Ο πολιτισμός πριν από την πολιτική ή η πολιτική πριν από τον πολιτισμό;

Ο Στέλιος Ελληνιάδης με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο στα Τρίκαλα

Ο πολιτισμός πριν από την πολιτική ή η πολιτική πριν από τον πολιτισμό;

Η γλώσσα μας ξεράθηκε, τα μάτια μας θόλωσαν, τα αφτιά μας βούλωσαν, το δέρμα μας ξεράθηκε, η μύτη μας στούμπωσε. Η κοινωνία ολόκληρη έχασε πρώτα τις αισθήσεις της και μετά τον μπούσουλα. Επί δεκαετίες χειραγωγούνταν οι αντιλήψεις μας, αλλοιώνονταν τα κύτταρά μας και μεταλλασσόταν η αισθητική μας, καθώς οι δυνάμεις της «αγοράς» μάς είχαν πάρει φαλάγγι.
Κάηκαν ή κόπηκαν όλα τα δάση στην Αθήνα, τσιμενταρίστηκε και το τελευταίο οικόπεδο, δεν έμεινε ούτε τετραγωνικό μέτρο γης για να φυτρώνουν λουλούδια και να απορροφώνται τα νερά της βροχής, ο υδροφόρος ορίζοντας κατέβηκε εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, χτίστηκαν καγκελόφρακτα σχολεία χωρίς αυλές, οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια στένεψαν απελπιστικά όταν οι πολυκατοικίες αντικατέστησαν τις μονοκατοικίες, οι εκατοντάδες κινηματογράφοι έγιναν σουπερμάρκετ και γκαράζ, το αυτοκίνητο κατάργησε τους περιπάτους, το διοξείδιο του άνθρακα γέμισε τα πνευμόνια μας, η τηλεόραση ανέλαβε την πλύση εγκεφάλου μας, τα εμπορικά κέντρα έκλεισαν χιλιάδες μαγαζιά που έδιναν ζωή στις γειτονιές, το λάιφσταϊλ σάρωσε το γούστο μας και η κατανάλωση έγινε το ψυχοφάρμακό μας. Τόσα και τόσα έγιναν σε βάρος του πολιτισμού μας, σε βάρος του κοινωνικού μας ιστού, σε βάρος της ψυχολογικής μας κατάστασης. Οι φιλίες μαράζωσαν, οι γείτονες αποξενώθηκαν, η αλληλεγγύη έγινε μη-κυβερνητική οργάνωση, η δημοκρατία κουρελόπανο. Χτίσαμε τον καινούργιο μας κόσμο με δανεικά. Μορφώσαμε τα παιδιά μας με αποστήθιση. Αφήσαμε τους γέρους μας στην ερημιά τους. Ξεχάσαμε τα γενέθλια των συντρόφων μας.
Οι δυνάμεις της αγοράς συνέχισαν ανενόχλητες τη διάβρωσή μας. Είχαν τους οικονομολόγους στην τσέπη, έβαλαν και τους πολιτικούς στην κωλότσεπη. Η κοινωνία, ζαλισμένη από την κολακεία και ευχαριστημένη από την εικονική της ευημερία, εγκατέλειψε τις δικλείδες ασφαλείας και παραδόθηκε αμαχητί στις σάλτσες και τα ξώπλατα των πρωινάδικων, εξαγοράστηκε από τα ρουσφέτια των πολιτικών, εξαρτήθηκε από τα «προϊόντα» και παρασύρθηκε σε ένα τζόγο που τα χαρτιά ήταν σημαδεμένα.
Ένας γενικός ξεπεσμός ήταν η συνέπεια της εγκατάλειψης των πολιτισμικών μας αξιών και οχυρωμάτων. Ένας ξεπεσμός απαραίτητος για την εφαρμογή των πολιτικών που οδήγησαν την κοινωνία στην άβυσσο. Ακόμα και σε εποχές που δεν είχαμε κράτος ισότητας και δικαιοσύνης, αλλά τα θεμέλια της λαϊκής κουλτούρας δεν είχαν αποσαθρωθεί, οι ναζί δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν πουλώντας πατριωτισμό. Σήμερα, ο ξεπεσμός, που στα πιο εξαθλιωμένα στρώματα της κοινωνίας εξελίσσεται σε υστερία, ανοίγει το δρόμο στα ζόμπι της ακροδεξιάς και αφήνει περιθώρια στα ρετάλια της εξουσίας για να σκορπίζουν ψέματα και λάσπη μέσα από τους βόθρους επικοινωνίας και ενημέρωσης.
Αλλά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η κοινωνία, ακόμα, έχει σοβαρά αποθέματα του καλύτερού της εαυτού. Καταπιεσμένα, αλλά υπαρκτά. Και πρέπει εμείς να την βοηθήσουμε να τα ανασύρει στην επιφάνεια και να τα ενεργοποιήσει, αναδεικνύοντας τις αξίες και τις αρχές χωρίς τις οποίες καμία κοινωνία δεν μπορεί να ζήσει με ήθος, σεβασμό και αξιοπρέπεια.
Για την Αριστερά, δεν πρέπει να υπάρχει δίλημμα «πολιτισμός ή πολιτική;». Πολιτική χωρίς πολιτισμό είναι βαρβαρότητα και πολιτισμός χωρίς πολιτική είναι όνειρο απατηλό.
Εφεξής, καμία υποχώρηση στα θέλγητρα της «αγοράς». Θα λέμε την αλήθεια στον κόσμο ακόμα κι αν δεν μας καταλαβαίνει, ακόμα κι αν τον στεναχωρούμε. Δεν φταίει η Αριστερά για το κοινωνικό μας χάλι, αλλά δεν πρέπει να έχει και τον παραμικρό δισταγμό στο να καταγγέλλει ένα τρόπο ζωής που πίσω από τη λαμπερή του βιτρίνα κρύβει δυστυχία, αδικία και απανθρωπιά.
Στέλιος Ελληνιάδης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ :
Περίπτερο Ιδεών – ΔΡΟΜΟΣ της Αριστεράς
φ. 112, Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Υπέροχοι μαθητές σε σχολεία φυλακές!

Υπέροχοι μαθητές σε σχολεία φυλακές!

Τι σχέση έχει ο Μάρκος Βαμβακάρης με τους Ρόλινγκ Στόουνς και ο Μπόμπ Ντίλαν με τον Άκη Πάνου; Αυτό ήταν το θέμα της ομιλίας στο 2ο Λύκειο Δάφνης, μπροστά σε διακόσια πενήντα κορίτσια κι αγόρια, που αποτελούν το φετινό δυναμικό του.

Μαζί με τους καθηγητές και τον Λυκειάρχη, τον Στέλιο Μενεξή. Ο πρώτος συνδετικός κρίκος ήταν η κυριακάτικη εκπομπή μου Στο Κόκκινο 105,5. Ο δεύτερος, οι ομιλίες στο «@Ρουφ» για το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι. Έτσι γνωρίστηκα με τους καθηγητές που πήραν την πρωτοβουλία για την πρόσκληση στο Λύκειο.

