Ο πολιτισμός πριν από την πολιτική ή η πολιτική πριν από τον πολιτισμό;

Ο Στέλιος Ελληνιάδης με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο στα Τρίκαλα

Ο πολιτισμός πριν από την πολιτική ή η πολιτική πριν από τον πολιτισμό;

Η γλώσσα μας ξεράθηκε, τα μάτια μας θόλωσαν, τα αφτιά μας βούλωσαν, το δέρμα μας ξεράθηκε, η μύτη μας στούμπωσε. Η κοινωνία ολόκληρη έχασε πρώτα τις αισθήσεις της και μετά τον μπούσουλα. Επί δεκαετίες χειραγωγούνταν οι αντιλήψεις μας, αλλοιώνονταν τα κύτταρά μας και μεταλλασσόταν η αισθητική μας, καθώς οι δυνάμεις της «αγοράς» μάς είχαν πάρει φαλάγγι.
Κάηκαν ή κόπηκαν όλα τα δάση στην Αθήνα, τσιμενταρίστηκε και το τελευταίο οικόπεδο, δεν έμεινε ούτε τετραγωνικό μέτρο γης για να φυτρώνουν λουλούδια και να απορροφώνται τα νερά της βροχής, ο υδροφόρος ορίζοντας κατέβηκε εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, χτίστηκαν καγκελόφρακτα σχολεία χωρίς αυλές, οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια στένεψαν απελπιστικά όταν οι πολυκατοικίες αντικατέστησαν τις μονοκατοικίες, οι εκατοντάδες κινηματογράφοι έγιναν σουπερμάρκετ και γκαράζ, το αυτοκίνητο κατάργησε τους περιπάτους, το διοξείδιο του άνθρακα γέμισε τα πνευμόνια μας, η τηλεόραση ανέλαβε την πλύση εγκεφάλου μας, τα εμπορικά κέντρα έκλεισαν χιλιάδες μαγαζιά που έδιναν ζωή στις γειτονιές, το λάιφσταϊλ σάρωσε το γούστο μας και η κατανάλωση έγινε το ψυχοφάρμακό μας. Τόσα και τόσα έγιναν σε βάρος του πολιτισμού μας, σε βάρος του κοινωνικού μας ιστού, σε βάρος της ψυχολογικής μας κατάστασης. Οι φιλίες μαράζωσαν, οι γείτονες αποξενώθηκαν, η αλληλεγγύη έγινε μη-κυβερνητική οργάνωση, η δημοκρατία κουρελόπανο. Χτίσαμε τον καινούργιο μας κόσμο με δανεικά. Μορφώσαμε τα παιδιά μας με αποστήθιση. Αφήσαμε τους γέρους μας στην ερημιά τους. Ξεχάσαμε τα γενέθλια των συντρόφων μας.
Οι δυνάμεις της αγοράς συνέχισαν ανενόχλητες τη διάβρωσή μας. Είχαν τους οικονομολόγους στην τσέπη, έβαλαν και τους πολιτικούς στην κωλότσεπη. Η κοινωνία, ζαλισμένη από την κολακεία και ευχαριστημένη από την εικονική της ευημερία, εγκατέλειψε τις δικλείδες ασφαλείας και παραδόθηκε αμαχητί στις σάλτσες και τα ξώπλατα των πρωινάδικων, εξαγοράστηκε από τα ρουσφέτια των πολιτικών, εξαρτήθηκε από τα «προϊόντα» και παρασύρθηκε σε ένα τζόγο που τα χαρτιά ήταν σημαδεμένα.
Ένας γενικός ξεπεσμός ήταν η συνέπεια της εγκατάλειψης των πολιτισμικών μας αξιών και οχυρωμάτων. Ένας ξεπεσμός απαραίτητος για την εφαρμογή των πολιτικών που οδήγησαν την κοινωνία στην άβυσσο. Ακόμα και σε εποχές που δεν είχαμε κράτος ισότητας και δικαιοσύνης, αλλά τα θεμέλια της λαϊκής κουλτούρας δεν είχαν αποσαθρωθεί, οι ναζί δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν πουλώντας πατριωτισμό. Σήμερα, ο ξεπεσμός, που στα πιο εξαθλιωμένα στρώματα της κοινωνίας εξελίσσεται σε υστερία, ανοίγει το δρόμο στα ζόμπι της ακροδεξιάς και αφήνει περιθώρια στα ρετάλια της εξουσίας για να σκορπίζουν ψέματα και λάσπη μέσα από τους βόθρους επικοινωνίας και ενημέρωσης.
Αλλά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η κοινωνία, ακόμα, έχει σοβαρά αποθέματα του καλύτερού της εαυτού. Καταπιεσμένα, αλλά υπαρκτά. Και πρέπει εμείς να την βοηθήσουμε να τα ανασύρει στην επιφάνεια και να τα ενεργοποιήσει, αναδεικνύοντας τις αξίες και τις αρχές χωρίς τις οποίες καμία κοινωνία δεν μπορεί να ζήσει με ήθος, σεβασμό και αξιοπρέπεια.
Για την Αριστερά, δεν πρέπει να υπάρχει δίλημμα «πολιτισμός ή πολιτική;». Πολιτική χωρίς πολιτισμό είναι βαρβαρότητα και πολιτισμός χωρίς πολιτική είναι όνειρο απατηλό.
Εφεξής, καμία υποχώρηση στα θέλγητρα της «αγοράς». Θα λέμε την αλήθεια στον κόσμο ακόμα κι αν δεν μας καταλαβαίνει, ακόμα κι αν τον στεναχωρούμε. Δεν φταίει η Αριστερά για το κοινωνικό μας χάλι, αλλά δεν πρέπει να έχει και τον παραμικρό δισταγμό στο να καταγγέλλει ένα τρόπο ζωής που πίσω από τη λαμπερή του βιτρίνα κρύβει δυστυχία, αδικία και απανθρωπιά.
Στέλιος Ελληνιάδης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ :
Περίπτερο Ιδεών – ΔΡΟΜΟΣ της Αριστεράς
φ. 112, Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Υπέροχοι μαθητές σε σχολεία φυλακές!

