρον», 1.360 θέσεων, στους Αμπελόκηπους, όπου διοργανώναμε κυριακάτικα πρωινά με τους Socrates. Η πόλη δεν διαθέτει πια σινέ τέχνης· μετά την «Αλκυονίδα» και το «Στούντιο», σφραγίστηκε και το «Αλφαβίλ».

Η εξουθενωτική περιπέτεια της αυτοδιαχειριζόμενης έκθεσης βιβλίου, που πραγματοποιείται την άνοιξη και το φθινόπωρο, είναι χαρακτηριστικό δείγμα της τύχης των πολιτισμικών στοιχείων της πόλης. Εκδιώχτηκε από το Πεδίον του Αρεως όπου λειτουργούσε επί τριάντα χρόνια και έκτοτε φθίνει, ελλείψει χώρων, από δω κι από κει.

Η Αθήνα αποτελούσε ένα πολυεστιακό κέντρο παραγωγής πολιτισμού. Κάθε συνοικία είχε το δικό της δίκτυο. Θέατρα, σινεμά, κλαμπ, ταβέρνες, εργαστήρια κοσμημάτων και κεραμικών, ωδεία και αλάνες για ποδόσφαιρο. Και οι καλλιτέχνες ζούσαν και δημιουργούσαν στις συνοικίες. Για παράδειγμα, ο Μαμαγκάκης στην Αγία Ζώνη, ο Σαββόπουλος στη Δεινοκράτους, ο Χατζιδάκις στη Ρηγίλλης, ο Σπανός και ο Σιδηρόπουλος στην πλατεία Αμερικής, ο Ακης Πάνου στα Πατήσια, ο Ξαρχάκος στα Εξάρχεια, ο Μουσαφίρης στο Κουκάκι, ο Σούκας στην Κυψέλη και δεκάδες άλλοι, σε διαμερίσματα πολυκατοικιών ή μικρές μονοκατοικίες, έπιαναν το σφυγμό της πόλης εξ επαφής και όχι εξ αποστάσεως και τον μετέτρεπαν σε μουσική της πόλης. Το Μέγαρο Μουσικής, το «Παλλάς», η «Τεχνόπολις» και το «Μπάντμιντον» αποτελούν αποκτήματα της πόλης, αλλά είναι υπερτοπικού χαρακτήρα και δεν αντισταθμίζουν τις απώλειες στη βάση της κοινωνίας.

Στέρεψαν οι γειτονιές

Αυτή η πόλη διαλύεται συστηματικά από μία διαπλεκόμενη πολιτική και οικονομική εξουσία που αντιλαμβάνεται την πρόοδο ως μια διαρκή εργολαβία ανεξαρτήτως επιπτώσεων στο περιβάλλον και τον πολιτισμό. Τα αποτελέσματα είναι ορατά. Ο συνδυασμός ημιμαθών επαρχιωτών και αποξηραμένων αποφοίτων αμερικανικών πανεπιστημίων στην εξουσία εξαφανίζει τα ίχνη της αστικής κουλτούρας που χάραζαν φωτισμένοι δάσκαλοι, αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, καλλιτέχνες και διαλύει τα στοιχεία που συνάρθρωναν τη σπουδαία λαϊκή κουλτούρα της πόλης. Η λουστραρισμένη με πτυχία του Yale και του Harvard πολιτισμική ανεπάρκεια δεν κρύβεται, ούτε στις ιδέες, ούτε στα έργα τους. Η φτώχεια δεν εμπόδιζε την πόλη να είναι παραγωγική. Η ασφυξία που προκαλεί η πολιτική και οικονομική εξουσία την εμποδίζει.

Οι γειτονιές από αυτάρκεις μονάδες που συνδύαζαν κατοικία, εργασία, σπουδές και αναψυχή, αφυδατώθηκαν και στέρεψαν. Οι κάτοικοι έπρεπε πλέον να ικανοποιούν πολλές από τις ανάγκες τους μακριά από τις εστίες τους. Σε αμιγείς χώρους εμπορίου και μαζικής αναψυχής. Κάτι το οποίο είναι αυτονόητο στις νεόδμητες περιοχές των Βριλησσίων και του Αμαρουσίου, αλλά όχι στην Κυψέλη και τα Πατήσια. Χωρίς τα δικά τους στοιχεία, οι γειτονιές με μεγάλη πυκνότητα, προβληματικές υποδομές και χαμηλά εισοδήματα, υποβαθμίζονται δραματικά. Εντάθηκε η αποξένωση και η απομόνωση.