Σχεδόν δύο ώρες κράτησε η εκδήλωση στο αμφιθέατρο του σχολείου, με την ομιλία και τις ερωταπαντήσεις που ακολούθησαν. Στο τέλος, σαν να μην έφτανε αυτό, αρκετοί μαθητές μαζεύτηκαν μπροστά στη σκηνή και ζητούσαν να υπάρξει μία συνέχεια. Τα παιδιά με μάγεψαν με την ευγένεια και τη συμμετοχή τους. Και οι δάσκαλοι με το ενδιαφέρον τους για τα παιδιά και την ανοιχτόμυαλη προσέγγισή τους. Μία πραγματικότητα εντελώς διαφορετική, ανατρεπτική, της γνωστής εικόνας που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ για τα σχολεία. Αλλά και της μίζερης αναπαράστασης που ίσως άθελά τους κάνουν ορισμένοι συνδικαλιστές στα τηλεπαράθυρα μιλώντας μόνο με μελανά χρώματα για την κατάσταση στην παιδεία προκειμένου να διασφαλίσουν τα εργασιακά δικαιώματα και να αυξήσουν τις πενιχρές αμοιβές των εκπαιδευτικών. Ήταν τόσο όμορφο αυτό που ένιωθα, που φοβήθηκα μην είναι μια παραίσθηση, μια πρώτη εξωτερική εντύπωση που κρύβει μια άλλη πραγματικότητα. Γι’ αυτό, ξαναπήγα, για να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν επιφανειακή και παραπλανητική η εντύπωση που σχημάτισα, και για να δοθεί συνέχεια σ’ αυτή τη φρέσκια σχέση.

Η δεύτερη αφορμή ήταν, λίγες μέρες αργότερα, μία θεατρική παράσταση που είχαν ετοιμάσει, με δουλειά ενός χρόνου, οι μαθητές σε συνεργασία με δύο καθηγήτριές τους. Καμιά δεκαπενταριά «ηθοποιοί» μετέφεραν στη σχολική σκηνή το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Οδυσσέα, γύρισε πίσω», με αυτοσχέδια σκηνικά, νεανικά κοστούμια και ανάλογες μουσικές μπροστά σε μπαμπάδες και κυρίως μαμάδες, μαζί με συμμαθητές, φίλους και δασκάλους.

Ηλεκτρικές κιθάρες και κρητική λύρα

Η τρίτη πρόσκληση αφορούσε τη μουσική ομάδα. Γιατί, εκτός από τη θεατρική, κάθε Παρασκευή μεσημέρι μαζεύονται 20-25 μαθητές, μετά τη λήξη των μαθημάτων, για να συζητήσουν περί μουσικής και τραγουδιών. Ήδη αισθανόμουν πολύ άνετα ανάμεσά τους. Ένας ένας σηκωνόταν στον πίνακα, έγραφε τα στοιχεία τού τραγουδιού που είχε επιλέξει, μοίραζε φωτοτυπίες με τους στίχους, έδινε πληροφορίες για το τραγούδι και τον καλλιτέχνη και η παρουσίαση έκλεινε με την ακρόαση του τραγουδιού από ένα φορητό μηχανάκι. Εντύπωση μού έκανε η άνεση με την οποία τα παιδιά δέχονται τη διαφορετικότητα του άλλου. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία ακουσμάτων, από σκληρό ροκ μέχρι γαλλικές μπαλάντες και Πλούταρχο. Αρκετά από τα παιδιά παίζουν μουσικά όργανα, κυρίως ηλεκτρική κιθάρα. Μάλιστα, η έκπληξη ήταν οι τρεις νέοι που έπαιξαν ζωντανά δικές τους διασκευές με ντραμς, κιθάρα και κρητική λύρα!
Στη συνέχεια, πρότεινα στην ομάδα να έρθει σύσσωμη στο ραδιόφωνο, να κάνουμε μαζί μία εκπομπή, με τραγούδια που θα έχουν διαλέξει και θα τα παρουσιάσουν οι ίδιοι. Η ιδέα τούς άρεσε πολύ και ένα κυριακάτικο μεσημέρι, είκοσι παιδιά πλημμύρισαν τους μικρούς χώρους του σταθμού, στου Ψυρρή. Με μεγάλη άνεση, οι μαθητές πήραν την εκπομπή πάνω τους, έπαιξαν μουσική και έκαναν σχόλια, όχι μόνο για τα τραγούδια, αφού ακόμα και τα κορίτσια είχαν άποψη για την πορεία της Μπαρτσελόνα!
Μέσα από τις επαφές μας, φάνηκε ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν μετά το σχολείο, αλλά αισιοδοξούν ότι θα τα καταφέρουν παρ’ όλο που ανήκουν σε μικρομεσαίες οικογένειες, χωρίς να έχουν τίποτα εξασφαλισμένο. Παιδιά με ποιότητα, παιδιά με ανησυχίες, παιδιά με σχέδια και όρεξη για δημιουργία. Ωραία παιδιά. Αλλά, κάποια στιγμή αναρωτήθηκα, γιατί να είναι υποχρεωμένα αυτά τα παιδιά να περνούν καθημερινά τόσες ώρες επί τόσα χρόνια μέσα σε ένα σχολείο καθαρό μεν, αλλά καγκελόφραχτο από παντού; Ακόμα και οι πόρτες των τάξεων είναι σιδερένιες, χειρότερες κι από φυλακής, αφού δεν διαθέτουν ούτε ένα μικρό παραθυράκι! Τα παιδιά δεν φαίνεται να το συνειδητοποιούν, μη έχοντας γνωρίσει κάτι άλλο, και δυστυχώς το συνηθίζουν. Δηλαδή, μάθε παιδί μου γράμματα και φτιάξε χαρακτήρα σε ένα κτηριακό περιβάλλον που δεν διαφέρει σε τίποτα από μία φυλακή ανηλίκων. Δεν είναι τερατώδες;
Συντρώγοντας με τους καθηγητές, διαπίστωσα ότι αυτές οι αποφάσεις που εφαρμόζονται σχεδόν σε όλα τα σχολεία, παίρνονται έξω από τα σχολεία, με πρόσχημα κάποιες ζημιές που γίνονται κατά καιρούς. Αντί, λοιπόν, να υπάρξει μία ήπια αντιμετώπιση του προβλήματος, η αντιπαιδαγωγική εξουσία μετατρέπει το κτήριο του σχολείου στα πρότυπα μιας φυλακής, στην οποία ο μαθητής είναι υποχρεωτικά εγκλεισμένος μέχρι να γίνει δεκαοκτώ ετών. Ένα καθεστώς που ασφαλώς δεν υφίσταται σε κανένα ιδιωτικό σχολείο, ούτε στα δημόσια σχολεία που βρίσκονται σε πιο εύπορες περιοχές. Στη Δάφνη, η μόνη ελπίδα απεικονιζόταν στα λουλούδια που βρίσκονται περιποιημένα στο προαύλιο, σαν όαση μέσα στο σίδερο και το μπετόν.  