Υπέροχοι μαθητές σε σχολεία φυλακές!

Τι σχέση έχει ο Μάρκος Βαμβακάρης με τους Ρόλινγκ Στόουνς και ο Μπόμπ Ντίλαν με τον Άκη Πάνου; Αυτό ήταν το θέμα της ομιλίας στο 2ο Λύκειο Δάφνης, μπροστά σε διακόσια πενήντα κορίτσια κι αγόρια, που αποτελούν το φετινό δυναμικό του.

Μαζί με τους καθηγητές και τον Λυκειάρχη, τον Στέλιο Μενεξή. Ο πρώτος συνδετικός κρίκος ήταν η κυριακάτικη εκπομπή μου Στο Κόκκινο 105,5. Ο δεύτερος, οι ομιλίες στο «@Ρουφ» για το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι. Έτσι γνωρίστηκα με τους καθηγητές που πήραν την πρωτοβουλία για την πρόσκληση στο Λύκειο.

Σχεδόν δύο ώρες κράτησε η εκδήλωση στο αμφιθέατρο του σχολείου, με την ομιλία και τις ερωταπαντήσεις που ακολούθησαν. Στο τέλος, σαν να μην έφτανε αυτό, αρκετοί μαθητές μαζεύτηκαν μπροστά στη σκηνή και ζητούσαν να υπάρξει μία συνέχεια. Τα παιδιά με μάγεψαν με την ευγένεια και τη συμμετοχή τους. Και οι δάσκαλοι με το ενδιαφέρον τους για τα παιδιά και την ανοιχτόμυαλη προσέγγισή τους. Μία πραγματικότητα εντελώς διαφορετική, ανατρεπτική, της γνωστής εικόνας που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ για τα σχολεία. Αλλά και της μίζερης αναπαράστασης που ίσως άθελά τους κάνουν ορισμένοι συνδικαλιστές στα τηλεπαράθυρα μιλώντας μόνο με μελανά χρώματα για την κατάσταση στην παιδεία προκειμένου να διασφαλίσουν τα εργασιακά δικαιώματα και να αυξήσουν τις πενιχρές αμοιβές των εκπαιδευτικών. Ήταν τόσο όμορφο αυτό που ένιωθα, που φοβήθηκα μην είναι μια παραίσθηση, μια πρώτη εξωτερική εντύπωση που κρύβει μια άλλη πραγματικότητα. Γι’ αυτό, ξαναπήγα, για να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν επιφανειακή και παραπλανητική η εντύπωση που σχημάτισα, και για να δοθεί συνέχεια σ’ αυτή τη φρέσκια σχέση.

Η δεύτερη αφορμή ήταν, λίγες μέρες αργότερα, μία θεατρική παράσταση που είχαν ετοιμάσει, με δουλειά ενός χρόνου, οι μαθητές σε συνεργασία με δύο καθηγήτριές τους. Καμιά δεκαπενταριά «ηθοποιοί» μετέφεραν στη σχολική σκηνή το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Οδυσσέα, γύρισε πίσω», με αυτοσχέδια σκηνικά, νεανικά κοστούμια και ανάλογες μουσικές μπροστά σε μπαμπάδες και κυρίως μαμάδες, μαζί με συμμαθητές, φίλους και δασκάλους.

