Αυτό το τσιγάρο που φταίει…
[Στην Αγγλία ένας ιδιοκτήτης χαρακτήρισε την παμπ του ερευνητικό κέντρο κι ένας άλλος «προξενείο». Πάντα υπάρχουν τρόποι διαφυγής. Και οι κοπέλες της φωτογραφίας τούς έχουν ανάγκη. ]
Οι σκηνές που διαδραματίζονται σε νυχτερινά κέντρα στον ελληνικό κινηματογράφο είναι «σικέ». Λείπουν τα τασάκια και τα ντουμάνια από τα τσιγάρα που καπνίζουν οι θαμώνες των μαγαζιών. Οι «λουλουδούδες» περιφέρονται ανάμεσα στα τραπέζια κρατώντας μόνο μπαλόνια και όχι πακέτα τσιγάρων που αγοράζουν οι καπνιστές που ξεμένουν. Και οι μπουζουξήδες δεν έχουν τσιγάρα περασμένα ανάμεσα στα δάχτυλά τους.
Οι ταινίες είναι οικογενειακές και το τσιγάρο θεωρείται δείγμα κακού χαρακτήρα. Οι καθωσπρέπει πολίτες ακόμα κι όταν τσιλημπουρδίζουν με τις φιλενάδες τους στις ελληνικές ταινίες, πίνουν κρασί και ουίσκι, σπάνε πιάτα, αλλά δεν καπνίζουν. Μόνο οι πολύ δυστυχισμένοι, οι παραστρατημένες και τα καθάρματα καπνίζουν στο σινεμά.
Στην πραγματικότητα, η ατμόσφαιρα στις ταβέρνες, τα καφενεία και τα κοσμικά κέντρα ήταν πάντα αποπνικτική, αλλά κανείς δεν φαινόταν να σκοτίζεται. Το τσιγάρο ήταν μέρος μιας κουλτούρας, έστω κι αν ήταν αρχικά μόνο ανδρικό κουσούρι. Κι όχι μόνο στα μπουζούκια. Στις ντισκοτέκ και τα ροκ κλαμπ, τα τασάκια ήταν αναπόσπαστο μέρος του «υπάρχειν». Στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟ ΜΠΕΛΦΑΣΤ
Η απαγόρευση του καπνίσματος πρώτη φορά αλλάζει το σκηνικό. Στις βρετανικές παμπ, τα αμερικανικά τζαζ κλαμπ και τις γαλλικές μπουάτ και τα καμπαρέ. Η εικόνα της Ζιλιέτ Γκρεκό να τραγουδάει στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα με το ποτό στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο, διασώζεται μόνο σε φωτογραφικά άλμπουμ, ο τύπος του Ζαν-Πολ Σαρτρ με τη γόπα είναι πια ντεμοντέ και στις αφίσες ο Ζακ Τατί αντί για την κλασική πίπα του έχει στο στόμα έναν παιδικό ανεμόμυλο! Κόπηκαν ακόμα και τα ακριβά πούρα στο διάσημο Μουλέν Ρουζ, με τα οποία κάποιοι πλούσιοι θαμώνες προσπαθούσαν να συγκινήσουν τα κορίτσια του μπαλέτου.
Στην Αγγλία και την Ιρλανδία, οι παραδοσιακοί θαμώνες της παμπ γυρίζουν σπίτι τους νωρίτερα ή δεν βγαίνουν καθόλου. Η απαγόρευση του καπνίσματος και η πτώση στην κατανάλωση εξαιτίας των αλλεπάλληλων αυξήσεων του ειδικού φόρου στη μπίρα οδηγούν στο κλείσιμο πολλές από τις εξήντα χιλιάδες παμπ που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αναπόσπαστο μέρος του τρόπου ζωής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πενήντα παμπ βάζουν λουκέτο κάθε βδομάδα. Η κατάσταση επιδεινώνεται δραματικά από την οικονομική κρίση και την υψηλή ανεργία. Στο Λονδίνο και σε τουριστικές περιοχές, οι παμπ προσπαθούν να προσελκύσουν πελατεία από τουρίστες που ενδιαφέρονται για κουλέρ λοκάλ. Στο Δουβλίνο, στα τρία πρώτα χρόνια της απαγόρευσης έκλεισαν χίλιες παμπ.
Από τη Νέα Ορλεάνη ώς τη Νέα Υόρκη, οι τζαζίστες δεν παίζουν πια μέσα σε καπνούς από τσιγάρα, αλλά στις καλά εξαεριζόμενες αίθουσες του Village Vanguard, του Blue Note, του Jazz Standard, του Birdland, ακόμα και του Smoke που από την ονομασία του και μόνο σε προδιαθέτει διαφορετικά.
Τώρα, η πανταχού παρούσα ένδειξη «no smoking» σε προσγειώνει στη νέα πραγματικότητα.