Εκπαιδευτικοί άλλης κοπής

Τι θα γίνουν, λοιπόν, όλα αυτά τα παιδιά, που έχουν τόση αθωότητα, τόση όρεξη και τόσο ενθουσιασμό; Ποιος νοιάζεται για το μέλλον τους; Για την αξιοποίησή τους και όχι για τη χειραγώγηση και απονεύρωσή τους;
Οι πιο ευαίσθητοι δάσκαλοι είναι φανερό ότι νοιάζονται και προσπαθούν. Το είδα στο σχολείο, το άκουσα από τους μαθητές και το βίωσα κάνοντας παρέα με τους φιλόξενους καθηγητές στη Δάφνη. Κι απ’ αυτή την άποψη, ίσως τα πράγματα να είναι καλύτερα από παλιότερες εποχές. Ποιος εκπαιδευτικός θα βοηθούσε τους πιο αδύνατους μαθητές εκτός ωραρίου χωρίς πρόσθετη αμοιβή (κι αυτό γίνεται!) και ποιος θα ανησυχούσε για τα παιδιά που έχουν σοβαρά προβλήματα στο σπίτι; Αλλά και ποιος λυκειάρχης, στα χρόνια μου, θα καλούσε κάποιο διανοούμενο στο σχολείο να μιλήσει για το ροκ και το ρεμπέτικο! Γι’ αυτό, ένιωσα τεράστια ανακούφιση και αγαλλίαση όταν βεβαιώθηκα ότι αυτή η εμπειρία δεν ήταν εικονική, κι απ’ την άλλη βλαστήμησα το σύστημα και τους αρμόδιους γραφειοκράτες που πιστεύουν περισσότερο στην παιδαγωγική δύναμη της σιδερένιας πόρτας παρά στην αγωγή της ψυχής που επιλέγουν οι καθηγητές και τα παιδιά της θεατρικής και της μουσικής ομάδας στο 2ο Λύκειο της Δάφνης. Μπορεί τα παιδιά να μην ασχολούνται πολύ με την πολιτική, αλλά σίγουρα καταλαβαίνουν ήδη αρκετά ώστε στην ερώτησή μου για τους πολιτικούς, να απαντήσουν ομόφωνα, στον αέρα, με επιφωνήματα και εκφράσεις όχι και τόσο κολακευτικά για τους διαχειριστές της εξουσίας.
Ένας άλλος κόσμος είναι πράγματι εφικτός!

Στέλιος Ελληνιάδης

 

[H φωτογραφία -Το 2ο Λύκειο Δάφνης Στο Κόκκινο 105,5- είναι του Στέλιου Ελληνιάδη]

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  :

 φ. 68, 4 Ιουνίου 2011 
 

Τέχνη και Αριστερά: 50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Τέχνη και Αριστερά:  50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Χιώτης, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης – Στην ηχογράφηση του «Επιτάφιου» (φωτογραφία: Τάκης Πανανίδης)
 

Η συμπλήρωση 50 χρόνων από την κυκλοφορία του Επιταφίου, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση του Γιάννη Ρίτσου δίνει την ευκαιρία για μια σύντομη και μερική καλλιτεχνοπολιτική ανασκόπηση της εποχής αυτής, που ανοίγει με την εντυπωσιακή επιτυχία της ενιαίας Αριστεράς στις εκλογές του 1958, σε πλήρη αντίθεση με την εξωφρενική πολυδιάσπασή της στις τωρινές εκλογές για την Αυτοδιοίκηση.

 

Ανασυγκρότηση της Αριστεράς

Η δεκαετία του ’50 είναι ασφυκτική για την Αριστερά. Οι συνέπειες της βαριάς ήττας του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-49 είναι πολλαπλές. Μέχρι το 1954 συνεχίζονται οι πανηγυρικές εκτελέσεις κομμουνιστών, με γνωστότερες αυτές των Μπελογιάννη-Πλουμπίδη. Όσοι από την αφρόκρεμα των αγωνιστών δεν έπεσαν στα πεδία των μαχών και δεν εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, βρίσκονται στις φυλακές, στις εξορίες μέσα κι έξω από την Ελλάδα, ή στην παρανομία. Μπορεί τα όπλα να μην ήταν πια παραπόδα, όμως, η καταδιωκόμενη Αριστερά ξεκίνησε πολύ γρήγορα την ανασυγκρότησή της, όχι σαν αίρεση, αλλά σαν κίνημα λαού, σε όλα τα επίπεδα. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αμερικάνοι κυβερνούσαν τη χώρα με σιδηρά πυγμή διά των προθύμων να τους υπηρετήσουν πολιτικών στους οποίους ανέθεταν ρόλους, από τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο ώς τον Γεώργιο Παπανδρέου, ελέγχοντας πλήρως τον στρατό, την αστυνομία-χωροφυλακή και το δικαστικό σώμα. Επίσης, με τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ διαμόρφωναν την άρχουσα οικονομική τάξη της χώρας, εξαρτημένη, μεταπρατική και υποστηρικτική της πολιτικής κάστας στην οποία ανατέθηκε η διακυβέρνηση της χώρας.

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν ήταν μόνο οργανωτική. Οργανωτικά, οδήγησε στην έκπληξη του 1958, όταν η ΕΔΑ, ουσιαστικά μετωπική οργάνωση του παράνομου ΚΚΕ, διευρυμένη από προοδευτικούς πολίτες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, απέσπασε το εντυπωσιακό 24,4% στις εκλογές, έβγαλε 79 βουλευτές και ανακηρύχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση!

Πολιτισμική αναγέννηση

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς ήταν εξίσου πολιτισμική. Μετά τον πόλεμο, σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας, είχε εκ νέου αναπτυχθεί αυθόρμητα η λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα, Μπακάλη, Παπαϊωάννου κ.ά., εκφράζονταν τα λαϊκά στρώματα σε όλη την Ελλάδα. Ο κατατρεγμός, η φτώχεια, οι διακρίσεις, η μετανάστευση, ο έρωτας, η βιοπάλη, το περιθώριο, καταγράφονταν μέσα από τα λαϊκά τραγούδια που στο σύνολό τους δίνουν την εναργέστερη κοινωνική εικόνα της εποχής. Παράλληλα, αναπτύσσονταν οι πολιτισμικές συνιστώσες της λόγιας παράδοσης και εισάγονταν αφομοιώσιμα στοιχεία από την ανατολική και δυτική Ευρώπη και την Αμερική, δημιουργώντας νέες συνθέσεις, νέα ρεύματα, νέες τεχνοτροπίες και νέες συνισταμένες.
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο ρόλος της Αριστεράς είναι καθοριστικός, γιατί η Αριστερά είναι φορέας ιδεών ανατρεπτικών, έχει ιδανικά, βρίσκεται σε συνεχή τριβή και αναζήτηση και είναι δραστήρια και δημιουργική. Κινητοποιεί όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και όλες τις κοινωνικές δυνάμεις και τα άτομα που αναζητούν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν. Η Αριστερά προσφέρει πρώτη ύλη, αλλά και πρόθυμους αποδέκτες της καλλιτεχνικής και πνευματικής παραγωγής.
Στον τομέα του πολιτισμού, από τα πιο αξιοσημείωτα είναι τρία εφαπτόμενα φαινόμενα που βάζουν τη σφραγίδα τους στην εποχή της ανασυγκρότησης: α) Η μελοποίηση των ποιημάτων, β) ο γάμος της λαϊκής τέχνης με την έντεχνη δημιουργία και γ) ο αρραβώνας των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών με τους σημαντικότερους εκπροσώπους μιας υπό διαμόρφωση αστικής κουλτούρας. Και αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν την πληρέστερη και διαρκέστερη έκφρασή τους -τρία σε ένα- μέσα από τον Επιτάφιο και τη μουσική που εν συνεχεία καθιερώθηκε να την αποκαλούμε έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

 

Αριστεροί και δεξιοί ψάλτες

Το 1960, για τη δημιουργία του Επιταφίου συντελούν -με όρους πολιτικούς- αριστεροί και δεξιοί «ψάλτες». Βασικοί πρωταγωνιστές ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος συνεπικουρούμενοι από τους Μάνο Χατζιδάκι, Νάνα Μούσχουρη, Μανώλη Χιώτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Τάκη Β. Λαμπρόπουλο.