Ηλεκτρικές κιθάρες και κρητική λύρα

Η τρίτη πρόσκληση αφορούσε τη μουσική ομάδα. Γιατί, εκτός από τη θεατρική, κάθε Παρασκευή μεσημέρι μαζεύονται 20-25 μαθητές, μετά τη λήξη των μαθημάτων, για να συζητήσουν περί μουσικής και τραγουδιών. Ήδη αισθανόμουν πολύ άνετα ανάμεσά τους. Ένας ένας σηκωνόταν στον πίνακα, έγραφε τα στοιχεία τού τραγουδιού που είχε επιλέξει, μοίραζε φωτοτυπίες με τους στίχους, έδινε πληροφορίες για το τραγούδι και τον καλλιτέχνη και η παρουσίαση έκλεινε με την ακρόαση του τραγουδιού από ένα φορητό μηχανάκι. Εντύπωση μού έκανε η άνεση με την οποία τα παιδιά δέχονται τη διαφορετικότητα του άλλου. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία ακουσμάτων, από σκληρό ροκ μέχρι γαλλικές μπαλάντες και Πλούταρχο. Αρκετά από τα παιδιά παίζουν μουσικά όργανα, κυρίως ηλεκτρική κιθάρα. Μάλιστα, η έκπληξη ήταν οι τρεις νέοι που έπαιξαν ζωντανά δικές τους διασκευές με ντραμς, κιθάρα και κρητική λύρα!
Στη συνέχεια, πρότεινα στην ομάδα να έρθει σύσσωμη στο ραδιόφωνο, να κάνουμε μαζί μία εκπομπή, με τραγούδια που θα έχουν διαλέξει και θα τα παρουσιάσουν οι ίδιοι. Η ιδέα τούς άρεσε πολύ και ένα κυριακάτικο μεσημέρι, είκοσι παιδιά πλημμύρισαν τους μικρούς χώρους του σταθμού, στου Ψυρρή. Με μεγάλη άνεση, οι μαθητές πήραν την εκπομπή πάνω τους, έπαιξαν μουσική και έκαναν σχόλια, όχι μόνο για τα τραγούδια, αφού ακόμα και τα κορίτσια είχαν άποψη για την πορεία της Μπαρτσελόνα!
Μέσα από τις επαφές μας, φάνηκε ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν μετά το σχολείο, αλλά αισιοδοξούν ότι θα τα καταφέρουν παρ’ όλο που ανήκουν σε μικρομεσαίες οικογένειες, χωρίς να έχουν τίποτα εξασφαλισμένο. Παιδιά με ποιότητα, παιδιά με ανησυχίες, παιδιά με σχέδια και όρεξη για δημιουργία. Ωραία παιδιά. Αλλά, κάποια στιγμή αναρωτήθηκα, γιατί να είναι υποχρεωμένα αυτά τα παιδιά να περνούν καθημερινά τόσες ώρες επί τόσα χρόνια μέσα σε ένα σχολείο καθαρό μεν, αλλά καγκελόφραχτο από παντού; Ακόμα και οι πόρτες των τάξεων είναι σιδερένιες, χειρότερες κι από φυλακής, αφού δεν διαθέτουν ούτε ένα μικρό παραθυράκι! Τα παιδιά δεν φαίνεται να το συνειδητοποιούν, μη έχοντας γνωρίσει κάτι άλλο, και δυστυχώς το συνηθίζουν. Δηλαδή, μάθε παιδί μου γράμματα και φτιάξε χαρακτήρα σε ένα κτηριακό περιβάλλον που δεν διαφέρει σε τίποτα από μία φυλακή ανηλίκων. Δεν είναι τερατώδες;
Συντρώγοντας με τους καθηγητές, διαπίστωσα ότι αυτές οι αποφάσεις που εφαρμόζονται σχεδόν σε όλα τα σχολεία, παίρνονται έξω από τα σχολεία, με πρόσχημα κάποιες ζημιές που γίνονται κατά καιρούς. Αντί, λοιπόν, να υπάρξει μία ήπια αντιμετώπιση του προβλήματος, η αντιπαιδαγωγική εξουσία μετατρέπει το κτήριο του σχολείου στα πρότυπα μιας φυλακής, στην οποία ο μαθητής είναι υποχρεωτικά εγκλεισμένος μέχρι να γίνει δεκαοκτώ ετών. Ένα καθεστώς που ασφαλώς δεν υφίσταται σε κανένα ιδιωτικό σχολείο, ούτε στα δημόσια σχολεία που βρίσκονται σε πιο εύπορες περιοχές. Στη Δάφνη, η μόνη ελπίδα απεικονιζόταν στα λουλούδια που βρίσκονται περιποιημένα στο προαύλιο, σαν όαση μέσα στο σίδερο και το μπετόν.  