Αναπόφευκτη συνέπεια της υποβάθμισης ήταν να προσελκύσουν το μεγάλο ρεύμα των φτωχών μεταναστών, που προσανατολίστηκαν σε περιοχές που είχαν ήδη αρχίσει να φθίνουν οικονομικά, περιβαλλοντικά και πολιτισμικά.

Οταν ήρθαν οι μετανάστες στην πόλη τα υδραυλικά είχαν ήδη σκουριάσει, οι υπόνομοι πλημμύριζαν, τα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα πάνω στα πεζοδρόμια. Αλλά και αυτό το κύμα μετανάστευσης που άλλαζε το πολιτισμικό στίγμα της πόλης, δεν αντιμετωπίστηκε με κάποιο σχέδιο αρμονικής συνύπαρξης. Το μεταναστευτικό σπρώχτηκε κάτω από το χαλί σαν σκουπίδι δημιουργώντας βαθιά ρήγματα στην κοινωνία. Με αποτέλεσμα να ευνοηθούν οι παραβατικές συμπεριφορές και να συμπιεστούν οι πολιτισμικές ανάγκες εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που στερούνται τα απολύτως στοιχειώδη για να ζήσουν με αξιοπρέπεια.

Ξαφνιάστηκαν οι Αθηναίοι που χιλιάδες μουσουλμάνοι προσευχήθηκαν στην πλατεία Δημαρχείου. Αλλά δεν τους λείπει μόνο το τζαμί. Στην πλατεία Κουμουνδούρου, κάθε Κυριακή μεσημέρι, οι Πακιστανοί παίζουν κρίκετ ανάμεσα στα δέντρα και στην πλατεία Βικτωρίας οι Σομαλοί παίζουν μπάλα μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα που αδειάζουν οι καφετέριες. Για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους με δική τους κουλτούρα και δικές τους ζωτικές ανάγκες δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη. Ετσι, αναζητούν λύσεις και διεξόδους στο περιθώριο, προκαλώντας συχνά τη δυσφορία των εντοπίων.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, αναπτύσσονται άμυνες και αντιστάσεις από δημιουργικούς και ανήσυχους ανθρώπους. Οι πιο εύποροι μετακόμισαν σε πιο ασφαλείς και ευάερες περιοχές. Ανάμεσα σ’ αυτούς που παραμένουν, υπάρχει μία εμφανής τάση να δημιουργηθούν αυτόνομες περιοχές, καταφύγια μέσα στην πόλη που γίνεται όλο και πιο άγρια και αφιλόξενη. Γεννιούνται παρέες διασυνοικιακές, ορίζονται και διαμορφώνονται περιοχές, πάρκα και πλατείες, κτίρια και στέκια πάσης φύσεως με όρους μικρής ή μεγάλης αυτονομίας. Τα Εξάρχεια είναι μια αυτάρκης συνοικία με χαρακτήρα. Σπίτια, μαγαζιά, σχολές, καταστήματα, εργαστήρια, καφετέριες, στέκια. Ολα μαζί σε ένα. Αλλά ο σπόρος φυτρώνει κι αλλού, σε μικροκλίμακες. Σε όλες σχεδόν τις συνοικίες υπάρχουν καταλήψεις κτιρίων και γης. Η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης λειτουργεί σαν χώρος πολιτισμού εδώ και τρία χρόνια από κατοίκους. Το πάρκο Κύπρου και Πατησίων ξαναφυτεύτηκε έπειτα από συνεχείς αντιπαραθέσεις με το δήμο και την αστυνομία. Στο κτήμα Δρακόπουλου εμποδίστηκε η ανέγερση πολυώροφου κτιρίου και στο άλσος Παγκρατίου η κατασκευή θεάτρου από το δήμο. Το πάρκο Διδότου και Χ. Τρικούπη δημιουργήθηκε εκ του μηδενός και συνεχώς βελτιώνεται. Και γύρω απ’ όλους αυτούς τους χώρους αναπτύσσονται συλλογικότητες. Συσπειρώνονται κάτοικοι κάθε ηλικίας και επαγγέλματος που προστατεύουν το περιβάλλον δημιουργώντας εστίες πολιτισμού. Σ’ αυτούς τους χώρους βρίσκουν χώρο έκφρασης και ακροατήριο θεατρικές ομάδες, μουσικά σύνολα και χορευτικά συγκροτήματα, γίνονται μαθήματα γλώσσας και παρουσιάσεις βιβλίων.