Ο πρώτος Επιτάφιος ενορχηστρώνεται από τον Χατζιδάκι και ερμηνεύεται από τη Μούσχουρη στο ύφος του ελαφρού ευρωπαΐζοντος ελληνικού τραγουδιού. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, διευθυντή της Κολούμπια και σπουδαίο παραγωγό. Έτσι, συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο για τη δισκογραφία που ανοίγεται πολύ επιλεκτικά και προσεκτικά στο νέο για την Ελλάδα φορμάτ του δίσκου μακράς διαρκείας. Μέσα σε λίγες βδομάδες το ίδιο έργο ηχογραφείται ξανά με διαφορετική λογική και αισθητική, σε διαφορετική εταιρία δίσκων. Οι δεύτερες εκτελέσεις καινούργιων τραγουδιών που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών είναι ρουτίνα, αλλά στις 33 στροφές είναι τολμηρό. Ο δημιουργικός Λαμπρόπουλος το πραγματοποιεί. Ο δεύτερος Επιτάφιος έχει διαφορετικό καλλιτεχνικό σχήμα και προσανατολισμό.

Στη λαϊκή μουσική υπάρχει, με σημερινή γλώσσα, μια τεράστια βάση δεδομένων από την οποία μπορεί κάποιος γνώστης με ταλέντο να αντλήσει ανεξάντλητο υλικό για ανασύνθεση. Ο Λαμπρόπουλος, σαν σκηνοθέτης, κάνει το κάστινγκ του νέου εγχειρήματος και ζητάει από τον Χιώτη να αναλάβει τη μορφοποίηση των μελωδιών του Θεοδωράκη με τη συνδρομή του Μπιθικώτση. Ο Χιώτης δέχεται την πρόκληση και ο Μπιθικώτσης πείθεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όπως έχει ομολογήσει, ο συνθέτης του Τρελοκόριτσου αισθανόταν μάλλον άβολα με το είδος αυτό του τραγουδιού, που ήταν διαφορετικό από το ρεπερτόριό του. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Μπιθικώτσης ηχογραφεί, μεταξύ άλλων, τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου Επιτάφιου ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, η απήχησή του είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη χατζιδακική εκδοχή και έτσι ξεκινάει ένα ολόκληρο κίνημα μουσικής που γεννιέται από το πάντρεμα του λαϊκού στοιχείου με το λόγιο.

Αυτή η πρόσμειξη δεν είναι εντελώς πρωτότυπη, αλλά έχει σημαντικά καινούρια χαρακτηριστικά. Έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις με το Γαρύφαλλο στ’ αφτί ο οποίος ,μάλιστα, ταυτόχρονα με τον Επιτάφιο, κάνει παγκόσμιο χιτ με τα Παιδιά του Πειραιά, αλλά εν γένει τα κομμάτια του σκόπιμα απέχουν υφολογικά από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Ακόμα και οι διασκευές των ρεμπέτικων από τον Χατζιδάκι είναι σε ορχηστρική μορφή και ξεφεύγουν από το λαϊκότροπο παίξιμο.

Ο ρόλος του Μανώλη Χιώτη

Ο Μίκης υιοθετεί πιο λαϊκές φόρμες, πιο κοντά στο κυρίαρχο είδος του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Επειδή δε ο ίδιος έχει δυτική μουσική παιδεία και δεν γνωρίζει καλά-καλά το ιδίωμα, αναλαμβάνει ο Χιώτης την «προσαρμογή», ένας από τους πληρέστερους καλλιτέχνες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο Λαμπρόπουλος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Χιώτης είναι ανοιχτών οριζόντων και ρηξικέλευθος, έχοντας ήδη κάνει μία επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, αντικαθιστώντας το τρίχορδο μπουζούκι με το τετράχορδο, εισάγοντας νέους ρυθμούς και εμφανιζόμενος όρθιος στην πίστα αντί καθιστός -ως είθισται- στην καρέκλα του πάλκου. Είναι εξαίρετος συνθέτης ρεμπέτικων, λαϊκών και ελαφρών τραγουδιών και μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με δικό του ήχο και στυλ. Δηλαδή, ο καταλληλότερος μουσικός για να μπορέσει ο Θεοδωράκης να βρει έναν καινούργιο δρόμο εντάσσοντας τις θαυμάσιες μελωδίες του στο δημοφιλέστερο είδος μουσικής το οποίο όμως δεν κατέχει. Ακούγοντας τις εισαγωγές και τα σόλο του Χιώτη, στα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη, αντιλαμβάνεται κανείς το ρόλο του στη διαμόρφωση του τελικού ακούσματος. Τα «λαϊκοποιεί» διατηρώντας την «ελαφρότητα» που είναι πλησιέστερη στην αισθητική του Θεοδωράκη. Στα τραγούδια του Μίκη, στους δίσκους Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Λιποτάκτες, Πολιτεία και στις πρώτες συναυλίες στο «Κεντρικόν», το 1961, ο Μανώλης Χιώτης βάζει τη σφραγίδα του προτού παραδώσει τη σκυτάλη στο δίδυμο Κώστα Παπαδόπουλου-Λάκη Καρνέζη και στον άλλο μεγάλο συνθέτη και βιρτουόζο Γιώργο Ζαμπέτα. Αλλά, πολύ σημαντικός στη διαμόρφωση του νέου ήχου, χάρη στον Λαμπρόπουλο, είναι και το μεγαθήριο της εποχής Στέλιος Καζαντζίδης, που ερμηνεύει τραγούδια του Μίκη μαζί με την παρτενέρ του Μαρινέλα, ενώ ο Χιώτης έχει κοντά του τη Μαίρη Λίντα.