Εκπαιδευτικοί άλλης κοπής

Τι θα γίνουν, λοιπόν, όλα αυτά τα παιδιά, που έχουν τόση αθωότητα, τόση όρεξη και τόσο ενθουσιασμό; Ποιος νοιάζεται για το μέλλον τους; Για την αξιοποίησή τους και όχι για τη χειραγώγηση και απονεύρωσή τους;
Οι πιο ευαίσθητοι δάσκαλοι είναι φανερό ότι νοιάζονται και προσπαθούν. Το είδα στο σχολείο, το άκουσα από τους μαθητές και το βίωσα κάνοντας παρέα με τους φιλόξενους καθηγητές στη Δάφνη. Κι απ’ αυτή την άποψη, ίσως τα πράγματα να είναι καλύτερα από παλιότερες εποχές. Ποιος εκπαιδευτικός θα βοηθούσε τους πιο αδύνατους μαθητές εκτός ωραρίου χωρίς πρόσθετη αμοιβή (κι αυτό γίνεται!) και ποιος θα ανησυχούσε για τα παιδιά που έχουν σοβαρά προβλήματα στο σπίτι; Αλλά και ποιος λυκειάρχης, στα χρόνια μου, θα καλούσε κάποιο διανοούμενο στο σχολείο να μιλήσει για το ροκ και το ρεμπέτικο! Γι’ αυτό, ένιωσα τεράστια ανακούφιση και αγαλλίαση όταν βεβαιώθηκα ότι αυτή η εμπειρία δεν ήταν εικονική, κι απ’ την άλλη βλαστήμησα το σύστημα και τους αρμόδιους γραφειοκράτες που πιστεύουν περισσότερο στην παιδαγωγική δύναμη της σιδερένιας πόρτας παρά στην αγωγή της ψυχής που επιλέγουν οι καθηγητές και τα παιδιά της θεατρικής και της μουσικής ομάδας στο 2ο Λύκειο της Δάφνης. Μπορεί τα παιδιά να μην ασχολούνται πολύ με την πολιτική, αλλά σίγουρα καταλαβαίνουν ήδη αρκετά ώστε στην ερώτησή μου για τους πολιτικούς, να απαντήσουν ομόφωνα, στον αέρα, με επιφωνήματα και εκφράσεις όχι και τόσο κολακευτικά για τους διαχειριστές της εξουσίας.
Ένας άλλος κόσμος είναι πράγματι εφικτός!

Στέλιος Ελληνιάδης

 

[H φωτογραφία -Το 2ο Λύκειο Δάφνης Στο Κόκκινο 105,5- είναι του Στέλιου Ελληνιάδη]

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  :

 φ. 68, 4 Ιουνίου 2011 
 

Αυτός ο άψογος, άψυχος ήχος

Αυτός ο άψογος, άψυχος ήχος

Σαράντα χρόνια μετά την έκδοση του «Sgt. Pepper’s» των Beatles, δίσκου-σταθμού στην ιστορία του ροκ, τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν ξανά με σύγχρονους καλλιτέχνες χρησιμοποιώντας όμως την τεχνολογία της δεκαετίας του ’60. Αναλογική μαγνητοταινία και τετρακάναλη κονσόλα ήχου. Οπως το ηχογράφησαν τα τέσσερα «σκαθάρια», παίζοντας όλοι μαζί. Οι νέοι μουσικοί δυσκολεύτηκαν πολύ να ανταποκριθούν! Εχουν μάθει να ηχογραφούν ο κάθε μουσικός ξεχωριστά και μετά να αναλαμβάνουν οι τεχνικοί τα υπόλοιπα.

Στην ψηφιακή τεχνολογία, όλες οι αρχικές ηχογραφήσεις μπορούν να διορθωθούν μετά την ηχογράφηση. Ακόμα και τα φάλτσα επιδιορθώνονται ψηφιακά. Ο παραγωγός και ο τεχνικός ήχου συχνά χρησιμοποιούν την αρχική ηχογράφηση μόνον ως πρόπλασμα. Κιθάρες, βιολιά, τύμπανα και φωνές υφίστανται άπειρες μεταλλάξεις. Και μετά, αν το αποτέλεσμα είναι εμπορικά επιτυχές, ο τραγουδιστής ερμηνεύει εφεξής το κομμάτι όπως αυτό φτιάχτηκε στο στούντιο και όχι όπως αυτός αρχικά το ερμήνευσε! Πρώτη σημαντική απώλεια είναι ο αυθορμητισμός. Δεύτερη, η παραμόρφωση.

Ο Γκρεγκ Μίλνερ, στο νέο βιβλίο του «Perfecting sound forever» (εκδόσεις «Granta»), ξεκινάει από τον Εντισον και καταλήγει στους τεχνικούς της ψηφιακής εποχής, οι οποίοι με την εξέλιξη της τεχνολογίας άλλαξαν τη μουσική.

 

 

Δυνατά, πάση θυσία

 

Το CD άλλαξε τις προδιαγραφές αποθήκευσης και αναπαραγωγής τού ήχου. Εχει μεγαλύτερη διάρκεια από το δίσκο βινυλίου 33 στροφών και μεγαλύτερο εύρος στις δυναμικές του ήχου. Τα μπάσα και τα πρίμα δεν στριμώχνονται όπως στα αυλάκια του βινυλίου. Αλλά οι δυνατότητες αυτές, στα ανθρώπινα χέρια και τις εμπορικές επιδιώξεις, δεν βελτιώνουν πάντα τη μουσική. Ιδίως από τη δεκαετία του ’90, με τη χρήση ειδικών προγραμμάτων, το ηχητικό προϊόν των ηχογραφήσεων προσαρμόζεται στις ανάγκες του εμπορίου με τρόπο πρωτόγνωρο. Για να ακούγεται πιο δυνατά και χωρίς «κενά», «παύσεις» και «χαμηλόφωνα σημεία» από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα μηχανήματα αναπαραγωγής, η μουσική υφίσταται βαθιές αλλοιώσεις.