Στο ίδιο πνεύμα, πολλαπλασιάζονται οι «πολυχώροι» («Ιανός», «Bios», «@ρουφ», «Φλοράλ», «Νοσότρος», «Μπλακ Ντακ» κ.ά.) σε ανθρώπινη κλίμακα. Επίσης, πολλές μικρές θεατρικές και μουσικές σκηνές, σε υπόγεια, αποθήκες, ακόμα και διαμερίσματα. Σε ανοιχτούς χώρους, η πόλη φιλοξενεί πολλά ενδιαφέροντα φεστιβάλ: Resistance, Αντιρατσιστικό, Β-Fest, Νεολαίας Συνασπισμού κ.λπ. Φέτος, μεταξύ άλλων, είδα τη σπουδαία έκθεση κοινωνικής αφίσας του Δημήτρη Αρβανίτη, άκουσα τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τους Χαΐνηδες, παρακολούθησα τις ομιλίες του Ντομένικο Λοζούρντο και του Ντέιβιντ Γκρέμπερ και έφαγα ωραία φαγητά από αφρικανές μετανάστριες. Η άμυνα αναπτύσσεται από δεκάδες μικρές ομάδες που ξεπηδούν στις γειτονιές με τη μορφή κινήσεων πολιτών, αντιεξουσιαστικών πυρήνων, καλλιτεχνικών ομάδων, ροκ συγκροτημάτων κ.λπ. Ενώ το εμπορικό τραγούδι σέρνεται στις μεγάλες πίστες, εκατοντάδες μουσικά σχήματα μετατρέπουν την ασφυξία σε κραυγή και τα γκράφιτι οριοθετούν τις περιοχές.

Ο δήμαρχος προωθεί τσιμεντένιες αναπλάσεις και έρχεται σε ρήξη με τις δημιουργικές επιλογές των ενεργών κατοίκων που ανησυχούν και παίρνουν πρωτοβουλίες, προσεταιριζόμενος την αδιάφορη, κλεισμένη στα σπίτια της σιωπηλή πλειοψηφία που τον ψηφίζει από άγνοια και φόβο. Αρωγός του εφεξής και ο μελλοντικός δημοτικός σύμβουλος Ηλίας Ψινάκης. Στην πόλη που έχει σημείο αναφοράς την Ακρόπολη.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,   Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Τέχνη και Αριστερά: 50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Τέχνη και Αριστερά:  50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Χιώτης, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης – Στην ηχογράφηση του «Επιτάφιου» (φωτογραφία: Τάκης Πανανίδης)
 

Η συμπλήρωση 50 χρόνων από την κυκλοφορία του Επιταφίου, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση του Γιάννη Ρίτσου δίνει την ευκαιρία για μια σύντομη και μερική καλλιτεχνοπολιτική ανασκόπηση της εποχής αυτής, που ανοίγει με την εντυπωσιακή επιτυχία της ενιαίας Αριστεράς στις εκλογές του 1958, σε πλήρη αντίθεση με την εξωφρενική πολυδιάσπασή της στις τωρινές εκλογές για την Αυτοδιοίκηση.

 

Ανασυγκρότηση της Αριστεράς

Η δεκαετία του ’50 είναι ασφυκτική για την Αριστερά. Οι συνέπειες της βαριάς ήττας του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-49 είναι πολλαπλές. Μέχρι το 1954 συνεχίζονται οι πανηγυρικές εκτελέσεις κομμουνιστών, με γνωστότερες αυτές των Μπελογιάννη-Πλουμπίδη. Όσοι από την αφρόκρεμα των αγωνιστών δεν έπεσαν στα πεδία των μαχών και δεν εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, βρίσκονται στις φυλακές, στις εξορίες μέσα κι έξω από την Ελλάδα, ή στην παρανομία. Μπορεί τα όπλα να μην ήταν πια παραπόδα, όμως, η καταδιωκόμενη Αριστερά ξεκίνησε πολύ γρήγορα την ανασυγκρότησή της, όχι σαν αίρεση, αλλά σαν κίνημα λαού, σε όλα τα επίπεδα. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αμερικάνοι κυβερνούσαν τη χώρα με σιδηρά πυγμή διά των προθύμων να τους υπηρετήσουν πολιτικών στους οποίους ανέθεταν ρόλους, από τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο ώς τον Γεώργιο Παπανδρέου, ελέγχοντας πλήρως τον στρατό, την αστυνομία-χωροφυλακή και το δικαστικό σώμα. Επίσης, με τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ διαμόρφωναν την άρχουσα οικονομική τάξη της χώρας, εξαρτημένη, μεταπρατική και υποστηρικτική της πολιτικής κάστας στην οποία ανατέθηκε η διακυβέρνηση της χώρας.