 

(Σκίτσο του Μποστ – Για τη συναυλία του Μ. Θεοδωράκη στο «Κεντρικόν»,  1961)

 

Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και ποιητές

Πολλά τραγούδια του Θεοδωράκη έχουν πολιτικό υπόβαθρο, κάτι που δεν συμβαίνει με τα τραγούδια του Χιώτη ή του Χατζιδάκι. Ο Μίκης έχει ξεκινήσει συνθέτοντας για πιάνο και βιολί, αλλά η κλασική ή κλασικίζουσα μουσική δεν βοηθάει την επικοινωνία με πλατιά κοινωνικά στρώματα, ούτε τη διάδοση των πολιτικών ιδεών της Αριστεράς. Ο δρόμος που στρώνει ο Λαμπρόπουλος με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση είναι φαρδύτερος και διεισδυτικότερος. Και, βέβαια, ο θαυμάσιος Ρίτσος προσφέρεται για λαϊκά τραγούδια γιατί γράφει (και) απλά και κατανοητά.
Ο Μίκης έπεται του Χατζιδάκι και στη μελοποίηση ποιημάτων. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, η μελοποίηση των ποιημάτων ακολουθεί το ρεύμα των Γάλλων τροβαδούρων, Λεό Φερέ, Μπρασένς κ.ά. που μελοποιούν ποιήματα των Ρεμπό, Μποντλέρ, Βιγιόν, Απολινέρ, Αραγκόν, Βερλέν κ.λπ. Εξάλλου, το έδαφος είναι πολύ πρόσφορο γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη και σημαντική εντόπια ποιητική παραγωγή. Γι’ αυτό, αρχής γενομένης, το πετυχημένο έργο του Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο και τα τραγούδια που ακολουθούν, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και το κυματάκι εξελίσσεται σε ρεύμα.
Έτσι, όχι μόνο μελοποιούνται δημοσιευμένα ποιήματα, αλλά ορισμένοι ποιητές μπαίνοντας στο χορό γράφουν στίχους που προορίζονται εξ αρχής για τραγούδια. Πρωτοστατούν οι ποιητές από την Αριστερά, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Γιάννης Θεοδωράκης και ο Κώστας Βίρβος ο οποίος έχει ήδη σπουδαία συμμετοχή στο λαϊκό τραγούδι. Δραπετσώνα, Καημός, Βράχο-βράχο, Το Σαββατόβραδο κ.λπ. είναι τα τραγούδια που καθιερώνουν τον Μίκη Θεοδωράκη και συμπαρασύρουν συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και εταιρίες σ’ αυτή τη νέα λεωφόρο. Δεν είναι όλα τα τραγούδια του σε λαϊκούς δρόμους, αλλά τα τραγούδια σε ζεϊμπέκικους και χασάπικους ρυθμούς με μπουζούκια και μικρές λαϊκές ορχήστρες δίνουν το χρώμα και το στίγμα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ούτε όλοι οι συνθέτες και οι στιχουργοί/ποιητές προέρχονται από την Αριστερά: Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Κώστας Βάρναλης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μποστ, Γιάννης Νεγρεπόντης, Ιάκωβος Καμπανέλης, Ερρίκος Θαλασσινός, Μιχάλης Κατσαρός, Νότης Περγιάλης, Άκος Δασκαλόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Σπανός, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Λοΐζος, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιάννης Γλέζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Λουκιανός Κηλαϊδόνης, Θάνος Μικρούτσικος κ.ά., δημιουργούν το νέο ήχο του ελληνικού τραγουδιού που έχει τη βάση του -λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον δημιουργό- στο κλασικό λαϊκό τραγούδι και εξελίσσεται, παράλληλα, μ’ αυτό μεταφέροντας τα ποιήματα (ακόμα και του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Πάμπλο Νερούδα, του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ή του Ναζίμ Χικμέτ) από σπίτι σε σπίτι.
Όλοι υιοθετούν τους λαϊκούς δρόμους, τις ενορχηστρώσεις, το ύφος, αλλά και θέματα όπως η μετανάστευση και η φτώχεια που μόνο οι λαϊκοί τραγουδοποιοί είχαν μέχρι τότε θίξει. Πάντως, σταδιακά, αποκαθίσταται μια ισορροπία ανάμεσα στο λαϊκό ιδίωμα και την μπαλάντα χωρίς ποτέ οι δημιουργοί του έντεχνου να πάψουν να γράφουν λαϊκά τραγούδια, τουλάχιστον μέχρι το 1974, ασκώντας με τη σειρά τους επιρροή και στους κλασικούς λαϊκούς συνθέτες, όπως ο Απόστολος Καλδάρας και ο Άκης Πάνου.

Καλλιτέχνες κόντρα στο διχασμό

Ενώ, λοιπόν, στη δεκαετία του ’60, το πολιτικό κλίμα είναι βαρύ, αριστεροί κόντρα σε δεξιούς ή δεξιοί κόντρα σε αριστερούς, η πραγματικότητα στις τέχνες είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα, το ψυχροπολεμικό κλίμα είναι εν μέρει αληθινό, ως κατάλοιπο των πληγών του εμφυλίου, και εν μέρει τεχνητό, ως αποτέλεσμα των συστηματικών διώξεων κατά της Αριστεράς από την εξουσία και της καλλιεργούμενης έντασης από το παρακράτος που απεργάζεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την ανακοπή της επιρροής της Αριστεράς στην πολιτική και τον πολιτισμό. Σ’ αυτή τη σκοπούμενη παράταση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, αντιδρούν πολλοί καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι, όπως φαίνεται πολύ ανάγλυφα από τα τεκταινόμενα στο ελληνικό τραγούδι. Τα τραγούδια είναι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αποτέλεσμα συνεργασίας συντελεστών που δεν ανήκουν στο ίδιο πολιτικό και ιδεολογικό στρατόπεδο. Συνθέτες, στιχουργοί, ζωγράφοι και παραγωγοί, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης και ιδεολογικών πεποιθήσεων, συνεργάζονται αρμονικά και φτιάχνουν αριστουργήματα. Τους ενώνει, συχνά από διαφορετική σκοπιά, η τάση και η επιθυμία να συνεχίσουν την προπολεμική προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας εθνικής λαϊκής τέχνης με διεθνή χαρακτηριστικά, έχοντας κατ’ αρχήν συμφωνήσει ότι κοινή τους γλώσσα είναι η δημοτική, ενώ στα σχολεία διδάσκεται αυστηρά η καθαρεύουσα και η νομοθεσία και τα δημόσια έγγραφα είναι επίσης στην καθαρεύουσα. Συμφωνούν επίσης στη σημασία της παράδοσης και χρησιμοποιούν σαν βάση το ρεμπέτικο και δη το μεταπολεμικό λαϊκό, παρ’ όλο που προβάλλονται επιφυλάξεις, ενστάσεις έως και σοβαρές αντιρρήσεις που φτάνουν στην πλήρη άρνηση.
Μέσα από τα έντυπα της Αριστεράς, κυρίως την Επιθεώρηση Τέχνης, γίνονται οξύτατες αντιπαραθέσεις, γιατί κάποιοι θεωρούν τους λαϊκούς καλλιτέχνες λούμπεν και τη λαϊκή μουσική κακής ποιότητας. Αντιδράσεις εκδηλώνονται και από μερικούς καταξιωμένους ποιητές που στο πρώτο άκουσμα δυσκολεύονται να χωνέψουν το συνταίριαγμα των βαθυστόχαστων και λυρικών ποιημάτων τους με τους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου και τους ήχους που παράγει το μπουζούκι. Αλλά η απήχηση των μελοποιημένων ποιημάτων και η επιμονή του Θεοδωράκη ο οποίος νιώθει ότι έχει βρει μια πλούσια φλέβα χρυσού, επιδρούν καταλυτικά και σταδιακά αίρονται οι αισθητικές ή πολιτικές επιφυλάξεις. Ομοίως, μέσα από τη συνεργασία και τη ζύμωση νέων μορφών έκφρασης λειαίνεται ο εθνικός διχασμός. Η βαθύτερη επιθυμία για μία τέχνη προσιτή στο λαό και ταυτόχρονα σύγχρονη, προοδευτική, λόγια και ανοιχτή σε άλλες μορφές έκφρασης, εκπληρώνεται συνδυαστικά.