Αλλά αυτή η «αλλαγή» που ευχαρίστησε το αντικαπνιστικό στρατόπεδο, τους σερβιτόρους που εργάζονται σε πιο υγιεινό περιβάλλον, αλλά και τις ασφαλιστικές εταιρείες που προσδοκούν κέρδη από τον περιορισμό των θανατηφόρων ασθενειών που συνδέονται με το κάπνισμα, στρίμωξε πολλούς επιχειρηματίες και έβαλε στο στόχαστρο εκατομμύρια ανθρώπους που θεωρούν το κάπνισμα δικαίωμά τους.
Στην Ολλανδία, μερικές χιλιάδες ιδιοκτήτες μπαρ και εστιατορίων, συνεπικουρούμενοι από οπαδούς του ανεμπόδιστου καπνίσματος, διαδήλωσαν στη Χάγη, με πανό υπέρ της χαμένης ελευθερίας τους και κατά του δικτατορικού μέτρου. Στον Καναδά, η απαγόρευση στις φυλακές, προκάλεσε εξέγερση φυλακισμένων που υποστηρίχθηκε και από φύλακες που φοβήθηκαν ότι θα κινδυνεύει η ζωή τους από καπνιστές κρατούμενους. Αντίθετα, στη Μ. Βρετανία, επειδή το κελί θεωρείται σπίτι, οι φυλακές εξαιρέθηκαν από την απαγόρευση.
Στην Αγγλία, κάποιοι ιδιοκτήτες παμπ ενεργοποίησαν το λεγόμενο lock-in, που επιτρέπει σε ένα μαγαζί να συνεχίσει τη λειτουργία του -μετά το κλείσιμο- με ορισμένους πελάτες, χωρίς περιορισμούς στο κάπνισμα. Άλλοι επέλεξαν το δρόμο των δικαστηρίων. Και μερικοί εφευρίσκουν πρωτότυπους τρόπους διαφυγής: ένας ιδιοκτήτης χαρακτήρισε την παμπ ερευνητικό κέντρο που εξαιρείται από την απαγόρευση και ένας άλλος ζήτησε από την περουβιανή πρεσβεία να χαρακτηρίσει την παμπ προξενικό χώρο για να έχει ασυλία!
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Στο Παρίσι, το κίνημα «Οταν η νύχτα πεθαίνει στη σιωπή», με πρωτοβουλία ηθοποιών, μουσικών, ντι-τζέι, συλλόγων και επιχειρηματιών, συγκέντρωσε 15 χιλιάδες υπογραφές ζητώντας την ανάκληση της απαγόρευσης και κάθε περιορισμού που, με πρόσχημα την ηχορύπανση ή ατυχήματα, δημιουργεί ανέργους και αλλοιώνει το χαρακτήρα της «πόλης του φωτός». Μην προσπαθείτε να εξομοιώσετε τη νυχτερινή ζωή με τη ζωή της μέρας, τονίζουν οι καλλιτέχνες της κίνησης «Η Νύχτα Ζει» που προειδοποιούν ότι θα ξενιτευτούν για να μπορέσουν να ζήσουν παίζοντας μουσική. Ο δήμος του Παρισιού, για να μετριάσει τις αντιδράσεις, δημιούργησε τον ιστότοπο http://www.parisnightlife.fr που προβάλλει δωρεάν τους χώρους διασκέδασης.
Αλλά υπάρχουν και αντιδράσεις πολιτικές. Στην Αγγλία, η απαγόρευση που απειλεί τις παμπ, τα bingo κλαμπ και τις εργατικές εστίες, θεωρήθηκε ως επίθεση στην εργατική τάξη από μια πιο εύπορη μεσαία τάξη που έχει πολύ περισσότερες επιλογές αναψυχής. Η Λέιντι Γκάγκα καπνίζει με αυθάδεια και ο συγγραφέας του μπεστ-σέλερ «Ο Θεός δεν είναι Μεγάλος» Κρίστοφερ Χίτσενς καταγγέλλει τις ακρότητες των αντικαπνιστών θυμίζοντας την απόρριψη, από τον προέδρο των ΗΠΑ Φραγκλίνο Ρούσβελτ, της τελευταίας επιθυμίας ενός μελλοθανάτου να καπνίσει ένα τσιγάρο, με το επιχείρημα ότι ο θάλαμος εκτελέσεων είναι χώρος μη καπνιζόντων!
«ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΦΩΤΙΑ…»
Το τσιγάρο σίγουρα δεν τελειώνει, αλλά, μετά την απαγόρευση των διαφημίσεων που το μυθοποίησαν και το επέβαλαν με παραπλανητικά μηνύματα, χάνει τώρα άλλο ένα ζωτικό του στοιχείο, το δημόσιο χώρο. Ετσι, παραμένει ελεύθερο μόνο στα τραγούδια, αλλά κι αυτά πού θα τραγουδιούνται;
Τα βάσανα και οι καημοί, αλλά και το γλέντι, η μαγκιά και ο αντρισμός, αλλά και η χειραφέτηση της γυναίκας προσωποποιούνται με ένα τσιγάρο, αλλά σε ένα χώρο συνάθροισης.