Ενας από τους τεχνικούς που διαμορφώνουν αυτό το νέο άκουσμα, ο Βλάντο Μέλερ, υποστηρίζει με ζήλο ότι «η σημερινή γενιά θέλει να ακούει τα CD δυνατά». Αντιθέτως, μερικοί πρωτοπόροι της τεχνολογίας που εφηύραν αυτά τα προγράμματα επεξεργασίας του ήχου, όπως ο Μάικ Ντόροου, αποσύρθηκαν απογοητευμένοι από τις καταχρήσεις που οδήγησαν στην «καταστροφή της μουσικής». Αυτός ο δυνατός ήχος, που έχει επικρατήσει στη συντριπτική πλειονότητα των ηχογραφημάτων, είναι τεχνητός και επιτυγχάνεται ακυρώνοντας όλες τις εσωτερικές ισορροπίες των μουσικών κομματιών. Εισαγωγές, σιγανά σημεία και ανάσες καταργούνται. Εξισώνονται ψηφιακά και ακούγονται το ίδιο δυνατά, ισοπεδώνοντας ακουστικά το σύνολο ενός κομματιού.

Εξαιτίας του τρομερού ανταγωνισμού στις ραδιοσυχνότητες, αυτή η τεχνική εφαρμόστηκε κατά κόρον στο αμερικανικό ραδιόφωνο. Με ψηφιακά προγράμματα, όλα τα μουσικά κομμάτια εξισώνονται ακουστικά καθώς μεταδίδονται ραδιοφωνικά. Επίπεδα και δυνατά, χωρίς χαμηλόφωνα και υψηλόφωνα σημεία. Για να μη χάνει ο ακροατής ούτε για ένα δευτερόλεπτο το ισχυρό σήμα του σταθμού.

Το ίδιο γίνεται και στους δίσκους και ιδίως στα παλιά τραγούδια που επανεκδίδονται από βινύλιο σε CD. Ειδικά στην Ελλάδα, συνήθως, όπου αναγράφεται remastering σημαίνει ότι έχει «πειραχτεί» το αυθεντικό ηχογράφημα για να ακούγεται πιο δυνατά και πιο «ισόπεδα». Συμπιέζουν προς τα κάτω τις υψηλές συχνότητες και ενισχύουν προς τα πάνω τις χαμηλές, μέχρι να δημιουργήσουν έναν ακουστικό μέσο όρο, τον οποίο εν συνεχεία ανεβάζουν πολύ σε ένταση. «Είμαστε περικυκλωμένοι από μουσική που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να φωνάζει», γράφει ο Μίλνερ.

Οι σημερινοί καλλιτέχνες, σε όλα τα είδη της μουσικής, προσαρμόστηκαν και πολλοί υπερέβαλαν, όπως οι Μετάλικα και οι Ρεντ Χοτ Τσίλι Πέπερς που ανήγαγαν την παραμόρφωση σε επιστήμη, αμφότεροι με παραγωγό τον Ρικ Ρούμπιν.

Αλλοι, όμως, τραγουδοποιοί φρικάρανε με τις παρενέργειες της ψηφιοποίησης της μουσικής. «Αυτή η ευρέως διαδεδομένη έλλειψη δυναμικής έκτασης δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της μουσικής. Η δυναμική έκταση είναι ένας από τους παράγοντες που κάνουν τη μουσική μια μαγική εμπειρία», γράφει ο Μίλνερ.

Μουσική για καφετέριες

Αλλά οι παραγωγοί σε συνεργασία με τους τεχνικούς και με τη συναίνεση των καλλιτεχνών που επιζητούν πάση θυσία την εμπορική επιτυχία, διαμορφώνουν τον ήχο των τραγουδιών σύμφωνα με τις ανάγκες του λάιφ στάιλ. Τα τραγούδια κατασκευάζονται για να παίζονται σε μπαρ και φουαγιέ ξενοδοχείων, αυτοκίνητα που κινούνται, τρένα και μετρό, κυλιόμενες σκάλες και καφετέριες, χώρους με πάσης φύσεως θορύβους. Ομως, αυτός ο «πόλεμος του δυνατού ήχου» για την επιβολή στον ακροατή, θυμίζει σε μερικούς την περίφημη ρήση του Χίτλερ ότι δεν θα είχε κατακτήσει τη Γερμανία χωρίς τα μεγάφωνα!

Ακόμα χειρότερα, το τραγούδι σε μορφή Mp3 έχει μόλις το 10% της ψηφιακής πληροφορίας που έχει το ίδιο κομμάτι στο CD! Ετσι, κατεβαίνουν εύκολα και γρήγορα στον υπολογιστή και χωράνε χιλιάδες κομμάτια σε ένα μικροσκοπικό iPod. Ο Μπομπ Ντίλαν έχει απορρίψει αυτή την ηχητική πτώχευση που υποβαθμίζει την ποιότητα της μουσικής και την αισθητική των ακροατών και ο Νιλ Γιάνγκ δήλωσε στους «Los Angeles Times» ότι «η Apple μετέτρεψε τη μουσική σε χαρτί ταπετσαρίας»! Μελέτες δείχνουν ότι οι πιο σταθερές και πιο μεγάλες πωλήσεις σε διάρκεια επιτυγχάνονται από δίσκους που έχουν ηχογραφηθεί με την παλιά τεχνολογία, αναφέροντας τους Eagles, τους Led Zeppelin κ.ά. Το παλιό είναι αλλιώς!