Εν αναμονή

Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, της οικογένειας των πολυκαταστημάτων Αφοι Λαμπρόπουλοι, στο σπίτι του οποίου είδα αναρτημένα στο τοίχο τα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα της Ρωμιοσύνης και του Άξιον Εστί, και ο έτερος των καινοτόμων Αλέκος Πατσιφάς, ιδιοκτήτης της ΛΥΡΑ, είναι αστοί που δεν έχουν ταμπού και προκαταλήψεις. Αυτοί οι επιχειρηματίες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για να ευδοκιμήσει το ελληνικό τραγούδι. Στη ΛΥΡΑ, σχεδόν όλοι, από τον τον υπεύθυνο πωλήσεων και τους λογιστές ώς τους παραγωγούς ανήκουν στον προοδευτικό χώρο. Θυμάμαι τον Κώστα Ασωνίτη, υπεύθυνο της αποθήκης, που είχε πολλά χρόνια φυλακής στην πλάτη του, αλλά και τον άτυπο υποδιευθυντή Τάκη Τσίρο που την επομένη της 17ης Νοεμβρίου 1973, με κάλεσε κρυφά στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, για να αφηγηθώ με γυρισμένη την πλάτη σε τηλεοπτικό συνεργείο του BBC όσα είχαν διαδραματιστεί κατά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο. Στις τέχνες, φωτισμένοι αστοί και αριστεροί πάλευαν από κοινού για τον πολιτισμό που η μεταπρατική εξουσία αντιμετώπιζε με φόβο, απέχθεια και διώξεις. Αριστεροί και δεξιοί καλλιτέχνες ένωναν τις δυνάμεις τους, με βάσεις στη λαϊκή κουλτούρα και μεταφορές και υιοθεσίες από τα σύγχρονα ρεύματα, όπως ο Κάρολος Κουν στο θέατρο, η Ραλλού Μάνου στο χορό και ο Νίκος Κούνδουρος ή αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον κινηματογράφο. Πάμπολλοι ζωγράφοι, χαράκτες και γραφίστες συμμετέχουν στη δισκογραφία φιλοτεχνώντας εξαίσια τα εξώφυλλα δίσκων. Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Σπύρος Βασιλείου, Δημήτρης Μυταράς, Γιώργος Σταθόπουλος, Βάσω Κατράκη, Τάσσος, Μποστ, Μίνως Αργυράκης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αλέξης Κυριτσόπουλος κ.ά.

Είναι η εποχή που διανούμενοι και καλλιτέχνες, από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία μιας κουλτούρας εθνικής, προοδευτικής, σύγχρονης και λαϊκής. Στην ποίηση, τη μουσική, τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική, το χορό, το θέατρο, το σινεμά, σε όλα. Κουλτούρας που άφησε σπουδαία κληροδοτήματα, αλλά τσαλαπατήθηκε από την γραφειοκρατικοποίηση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, και κυρίως από την ξενοδουλεία, την απληστία και τον ξεπεσμό της κυρίαρχης Δεξιάς που υποτίμησε την παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά και της όψιμης σοσιαλδημοκρατίας που εξαγόρασε συνειδήσεις και έδωσε τη χαριστική βολή.
Αυτά, εν αναμονή της επόμενης -μη εισέτι διαφαινόμενης- πολιτιστικής επανάστασης την οποία, πριν απ’ όλους, χρειάζεται η ίδια η Αριστερά.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  :

 φ. 33, 2 Οκτωβρίου 2010 
 

Όλα τα λεφτά στην πίστα…

‘Ολα τα λεφτά στην πίστα…

Μια βόλτα στις φωτισμένες πίστες με τις σκοτεινές συναλλαγές που συνδέουν χρόνια τώρα τους παράγοντες της μέρας με τον κόσμο της νύχτας

Η «Φαντασία» εκδικήθηκε συμπαρασύροντας στην κατεδάφισή της τον Τόλη Βοσκόπουλο, την υφυπουργό Αντζελα Γκερέκου και τη βιτρίνα του συστήματος, παρ’ όλο που ο πρωθυπουργός παραβρέθηκε στην «τελετή» με τις μπουλντόζες για να ξορκίσει ο ίδιος τα πνεύματα. Ομως, δεν έπιασαν τα ξόρκια. Η πρώτη παραίτηση υπουργού, και δη από το υπουργείο Πολιτισμού, ακολούθησε εντός ολίγου.

 Η «Φαντασία», στο Ελληνικό, απέναντι από το παλιό αεροδρόμιο, ήταν το «Μέγαρο» της διασκέδασης στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Κάθε τραγουδιστής που έκανε καριέρα ονειρευόταν ότι κάποια μέρα θα τραγουδήσει εκεί. Και κάθε μικροαστός που ανερχόταν οικονομικά φανταζόταν τον εαυτό του σε πρώτο τραπέζι στη «Φαντασία», το «Στορκ», τη «Νεράιδα» ή τα «Δειλινά». Γύρω απ’ αυτό το «φαντασιακό» διαμορφώθηκε η νυχτερινή διασκέδαση. Για τους πολιτικούς, τα μαγαζιά της παραλίας αντιπροσώπευαν την ευημερία, είτε υπαρκτή είτε εικονική. Πρόσφεραν τα «θεάματα», ακόμα κι αν δεν υπήρχε αρκετός «άρτος» για όλους. Για την παραεξουσία ήταν μια σταθερή πηγή υψηλού μαύρου εισοδήματος. Εκτοτε, πολλοί ελεγκτές του μηχανισμού που έχουν κέντρα διασκέδασης στην «ενορία» τους πλέουν σε πελάγη ευτυχίας. Περνώντας τις ώρες αιχμής από τα μαγαζιά χτίζουν ορόφους και βάζουν τζακούζι στα εξοχικά τους.

Τη φοροαποφυγή δεν την εφηύραν ούτε οι ιδιοκτήτες των κέντρων διασκέδασης, ούτε οι τραγουδιστές. Τη διαμόρφωσαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Γιατί η φοροαποφυγή στη νύχτα ήταν φανερή και γνωστή. Τα μαγαζιά είναι δημόσιοι χώροι. Από αρχαιοτάτων χρόνων, εκατομμύρια πελάτες, μικρομεσαίοι (στα πίσω τραπέζια), πλούσιοι, υπουργοί και πρωθυπουργοί (στα μπροστινά), γνωρίζουν το καθεστώς λειτουργίας των μαγαζιών. Ούτε ο Αριστοτέλης Ωνάσης έπαιρνε θεωρημένες αποδείξεις από τη «Φαντασία», ούτε ο Αντρέας Παπανδρέου από το «Χάραμα». Ούτε οι αμέτρητοι βουλευτές και υπουργοί που γιορτάζουν γάμους και βαφτίσια των παιδιών τους, την ονομαστική τους εορτή και τις προεκλογικές τους συγκεντρώσεις ή τις εκλογικές νίκες στα κέντρα διασκέδασης, σε όλη την Ελλάδα.