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν ήταν μόνο οργανωτική. Οργανωτικά, οδήγησε στην έκπληξη του 1958, όταν η ΕΔΑ, ουσιαστικά μετωπική οργάνωση του παράνομου ΚΚΕ, διευρυμένη από προοδευτικούς πολίτες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, απέσπασε το εντυπωσιακό 24,4% στις εκλογές, έβγαλε 79 βουλευτές και ανακηρύχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση!

Πολιτισμική αναγέννηση

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς ήταν εξίσου πολιτισμική. Μετά τον πόλεμο, σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας, είχε εκ νέου αναπτυχθεί αυθόρμητα η λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα, Μπακάλη, Παπαϊωάννου κ.ά., εκφράζονταν τα λαϊκά στρώματα σε όλη την Ελλάδα. Ο κατατρεγμός, η φτώχεια, οι διακρίσεις, η μετανάστευση, ο έρωτας, η βιοπάλη, το περιθώριο, καταγράφονταν μέσα από τα λαϊκά τραγούδια που στο σύνολό τους δίνουν την εναργέστερη κοινωνική εικόνα της εποχής. Παράλληλα, αναπτύσσονταν οι πολιτισμικές συνιστώσες της λόγιας παράδοσης και εισάγονταν αφομοιώσιμα στοιχεία από την ανατολική και δυτική Ευρώπη και την Αμερική, δημιουργώντας νέες συνθέσεις, νέα ρεύματα, νέες τεχνοτροπίες και νέες συνισταμένες.
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο ρόλος της Αριστεράς είναι καθοριστικός, γιατί η Αριστερά είναι φορέας ιδεών ανατρεπτικών, έχει ιδανικά, βρίσκεται σε συνεχή τριβή και αναζήτηση και είναι δραστήρια και δημιουργική. Κινητοποιεί όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και όλες τις κοινωνικές δυνάμεις και τα άτομα που αναζητούν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν. Η Αριστερά προσφέρει πρώτη ύλη, αλλά και πρόθυμους αποδέκτες της καλλιτεχνικής και πνευματικής παραγωγής.
Στον τομέα του πολιτισμού, από τα πιο αξιοσημείωτα είναι τρία εφαπτόμενα φαινόμενα που βάζουν τη σφραγίδα τους στην εποχή της ανασυγκρότησης: α) Η μελοποίηση των ποιημάτων, β) ο γάμος της λαϊκής τέχνης με την έντεχνη δημιουργία και γ) ο αρραβώνας των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών με τους σημαντικότερους εκπροσώπους μιας υπό διαμόρφωση αστικής κουλτούρας. Και αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν την πληρέστερη και διαρκέστερη έκφρασή τους -τρία σε ένα- μέσα από τον Επιτάφιο και τη μουσική που εν συνεχεία καθιερώθηκε να την αποκαλούμε έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

 

Αριστεροί και δεξιοί ψάλτες

Το 1960, για τη δημιουργία του Επιταφίου συντελούν -με όρους πολιτικούς- αριστεροί και δεξιοί «ψάλτες». Βασικοί πρωταγωνιστές ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος συνεπικουρούμενοι από τους Μάνο Χατζιδάκι, Νάνα Μούσχουρη, Μανώλη Χιώτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Τάκη Β. Λαμπρόπουλο.