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Αυτό το τσιγάρο που φταίει…

Αυτό το τσιγάρο που φταίει…

 

 [Στην Αγγλία ένας ιδιοκτήτης χαρακτήρισε την παμπ του ερευνητικό κέντρο κι ένας άλλος «προξενείο». Πάντα υπάρχουν τρόποι διαφυγής. Και οι κοπέλες της φωτογραφίας τούς έχουν ανάγκη. ]

 

 

Οι σκηνές που διαδραματίζονται σε νυχτερινά κέντρα στον ελληνικό κινηματογράφο είναι «σικέ». Λείπουν τα τασάκια και τα ντουμάνια από τα τσιγάρα που καπνίζουν οι θαμώνες των μαγαζιών. Οι «λουλουδούδες» περιφέρονται ανάμεσα στα τραπέζια κρατώντας μόνο μπαλόνια και όχι πακέτα τσιγάρων που αγοράζουν οι καπνιστές που ξεμένουν. Και οι μπουζουξήδες δεν έχουν τσιγάρα περασμένα ανάμεσα στα δάχτυλά τους.

Οι ταινίες είναι οικογενειακές και το τσιγάρο θεωρείται δείγμα κακού χαρακτήρα. Οι καθωσπρέπει πολίτες ακόμα κι όταν τσιλημπουρδίζουν με τις φιλενάδες τους στις ελληνικές ταινίες, πίνουν κρασί και ουίσκι, σπάνε πιάτα, αλλά δεν καπνίζουν. Μόνο οι πολύ δυστυχισμένοι, οι παραστρατημένες και τα καθάρματα καπνίζουν στο σινεμά.

Στην πραγματικότητα, η ατμόσφαιρα στις ταβέρνες, τα καφενεία και τα κοσμικά κέντρα ήταν πάντα αποπνικτική, αλλά κανείς δεν φαινόταν να σκοτίζεται. Το τσιγάρο ήταν μέρος μιας κουλτούρας, έστω κι αν ήταν αρχικά μόνο ανδρικό κουσούρι. Κι όχι μόνο στα μπουζούκια. Στις ντισκοτέκ και τα ροκ κλαμπ, τα τασάκια ήταν αναπόσπαστο μέρος του «υπάρχειν». Στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟ ΜΠΕΛΦΑΣΤ

Η απαγόρευση του καπνίσματος πρώτη φορά αλλάζει το σκηνικό. Στις βρετανικές παμπ, τα αμερικανικά τζαζ κλαμπ και τις γαλλικές μπουάτ και τα καμπαρέ. Η εικόνα της Ζιλιέτ Γκρεκό να τραγουδάει στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα με το ποτό στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο, διασώζεται μόνο σε φωτογραφικά άλμπουμ, ο τύπος του Ζαν-Πολ Σαρτρ με τη γόπα είναι πια ντεμοντέ και στις αφίσες ο Ζακ Τατί αντί για την κλασική πίπα του έχει στο στόμα έναν παιδικό ανεμόμυλο! Κόπηκαν ακόμα και τα ακριβά πούρα στο διάσημο Μουλέν Ρουζ, με τα οποία κάποιοι πλούσιοι θαμώνες προσπαθούσαν να συγκινήσουν τα κορίτσια του μπαλέτου.

Στην Αγγλία και την Ιρλανδία, οι παραδοσιακοί θαμώνες της παμπ γυρίζουν σπίτι τους νωρίτερα ή δεν βγαίνουν καθόλου. Η απαγόρευση του καπνίσματος και η πτώση στην κατανάλωση εξαιτίας των αλλεπάλληλων αυξήσεων του ειδικού φόρου στη μπίρα οδηγούν στο κλείσιμο πολλές από τις εξήντα χιλιάδες παμπ που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αναπόσπαστο μέρος του τρόπου ζωής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πενήντα παμπ βάζουν λουκέτο κάθε βδομάδα. Η κατάσταση επιδεινώνεται δραματικά από την οικονομική κρίση και την υψηλή ανεργία. Στο Λονδίνο και σε τουριστικές περιοχές, οι παμπ προσπαθούν να προσελκύσουν πελατεία από τουρίστες που ενδιαφέρονται για κουλέρ λοκάλ. Στο Δουβλίνο, στα τρία πρώτα χρόνια της απαγόρευσης έκλεισαν χίλιες παμπ.

Από τη Νέα Ορλεάνη ώς τη Νέα Υόρκη, οι τζαζίστες δεν παίζουν πια μέσα σε καπνούς από τσιγάρα, αλλά στις καλά εξαεριζόμενες αίθουσες του Village Vanguard, του Blue Note, του Jazz Standard, του Birdland, ακόμα και του Smoke που από την ονομασία του και μόνο σε προδιαθέτει διαφορετικά.