Ακρόπολη και μπουζούκια

Εδώ και χρόνια, τα μαγαζιά συντηρούνται σε μεγάλο βαθμό από τους χορούς και τις συνεστιάσεις των κομμάτων και των συλλόγων, ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Οι πάντες πραγματοποιούν τις ετήσιες χοροεσπερίδες τους στα μαγαζιά. Και ο χορός των δικαστικών στη «Φαντασία» ή τα «Δειλινά» γινόταν. Και των εφοριακών. Οι περισσότερες πολεοδομικές αυθαιρεσίες στα μαγαζιά έγιναν για να μεγαλώσει η χωρητικότητά τους, με προεκτάσεις ή δεύτερες αίθουσες, για να προσελκύουν τους συλλόγους με τα πολλά μέλη (Τράπεζες, ΙΚΑ, υπουργεία, ΟΤΕ κ.λπ.). Οι νίκες στα ντέρμπι και οι κατακτήσεις κυπέλλων γιορτάζονται στα μαγαζιά. Ο Πανταζής (Πανιώνιος) και ο Ρέμος (Ηρακλής) δεν είναι οι μόνοι που επεκτάθηκαν στον επίσης αδιαφανή και ευνοημένο από τα κόμματα εξουσίας (με σκανδαλώδεις διαγραφές χρεών) επαγγελματικό αθλητισμό.

Ολα τα μεγάλα μαγαζιά έχουν ειδικευμένο προσωπικό που ασχολείται αποκλειστικά με τους χορούς, καλλιεργώντας γνωριμίες με κομματικούς παράγοντες, συνδικαλιστές και παράγοντες σωματείων πάσης φύσεως. Πολλοί φοιτητοπατέρες διακινούν χιλιάδες φοιτητές στα κέντρα διασκέδασης με το αζημίωτο. Ακόμα και σχολεία κατεβαίνουν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη με πρόσχημα μια επίσκεψη στην Ακρόπολη ή το Βυζαντινό Μουσείο, αλλά με πραγματικό σκοπό μια βραδιά σε μεγάλη πίστα. Συνήθως, για την επιλογή του χώρου διασκέδασης μεσολαβεί αλισβερίσι μεταξύ μαθητών, ταξιδιωτικών γραφείων και μαγαζιών.

Ανέκαθεν οι μαγαζάτορες έπρεπε να τα έχουν καλά με την αστυνομία και το βαθύ κράτος. Τα μεγαλύτερα κοσμικά μαγαζιά τα είχαν άνθρωποι με πιστοποιημένη πολιτική ταυτότητα ή κομματική σχέση. Ενας δηλωμένος βασιλικός, ένας κουμπάρος ισχυρότατου πολιτικού της δεξιάς, ένας πρώην μπράβος και μία προστατευόμενη υπουργού της χούντας ήταν οι σημαντικότεροι επιχειρηματίες της νύχτας στη δεκαετία του ’70. Και για να είναι αποτελεσματικός ο έλεγχος σε όλα τα μαγαζιά, η απαραίτητη άδεια λειτουργίας τους ήταν πάντα σε εκκρεμότητα, ώστε οι μαγαζάτορες να βρίσκονται σε μια διαρκή ομηρία και να είναι ευάλωτοι στους εκβιασμούς των αρχών, επ’ ανταλλάγματι.

Στα νεότερα χρόνια, το καθεστώς προσαρμοζόταν στις αλλαγές. Οι παλιοί επιχειρηματίες δεν πειράχτηκαν, αλλά βοηθήθηκαν άλλοι που πρόσκεινταν στο ΠΑΣΟΚ ή σε στελέχη του ΠΑΣΟΚ, με παραχωρήσεις χώρων του Δημοσίου, διευκολύνσεις δανείων για «πολιτιστικά κέντρα» κ.λπ. Είτε με λάδωμα είτε με πολιτικά κονέ και διαμεσολαβήσεις δόθηκαν θέατρα, στάδια, παραλίες, πάρκα, ακόμα και τοποθεσίες προσκείμενες σε αρχαιολογικούς χώρους, για να γίνουν καφετέριες και κέντρα διασκέδασης. Λέγεται, μάλιστα, ότι και η κατεδάφιση του θαυμάσιου «Ορφέα», στην οδό Σταδίου, χωρητικότητας 1.700 ατόμων, έκρυβε και άλλες σκοπιμότητες πέρα από την αποτροπή δημιουργίας εναλλακτικής αίθουσας στη μονοκρατορία του Μεγάρου.

Μέσα σ’ αυτή την ηθελημένη από τα κέντρα εξουσίας θολή κατάσταση, οι μαγαζάτορες ικανοποιούν τις ιδιοτελείς απαιτήσεις των πολιτικών και των υπαλλήλων της αστυνομίας, της εφορίας, της πολεοδομίας, του υγειονομικού και της πυροσβεστικής για να κρατάνε τα μαγαζιά τους ανοιχτά. Καθ’ οδόν, στη διαδικασία αδειοδότησης (και λαδώματος) προστέθηκαν οι δήμοι. Και, από τη δεκαετία του ’90, εδραιώθηκε πιο οργανωμένα η «προστασία» του «ιδιωτικού» τομέα. Δηλαδή, η φοροδιαφυγή και οι άλλες παραβάσεις (παράνομα κτίσματα, δολοφονικά ποτά-μπόμπες, έλλειψη πυρασφάλειας και εξόδων κινδύνου κ.ά.) γίνονται ανεκτές και ενθαρρύνονται σιωπηρά από μηχανισμούς του κράτους και της αυτοδιοίκησης, για να εισπράττουν μερίδιο όλοι οι εμπλεκόμενοι, όχι βέβαια για τα δημόσια ταμεία, αλλά για τις τσέπες τους. Ακόμα και συγγενείς και φίλοι υπουργών και δημάρχων προσλαμβάνονται σε μαγαζιά, με αργομισθίες. Και αστυνομικοί εν ενεργεία δουλεύουν σεκιούριτι σε μαγαζιά, αφού το κράτος αφήνει τον υπόκοσμο να αναπτύσσεται.

Πόρτα στον υπόκοσμο

Σκοπίμως, λοιπόν, δεν μπαίνει τάξη στη διασκέδαση, γιατί βολεύεται ένας ολόκληρος παρασιτικός ιστός που πλέχτηκε γύρω από τα μαγαζιά και τα απομυζά. Μπορεί αυτό να ακούγεται παράδοξο, αλλά οι επιχειρηματίες της νύχτας περπατούν σε τεντωμένο σχοινί. Οι μηχανισμοί ωθούν προς την αντίθετη από το νόμο κατεύθυνση. Η κρατική ασυδοσία δυσκολεύει τους επιχειρηματίες που δεν διαθέτουν ισχυρούς δεσμούς με τα παρακλάδια της εξουσίας και ανοίγει περισσότερο την πόρτα στο οργανωμένο έγκλημα.