Ο πρώτος Επιτάφιος ενορχηστρώνεται από τον Χατζιδάκι και ερμηνεύεται από τη Μούσχουρη στο ύφος του ελαφρού ευρωπαΐζοντος ελληνικού τραγουδιού. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, διευθυντή της Κολούμπια και σπουδαίο παραγωγό. Έτσι, συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο για τη δισκογραφία που ανοίγεται πολύ επιλεκτικά και προσεκτικά στο νέο για την Ελλάδα φορμάτ του δίσκου μακράς διαρκείας. Μέσα σε λίγες βδομάδες το ίδιο έργο ηχογραφείται ξανά με διαφορετική λογική και αισθητική, σε διαφορετική εταιρία δίσκων. Οι δεύτερες εκτελέσεις καινούργιων τραγουδιών που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών είναι ρουτίνα, αλλά στις 33 στροφές είναι τολμηρό. Ο δημιουργικός Λαμπρόπουλος το πραγματοποιεί. Ο δεύτερος Επιτάφιος έχει διαφορετικό καλλιτεχνικό σχήμα και προσανατολισμό.

Στη λαϊκή μουσική υπάρχει, με σημερινή γλώσσα, μια τεράστια βάση δεδομένων από την οποία μπορεί κάποιος γνώστης με ταλέντο να αντλήσει ανεξάντλητο υλικό για ανασύνθεση. Ο Λαμπρόπουλος, σαν σκηνοθέτης, κάνει το κάστινγκ του νέου εγχειρήματος και ζητάει από τον Χιώτη να αναλάβει τη μορφοποίηση των μελωδιών του Θεοδωράκη με τη συνδρομή του Μπιθικώτση. Ο Χιώτης δέχεται την πρόκληση και ο Μπιθικώτσης πείθεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όπως έχει ομολογήσει, ο συνθέτης του Τρελοκόριτσου αισθανόταν μάλλον άβολα με το είδος αυτό του τραγουδιού, που ήταν διαφορετικό από το ρεπερτόριό του. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Μπιθικώτσης ηχογραφεί, μεταξύ άλλων, τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου Επιτάφιου ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, η απήχησή του είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη χατζιδακική εκδοχή και έτσι ξεκινάει ένα ολόκληρο κίνημα μουσικής που γεννιέται από το πάντρεμα του λαϊκού στοιχείου με το λόγιο.

Αυτή η πρόσμειξη δεν είναι εντελώς πρωτότυπη, αλλά έχει σημαντικά καινούρια χαρακτηριστικά. Έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις με το Γαρύφαλλο στ’ αφτί ο οποίος ,μάλιστα, ταυτόχρονα με τον Επιτάφιο, κάνει παγκόσμιο χιτ με τα Παιδιά του Πειραιά, αλλά εν γένει τα κομμάτια του σκόπιμα απέχουν υφολογικά από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Ακόμα και οι διασκευές των ρεμπέτικων από τον Χατζιδάκι είναι σε ορχηστρική μορφή και ξεφεύγουν από το λαϊκότροπο παίξιμο.

Ο ρόλος του Μανώλη Χιώτη

Ο Μίκης υιοθετεί πιο λαϊκές φόρμες, πιο κοντά στο κυρίαρχο είδος του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Επειδή δε ο ίδιος έχει δυτική μουσική παιδεία και δεν γνωρίζει καλά-καλά το ιδίωμα, αναλαμβάνει ο Χιώτης την «προσαρμογή», ένας από τους πληρέστερους καλλιτέχνες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο Λαμπρόπουλος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Χιώτης είναι ανοιχτών οριζόντων και ρηξικέλευθος, έχοντας ήδη κάνει μία επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, αντικαθιστώντας το τρίχορδο μπουζούκι με το τετράχορδο, εισάγοντας νέους ρυθμούς και εμφανιζόμενος όρθιος στην πίστα αντί καθιστός -ως είθισται- στην καρέκλα του πάλκου. Είναι εξαίρετος συνθέτης ρεμπέτικων, λαϊκών και ελαφρών τραγουδιών και μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με δικό του ήχο και στυλ. Δηλαδή, ο καταλληλότερος μουσικός για να μπορέσει ο Θεοδωράκης να βρει έναν καινούργιο δρόμο εντάσσοντας τις θαυμάσιες μελωδίες του στο δημοφιλέστερο είδος μουσικής το οποίο όμως δεν κατέχει. Ακούγοντας τις εισαγωγές και τα σόλο του Χιώτη, στα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη, αντιλαμβάνεται κανείς το ρόλο του στη διαμόρφωση του τελικού ακούσματος. Τα «λαϊκοποιεί» διατηρώντας την «ελαφρότητα» που είναι πλησιέστερη στην αισθητική του Θεοδωράκη. Στα τραγούδια του Μίκη, στους δίσκους Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Λιποτάκτες, Πολιτεία και στις πρώτες συναυλίες στο «Κεντρικόν», το 1961, ο Μανώλης Χιώτης βάζει τη σφραγίδα του προτού παραδώσει τη σκυτάλη στο δίδυμο Κώστα Παπαδόπουλου-Λάκη Καρνέζη και στον άλλο μεγάλο συνθέτη και βιρτουόζο Γιώργο Ζαμπέτα. Αλλά, πολύ σημαντικός στη διαμόρφωση του νέου ήχου, χάρη στον Λαμπρόπουλο, είναι και το μεγαθήριο της εποχής Στέλιος Καζαντζίδης, που ερμηνεύει τραγούδια του Μίκη μαζί με την παρτενέρ του Μαρινέλα, ενώ ο Χιώτης έχει κοντά του τη Μαίρη Λίντα.