Τώρα, η πανταχού παρούσα ένδειξη «no smoking» σε προσγειώνει στη νέα πραγματικότητα.

Αλλά αυτή η «αλλαγή» που ευχαρίστησε το αντικαπνιστικό στρατόπεδο, τους σερβιτόρους που εργάζονται σε πιο υγιεινό περιβάλλον, αλλά και τις ασφαλιστικές εταιρείες που προσδοκούν κέρδη από τον περιορισμό των θανατηφόρων ασθενειών που συνδέονται με το κάπνισμα, στρίμωξε πολλούς επιχειρηματίες και έβαλε στο στόχαστρο εκατομμύρια ανθρώπους που θεωρούν το κάπνισμα δικαίωμά τους.

Στην Ολλανδία, μερικές χιλιάδες ιδιοκτήτες μπαρ και εστιατορίων, συνεπικουρούμενοι από οπαδούς του ανεμπόδιστου καπνίσματος, διαδήλωσαν στη Χάγη, με πανό υπέρ της χαμένης ελευθερίας τους και κατά του δικτατορικού μέτρου. Στον Καναδά, η απαγόρευση στις φυλακές, προκάλεσε εξέγερση φυλακισμένων που υποστηρίχθηκε και από φύλακες που φοβήθηκαν ότι θα κινδυνεύει η ζωή τους από καπνιστές κρατούμενους. Αντίθετα, στη Μ. Βρετανία, επειδή το κελί θεωρείται σπίτι, οι φυλακές εξαιρέθηκαν από την απαγόρευση.

Στην Αγγλία, κάποιοι ιδιοκτήτες παμπ ενεργοποίησαν το λεγόμενο lock-in, που επιτρέπει σε ένα μαγαζί να συνεχίσει τη λειτουργία του -μετά το κλείσιμο- με ορισμένους πελάτες, χωρίς περιορισμούς στο κάπνισμα. Άλλοι επέλεξαν το δρόμο των δικαστηρίων. Και μερικοί εφευρίσκουν πρωτότυπους τρόπους διαφυγής: ένας ιδιοκτήτης χαρακτήρισε την παμπ ερευνητικό κέντρο που εξαιρείται από την απαγόρευση και ένας άλλος ζήτησε από την περουβιανή πρεσβεία να χαρακτηρίσει την παμπ προξενικό χώρο για να έχει ασυλία!

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Στο Παρίσι, το κίνημα «Οταν η νύχτα πεθαίνει στη σιωπή», με πρωτοβουλία ηθοποιών, μουσικών, ντι-τζέι, συλλόγων και επιχειρηματιών, συγκέντρωσε 15 χιλιάδες υπογραφές ζητώντας την ανάκληση της απαγόρευσης και κάθε περιορισμού που, με πρόσχημα την ηχορύπανση ή ατυχήματα, δημιουργεί ανέργους και αλλοιώνει το χαρακτήρα της «πόλης του φωτός». Μην προσπαθείτε να εξομοιώσετε τη νυχτερινή ζωή με τη ζωή της μέρας, τονίζουν οι καλλιτέχνες της κίνησης «Η Νύχτα Ζει» που προειδοποιούν ότι θα ξενιτευτούν για να μπορέσουν να ζήσουν παίζοντας μουσική. Ο δήμος του Παρισιού, για να μετριάσει τις αντιδράσεις, δημιούργησε τον ιστότοπο http://www.parisnightlife.fr που προβάλλει δωρεάν τους χώρους διασκέδασης.

Αλλά υπάρχουν και αντιδράσεις πολιτικές. Στην Αγγλία, η απαγόρευση που απειλεί τις παμπ, τα bingo κλαμπ και τις εργατικές εστίες, θεωρήθηκε ως επίθεση στην εργατική τάξη από μια πιο εύπορη μεσαία τάξη που έχει πολύ περισσότερες επιλογές αναψυχής. Η Λέιντι Γκάγκα καπνίζει με αυθάδεια και ο συγγραφέας του μπεστ-σέλερ «Ο Θεός δεν είναι Μεγάλος» Κρίστοφερ Χίτσενς καταγγέλλει τις ακρότητες των αντικαπνιστών θυμίζοντας την απόρριψη, από τον προέδρο των ΗΠΑ Φραγκλίνο Ρούσβελτ, της τελευταίας επιθυμίας ενός μελλοθανάτου να καπνίσει ένα τσιγάρο, με το επιχείρημα ότι ο θάλαμος εκτελέσεων είναι χώρος μη καπνιζόντων!

«ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΦΩΤΙΑ…»

Το τσιγάρο σίγουρα δεν τελειώνει, αλλά, μετά την απαγόρευση των διαφημίσεων που το μυθοποίησαν και το επέβαλαν με παραπλανητικά μηνύματα, χάνει τώρα άλλο ένα ζωτικό του στοιχείο, το δημόσιο χώρο. Ετσι, παραμένει ελεύθερο μόνο στα τραγούδια, αλλά κι αυτά πού θα τραγουδιούνται;

Τα βάσανα και οι καημοί, αλλά και το γλέντι, η μαγκιά και ο αντρισμός, αλλά και η χειραφέτηση της γυναίκας προσωποποιούνται με ένα τσιγάρο, αλλά σε ένα χώρο συνάθροισης.