Οι τραγουδιστές έγιναν ισχυρό εξάρτημα αυτού του καθεστώτος. Κατ’ αρχήν άθελά τους, γιατί έτσι βρήκαν τους χώρους δουλειάς και δεν είχαν περιθώρια επιλογής. Από τα κέντρα της παραλίας αναδείχτηκαν η Αλεξίου, ο Μητροπάνος, η Μαρινέλλα, ο Νταλάρας, η Γαλάνη, ο Καλογιάννης και πολλοί άλλοι του λεγόμενου ποιοτικού τραγουδιού. Ακόμα κι ο Ξαρχάκος έκανε μουσικές βραδιές στην παραλία. Και ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αναγκαστεί για φορολογικές επιπλοκές να καταφύγει στην Αμερική.

Στη συνέχεια, όμως, χάρη στην προνομιακή τους προβολή από τις εταιρείες δίσκων και τα ΜΜΕ, οι τραγουδιστές (όχι οι συνθέτες και οι μουσικοί) όλων των αποχρώσεων εξελίχτηκαν σε ρυθμιστικούς παράγοντες των οικονομικών της διασκέδασης. Οσο καλό μαγαζί κι αν έχει κανείς, χωρίς τους επίκαιρους τραγουδιστές δεν μπορεί να κάνει ικανοποιητικές εισπράξεις. Αυτό εντείνει τον ανταγωνισμό των μαγαζιών στη διεκδίκηση των τραγουδιστών με σουξέ, με συνέπεια τα «μεροκάματα» να εκτινάσσονται από χρονιά σε χρονιά στα ύψη συμπαρασύροντας προς τα πάνω, όχι πάντως αναλογικά, τα μεροκάματα και των μικρότερων ονομάτων. Λεφτά συνήθως μαύρα, αφού το σύστημα είναι έτσι δομημένο. Οσο δε αυξάνονται τα «μεροκάματα», αυξάνεται η ελαχίστη κονσομασιόν, αλλά και η φοροδιαφυγή. Οι επιχειρήσεις δεν δηλώνουν όλες τις εισπράξεις τους, αλλά δεν δηλώνουν ούτε όλα τα έξοδά τους, αφού οι τραγουδιστές συνήθως δίνουν «λειψά» παραστατικά για τα «μεροκάματά» τους που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του λειτουργικού κόστους των μαγαζιών. Δηλαδή, φαύλος κύκλος.

Αυτή η κατάσταση σταδιακά παγιώνεται, ενώ παράλληλα γίνονται σημαντικές επενδύσεις σε κτίρια και εξοπλισμούς και αυξάνονται οι απασχολούμενοι. Δεκάδες χιλιάδες σερβιτόροι, λαντζέρηδες, μάγειροι, λογιστές, παρκαδόροι, ηχολήπτες, τεχνικοί και προμηθευτές μουσικών οργάνων, ποτών, τροφίμων, επίπλων κ.λπ. ζουν από τον κλάδο διασκέδασης, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την τουριστική βιομηχανία. Ενας πολύ σημαντικός κλάδος που αντιμετωπίστηκε με ιδιοτέλεια και προχειρότητα από τους παράγοντες του κράτους, με συνέπεια να εκσυγχρονιστεί άναρχα, να αναπτυχθεί πάνω σε πήλινα πόδια και σε κάποιο βαθμό να γίνει εστία ξεπλύματος μαύρου χρήματος και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων.

Ο βαθμός αναξιοπιστίας των κυβερνήσεων φάνηκε και από άλλα «μέτρα» της τελευταίας δεκαετίας. Το εισιτήριο εισόδου εφαρμόστηκε πλημμελώς εξυπηρετώντας μόνο τους ελεγκτές του υπουργείου Οικονομικών. Ο διαχωρισμός των μαγαζιών σε καπνίζοντες και μη δεν εφαρμόστηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημιά οι πιο νομοταγείς, που έκαναν πολυδάπανες μετατροπές στα μαγαζιά τους. Απ’ όπου και να την πιάσεις, η εξουσία βρομάει.

Σφακιανάκης, Βίσση, Τερζής και πολλές άλλες φίρμες ελέγχθηκαν για τη φορολογική τους συμπεριφορά. Αλλά η δομή του επαγγελματικού τους χώρου δεν άλλαξε. Η απροθυμία του κράτους να εφαρμόσει μία συστηματική πολιτική όχι εξόντωσης, αλλά εξυγίανσης του κλάδου της διασκέδασης, την οποία σίγουρα θα επιθυμούσαν αρκετοί σοβαροί επιχειρηματίες και κυρίως οι εργαζόμενοι, καθιστά τις επιλεκτικές διώξεις ύποπτες. Αναμφίβολα, οι μεγαλοτραγουδιστές, καλοί και κακοί, ευνοήθηκαν οικονομικά από το σύστημα, αλλά όχι μόνο με τις υπέρογκες αδήλωτες αμοιβές. Για παράδειγμα, πάμπολλες συναυλίες μοιράζονταν από υπουργεία και δήμους μέσα από κυκλώματα γνωριμιών και αλληλοεξυπηρετήσεων. Γνωστοί τραγουδιστές φιγουράρουν ακόμα και σε προεκλογικά φυλλάδια υποψηφίων βουλευτών ή εμφανίζονται στις προεκλογικές συγκεντρώσεις τους.

Ελεγχος «για τα μάτια»

Συμπερασματικά, οι έλεγχοι δεν γίνονται για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα του συστήματος, αλλά, αντιθέτως, για να διαιωνιστούν. Απλώς, κάποιοι χρησιμοποιούνται κάθε φορά σαν εξιλαστήρια παραδείγματα, είτε γιατί αρνήθηκαν πολύ χοντρούς εκβιασμούς, είτε για να δοθεί η εντύπωση στους φορολογούμενους ότι το κράτος αγρυπνά και οι πολιτικοί κάνουν καλά τη δουλειά τους, είτε για να πληγούν κάποιοι αντίπαλοι, πολιτικοί ή επιχειρηματίες. Σε ένα κράτος που κάθε κυβερνητικός παράγοντας κάνει αμέτρητα ρουσφέτια, ο τότε σύμβουλος του πρωθυπουργού Γ. Πανταγιάς εκδιώχτηκε ξαφνικά με την κατηγορία ότι μεσολάβησε για ευνοϊκή διευθέτηση του χρέους του Γ. Νταλάρα στην εφορία. Οι παροικούντες γνωρίζουν ότι ο Πανταγιάς, προβάλλοντας υπέρμετρα τον εαυτό του στον Πειραιά (με τη συμβολή και φίλων τραγουδιστών) εις βάρος άλλων υποψηφίων, ενεργοποίησε τα εσωκομματικά μαχαίρια που άστραψαν και βρόντηξαν. Και, σήμερα, ενώ ο κόσμος απαιτεί εφόδους της εφορίας στα «μεγάλα σαγόνια» της Siemens, των ομολόγων, του χρηματιστηρίου, του Βατοπεδίου, των Ολυμπιακών Αγώνων, των χαριστικών δανείων, των εξοπλιστικών προγραμμάτων κ.λπ., που ρούφηξαν τα δεκάδες δισ. που λείπουν από τα κρατικά ταμεία, ο μηχανισμός αποπροσανατολισμού ασκεί ασφυκτικό έλεγχο στα ψιλικά της Τζούλιας Αλεξανδράτου, γιατί αυτό «πουλάει»! Δηλαδή, ο έλεγχος των οικονομικών των ανθρώπων της σόουμπιζ γίνεται είτε από σπόντα είτε από τσόντα!

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 30 Μαΐου 2010