 

(Σκίτσο του Μποστ – Για τη συναυλία του Μ. Θεοδωράκη στο «Κεντρικόν»,  1961)

 

Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και ποιητές

Πολλά τραγούδια του Θεοδωράκη έχουν πολιτικό υπόβαθρο, κάτι που δεν συμβαίνει με τα τραγούδια του Χιώτη ή του Χατζιδάκι. Ο Μίκης έχει ξεκινήσει συνθέτοντας για πιάνο και βιολί, αλλά η κλασική ή κλασικίζουσα μουσική δεν βοηθάει την επικοινωνία με πλατιά κοινωνικά στρώματα, ούτε τη διάδοση των πολιτικών ιδεών της Αριστεράς. Ο δρόμος που στρώνει ο Λαμπρόπουλος με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση είναι φαρδύτερος και διεισδυτικότερος. Και, βέβαια, ο θαυμάσιος Ρίτσος προσφέρεται για λαϊκά τραγούδια γιατί γράφει (και) απλά και κατανοητά.
Ο Μίκης έπεται του Χατζιδάκι και στη μελοποίηση ποιημάτων. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, η μελοποίηση των ποιημάτων ακολουθεί το ρεύμα των Γάλλων τροβαδούρων, Λεό Φερέ, Μπρασένς κ.ά. που μελοποιούν ποιήματα των Ρεμπό, Μποντλέρ, Βιγιόν, Απολινέρ, Αραγκόν, Βερλέν κ.λπ. Εξάλλου, το έδαφος είναι πολύ πρόσφορο γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη και σημαντική εντόπια ποιητική παραγωγή. Γι’ αυτό, αρχής γενομένης, το πετυχημένο έργο του Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο και τα τραγούδια που ακολουθούν, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και το κυματάκι εξελίσσεται σε ρεύμα.
Έτσι, όχι μόνο μελοποιούνται δημοσιευμένα ποιήματα, αλλά ορισμένοι ποιητές μπαίνοντας στο χορό γράφουν στίχους που προορίζονται εξ αρχής για τραγούδια. Πρωτοστατούν οι ποιητές από την Αριστερά, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Γιάννης Θεοδωράκης και ο Κώστας Βίρβος ο οποίος έχει ήδη σπουδαία συμμετοχή στο λαϊκό τραγούδι. Δραπετσώνα, Καημός, Βράχο-βράχο, Το Σαββατόβραδο κ.λπ. είναι τα τραγούδια που καθιερώνουν τον Μίκη Θεοδωράκη και συμπαρασύρουν συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και εταιρίες σ’ αυτή τη νέα λεωφόρο. Δεν είναι όλα τα τραγούδια του σε λαϊκούς δρόμους, αλλά τα τραγούδια σε ζεϊμπέκικους και χασάπικους ρυθμούς με μπουζούκια και μικρές λαϊκές ορχήστρες δίνουν το χρώμα και το στίγμα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ούτε όλοι οι συνθέτες και οι στιχουργοί/ποιητές προέρχονται από την Αριστερά: Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Κώστας Βάρναλης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μποστ, Γιάννης Νεγρεπόντης, Ιάκωβος Καμπανέλης, Ερρίκος Θαλασσινός, Μιχάλης Κατσαρός, Νότης Περγιάλης, Άκος Δασκαλόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Σπανός, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Λοΐζος, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιάννης Γλέζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Λουκιανός Κηλαϊδόνης, Θάνος Μικρούτσικος κ.ά., δημιουργούν το νέο ήχο του ελληνικού τραγουδιού που έχει τη βάση του -λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον δημιουργό- στο κλασικό λαϊκό τραγούδι και εξελίσσεται, παράλληλα, μ’ αυτό μεταφέροντας τα ποιήματα (ακόμα και του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Πάμπλο Νερούδα, του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ή του Ναζίμ Χικμέτ) από σπίτι σε σπίτι.
Όλοι υιοθετούν τους λαϊκούς δρόμους, τις ενορχηστρώσεις, το ύφος, αλλά και θέματα όπως η μετανάστευση και η φτώχεια που μόνο οι λαϊκοί τραγουδοποιοί είχαν μέχρι τότε θίξει. Πάντως, σταδιακά, αποκαθίσταται μια ισορροπία ανάμεσα στο λαϊκό ιδίωμα και την μπαλάντα χωρίς ποτέ οι δημιουργοί του έντεχνου να πάψουν να γράφουν λαϊκά τραγούδια, τουλάχιστον μέχρι το 1974, ασκώντας με τη σειρά τους επιρροή και στους κλασικούς λαϊκούς συνθέτες, όπως ο Απόστολος Καλδάρας και ο Άκης Πάνου.