«Ο κόσμος άλλαξε και πάρτε το χαμπάρι / και η γυναίκα στο εξής θα κουμαντάρει / Ηρθε καιρός να φύγω πια απ’ τη ρουτίνα / Απ’ του συζύγου τη σκλαβιά κι απ’ την κουζίνα / Είμαι η γυναίκα η μοντέρνα, που ψηφίζω / Γλεντώ στα κέντρα, πίνω ουίσκι και καπνίζω / Στην εξουσία κανενός πια δεν ανήκω», τραγουδάει η Μαρίκα Νίνου μεταπολεμικά χάρη στον Κώστα Μάνεση και τον Απόστολο Καλδάρα.

Τραγούδια που γράφονται για να παίζονται σε μαγαζιά με φωνές, μουσικές, μυρωδιές τσιγάρων, σωμάτων και αρωμάτων. Τραγούδια χαράς, παραζάλης, εκτόνωσης, στεναχώριας, απόγνωσης και καταχρήσεων. Τραγούδια για έρωτα, διασκέδαση, χορό και φλερτ.

«Δεν με νοιάζει, δεν ρωτάω… στο ‘να χέρι το τσιγάρο / στ’ άλλο χέρι το μπεγλέρι / Είμαι γυναίκα του γλεντιού / τα θέλω όλα δικά μου / και μοναχά ο έρωτας / γεμίζει την καρδιά μου», τραγουδούσε ανέμελα η Μαίρη Χρονοπούλου.

Τι θα απογίνουν αυτά τα αμέτρητα τραγούδια που έχουν σχέση με την κουλτούρα του καπνίσματος, γεννιούνται στους χώρους καπνίσματος και είναι αναπόσπαστα δεμένα με τη νυχτερινή έξοδο και την κοινωνική συναναστροφή; Ποιοι θαμώνες θα τα αποζητούν;

«Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ / τσιγάρο πρέφα και καφέ, / βρε, δεν βαριέσαι αδελφέ» τραγουδούσε ο Κώστας Χατζής με λόγια της Σώτιας Τσώτου στην Πλάκα, και παραδίπλα ο Μάνος Λοΐζος «Παρ’ ένα τσιγάρο, δώσε μου φωτιά / πώς τα πας Αλέκο, άσ’ τα ρε Κοσμά / Δε βαριέσαι φίλε, πιες ένα κρασί / σκάρτη πάντα θα ‘ναι η παλιοζωή».

Στα κέντρα και στα γλέντια, το πιο δημοφιλές μέχρι σήμερα τραγούδι που ανασταίνει και νεκρούς, μυρίζει τσιγάρο: «Αναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά / Έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά» (Χαράλαμπου Βασιλειάδη και Γεράσιμου Κλουβάτου).

Και αυτή τη σκυτάλη πήραν οι σταρ της πίστας απευθυνόμενοι σε ένα νεανικό κοινό που πίνει και καπνίζει ανησυχητικά πολύ. Ο πρώην ροκάς Χρήστος Κυριαζής τραγούδησε «τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια», ο Στέλιος Ρόκκος «τσιγάρα, μπουκάλια και γίνομαι χάλια, για σένα το ξέρω θα καταστραφώ», ο Πασχάλης Τερζής «θα με σκοτώσει το τσιγάρο, θα με τελειώσει το πιοτό», ο Γιάννης Πλούταρχος «άλλη μια νύχτα χωρίς τα φιλιά σου, πίνω, καπνίζω, δακρύζω…», η Πέγκυ Ζήνα «το ποτό και το τσιγάρο θα με κόψει», ο Νότης Σφακιανάκης «Πίνω, πίνω, ξαναπίνω και καπνίζω σαν τρελός…» κ.λπ.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΧΩΡΙΣ ΤΣΙΓΑΡΟ;

Τι θα γίνουν, λοιπόν, αυτά τα τραγούδια; Θα τραγουδιούνται στα μαγαζιά; Ή θα γραφτούν τραγούδια τσιγαρονοσταλγίας; Και τι θα αντικαταστήσει το τσιγάρο στα τραγούδια; Πώς θα εκφράζεται η παρηγοριά, η συντροφιά, η αναμονή, ο χωρισμός, η μοναξιά, η απόρριψη, το τέλος; Θα βγει και το τραγούδι «έξω», όπως οι καπνιστές στα πεζοδρόμια;

Και τι θα κάνουν οι φαντάροι στα ΚΨΜ των στρατοπέδων και στα καφενεία της επαρχίας που διάλεγαν τα πιο βαριά ζεϊμπέκικα για να ρίξουν σόλο μερικές στροφές με το τσιγάρο μισοκαμένο ανάμεσα στα χείλια;

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ : ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 7   –  Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010