«Ο κόσμος άλλαξε και πάρτε το χαμπάρι / και η γυναίκα στο εξής θα κουμαντάρει / Ηρθε καιρός να φύγω πια απ’ τη ρουτίνα / Απ’ του συζύγου τη σκλαβιά κι απ’ την κουζίνα / Είμαι η γυναίκα η μοντέρνα, που ψηφίζω / Γλεντώ στα κέντρα, πίνω ουίσκι και καπνίζω / Στην εξουσία κανενός πια δεν ανήκω», τραγουδάει η Μαρίκα Νίνου μεταπολεμικά χάρη στον Κώστα Μάνεση και τον Απόστολο Καλδάρα.
Τραγούδια που γράφονται για να παίζονται σε μαγαζιά με φωνές, μουσικές, μυρωδιές τσιγάρων, σωμάτων και αρωμάτων. Τραγούδια χαράς, παραζάλης, εκτόνωσης, στεναχώριας, απόγνωσης και καταχρήσεων. Τραγούδια για έρωτα, διασκέδαση, χορό και φλερτ.
«Δεν με νοιάζει, δεν ρωτάω… στο ‘να χέρι το τσιγάρο / στ’ άλλο χέρι το μπεγλέρι / Είμαι γυναίκα του γλεντιού / τα θέλω όλα δικά μου / και μοναχά ο έρωτας / γεμίζει την καρδιά μου», τραγουδούσε ανέμελα η Μαίρη Χρονοπούλου.
Τι θα απογίνουν αυτά τα αμέτρητα τραγούδια που έχουν σχέση με την κουλτούρα του καπνίσματος, γεννιούνται στους χώρους καπνίσματος και είναι αναπόσπαστα δεμένα με τη νυχτερινή έξοδο και την κοινωνική συναναστροφή; Ποιοι θαμώνες θα τα αποζητούν;
«Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ / τσιγάρο πρέφα και καφέ, / βρε, δεν βαριέσαι αδελφέ» τραγουδούσε ο Κώστας Χατζής με λόγια της Σώτιας Τσώτου στην Πλάκα, και παραδίπλα ο Μάνος Λοΐζος «Παρ’ ένα τσιγάρο, δώσε μου φωτιά / πώς τα πας Αλέκο, άσ’ τα ρε Κοσμά / Δε βαριέσαι φίλε, πιες ένα κρασί / σκάρτη πάντα θα ‘ναι η παλιοζωή».
Στα κέντρα και στα γλέντια, το πιο δημοφιλές μέχρι σήμερα τραγούδι που ανασταίνει και νεκρούς, μυρίζει τσιγάρο: «Αναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά / Έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά» (Χαράλαμπου Βασιλειάδη και Γεράσιμου Κλουβάτου).
Και αυτή τη σκυτάλη πήραν οι σταρ της πίστας απευθυνόμενοι σε ένα νεανικό κοινό που πίνει και καπνίζει ανησυχητικά πολύ. Ο πρώην ροκάς Χρήστος Κυριαζής τραγούδησε «τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια», ο Στέλιος Ρόκκος «τσιγάρα, μπουκάλια και γίνομαι χάλια, για σένα το ξέρω θα καταστραφώ», ο Πασχάλης Τερζής «θα με σκοτώσει το τσιγάρο, θα με τελειώσει το πιοτό», ο Γιάννης Πλούταρχος «άλλη μια νύχτα χωρίς τα φιλιά σου, πίνω, καπνίζω, δακρύζω…», η Πέγκυ Ζήνα «το ποτό και το τσιγάρο θα με κόψει», ο Νότης Σφακιανάκης «Πίνω, πίνω, ξαναπίνω και καπνίζω σαν τρελός…» κ.λπ.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΧΩΡΙΣ ΤΣΙΓΑΡΟ;
Τι θα γίνουν, λοιπόν, αυτά τα τραγούδια; Θα τραγουδιούνται στα μαγαζιά; Ή θα γραφτούν τραγούδια τσιγαρονοσταλγίας; Και τι θα αντικαταστήσει το τσιγάρο στα τραγούδια; Πώς θα εκφράζεται η παρηγοριά, η συντροφιά, η αναμονή, ο χωρισμός, η μοναξιά, η απόρριψη, το τέλος; Θα βγει και το τραγούδι «έξω», όπως οι καπνιστές στα πεζοδρόμια;
Και τι θα κάνουν οι φαντάροι στα ΚΨΜ των στρατοπέδων και στα καφενεία της επαρχίας που διάλεγαν τα πιο βαριά ζεϊμπέκικα για να ρίξουν σόλο μερικές στροφές με το τσιγάρο μισοκαμένο ανάμεσα στα χείλια;
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ : ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 7 – Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010