Καλλιτέχνες κόντρα στο διχασμό

Ενώ, λοιπόν, στη δεκαετία του ’60, το πολιτικό κλίμα είναι βαρύ, αριστεροί κόντρα σε δεξιούς ή δεξιοί κόντρα σε αριστερούς, η πραγματικότητα στις τέχνες είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα, το ψυχροπολεμικό κλίμα είναι εν μέρει αληθινό, ως κατάλοιπο των πληγών του εμφυλίου, και εν μέρει τεχνητό, ως αποτέλεσμα των συστηματικών διώξεων κατά της Αριστεράς από την εξουσία και της καλλιεργούμενης έντασης από το παρακράτος που απεργάζεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την ανακοπή της επιρροής της Αριστεράς στην πολιτική και τον πολιτισμό. Σ’ αυτή τη σκοπούμενη παράταση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, αντιδρούν πολλοί καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι, όπως φαίνεται πολύ ανάγλυφα από τα τεκταινόμενα στο ελληνικό τραγούδι. Τα τραγούδια είναι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αποτέλεσμα συνεργασίας συντελεστών που δεν ανήκουν στο ίδιο πολιτικό και ιδεολογικό στρατόπεδο. Συνθέτες, στιχουργοί, ζωγράφοι και παραγωγοί, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης και ιδεολογικών πεποιθήσεων, συνεργάζονται αρμονικά και φτιάχνουν αριστουργήματα. Τους ενώνει, συχνά από διαφορετική σκοπιά, η τάση και η επιθυμία να συνεχίσουν την προπολεμική προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας εθνικής λαϊκής τέχνης με διεθνή χαρακτηριστικά, έχοντας κατ’ αρχήν συμφωνήσει ότι κοινή τους γλώσσα είναι η δημοτική, ενώ στα σχολεία διδάσκεται αυστηρά η καθαρεύουσα και η νομοθεσία και τα δημόσια έγγραφα είναι επίσης στην καθαρεύουσα. Συμφωνούν επίσης στη σημασία της παράδοσης και χρησιμοποιούν σαν βάση το ρεμπέτικο και δη το μεταπολεμικό λαϊκό, παρ’ όλο που προβάλλονται επιφυλάξεις, ενστάσεις έως και σοβαρές αντιρρήσεις που φτάνουν στην πλήρη άρνηση.
Μέσα από τα έντυπα της Αριστεράς, κυρίως την Επιθεώρηση Τέχνης, γίνονται οξύτατες αντιπαραθέσεις, γιατί κάποιοι θεωρούν τους λαϊκούς καλλιτέχνες λούμπεν και τη λαϊκή μουσική κακής ποιότητας. Αντιδράσεις εκδηλώνονται και από μερικούς καταξιωμένους ποιητές που στο πρώτο άκουσμα δυσκολεύονται να χωνέψουν το συνταίριαγμα των βαθυστόχαστων και λυρικών ποιημάτων τους με τους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου και τους ήχους που παράγει το μπουζούκι. Αλλά η απήχηση των μελοποιημένων ποιημάτων και η επιμονή του Θεοδωράκη ο οποίος νιώθει ότι έχει βρει μια πλούσια φλέβα χρυσού, επιδρούν καταλυτικά και σταδιακά αίρονται οι αισθητικές ή πολιτικές επιφυλάξεις. Ομοίως, μέσα από τη συνεργασία και τη ζύμωση νέων μορφών έκφρασης λειαίνεται ο εθνικός διχασμός. Η βαθύτερη επιθυμία για μία τέχνη προσιτή στο λαό και ταυτόχρονα σύγχρονη, προοδευτική, λόγια και ανοιχτή σε άλλες μορφές έκφρασης, εκπληρώνεται συνδυαστικά.

Εν αναμονή

Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, της οικογένειας των πολυκαταστημάτων Αφοι Λαμπρόπουλοι, στο σπίτι του οποίου είδα αναρτημένα στο τοίχο τα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα της Ρωμιοσύνης και του Άξιον Εστί, και ο έτερος των καινοτόμων Αλέκος Πατσιφάς, ιδιοκτήτης της ΛΥΡΑ, είναι αστοί που δεν έχουν ταμπού και προκαταλήψεις. Αυτοί οι επιχειρηματίες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για να ευδοκιμήσει το ελληνικό τραγούδι. Στη ΛΥΡΑ, σχεδόν όλοι, από τον τον υπεύθυνο πωλήσεων και τους λογιστές ώς τους παραγωγούς ανήκουν στον προοδευτικό χώρο. Θυμάμαι τον Κώστα Ασωνίτη, υπεύθυνο της αποθήκης, που είχε πολλά χρόνια φυλακής στην πλάτη του, αλλά και τον άτυπο υποδιευθυντή Τάκη Τσίρο που την επομένη της 17ης Νοεμβρίου 1973, με κάλεσε κρυφά στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, για να αφηγηθώ με γυρισμένη την πλάτη σε τηλεοπτικό συνεργείο του BBC όσα είχαν διαδραματιστεί κατά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο. Στις τέχνες, φωτισμένοι αστοί και αριστεροί πάλευαν από κοινού για τον πολιτισμό που η μεταπρατική εξουσία αντιμετώπιζε με φόβο, απέχθεια και διώξεις. Αριστεροί και δεξιοί καλλιτέχνες ένωναν τις δυνάμεις τους, με βάσεις στη λαϊκή κουλτούρα και μεταφορές και υιοθεσίες από τα σύγχρονα ρεύματα, όπως ο Κάρολος Κουν στο θέατρο, η Ραλλού Μάνου στο χορό και ο Νίκος Κούνδουρος ή αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον κινηματογράφο. Πάμπολλοι ζωγράφοι, χαράκτες και γραφίστες συμμετέχουν στη δισκογραφία φιλοτεχνώντας εξαίσια τα εξώφυλλα δίσκων. Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Σπύρος Βασιλείου, Δημήτρης Μυταράς, Γιώργος Σταθόπουλος, Βάσω Κατράκη, Τάσσος, Μποστ, Μίνως Αργυράκης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αλέξης Κυριτσόπουλος κ.ά.

Είναι η εποχή που διανούμενοι και καλλιτέχνες, από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία μιας κουλτούρας εθνικής, προοδευτικής, σύγχρονης και λαϊκής. Στην ποίηση, τη μουσική, τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική, το χορό, το θέατρο, το σινεμά, σε όλα. Κουλτούρας που άφησε σπουδαία κληροδοτήματα, αλλά τσαλαπατήθηκε από την γραφειοκρατικοποίηση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, και κυρίως από την ξενοδουλεία, την απληστία και τον ξεπεσμό της κυρίαρχης Δεξιάς που υποτίμησε την παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά και της όψιμης σοσιαλδημοκρατίας που εξαγόρασε συνειδήσεις και έδωσε τη χαριστική βολή.
Αυτά, εν αναμονή της επόμενης -μη εισέτι διαφαινόμενης- πολιτιστικής επανάστασης την οποία, πριν απ’ όλους, χρειάζεται η ίδια η Αριστερά.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  :

 φ. 33, 2 Οκτωβρίου 2010