Η ηθική της Αριστεράς δεν είναι ανταλλάξιμη!

Μανώλης Γλέζος Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού

Από παιδί είχα ένα μεγάλο σεβασμό για τους αριστερούς χωρίς να έχω μεγαλώσει σε αριστερή οικογένεια. Η μάνα μου κι ο πατέρας μου, για πολλά χρόνια, έδιναν αγώνα επιβίωσης στην Αθήνα, μόνοι τους, αβοήθητοι, με δυο μικρά παιδιά, από ένα υπόγειο στην πλατεία Καλλιγά, στα Πατήσια. Πρόσφυγες από την Πόλη δεν είχαν την πολυτέλεια να ασχοληθούν με την πολιτική όχι μόνο γιατί δεν γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, αλλά και γιατί η πιεστική προτεραιότητά τους ήταν να βρουν τον τρόπο, σε ένα όχι ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον, να μας ταΐσουν, να μας ντύσουν και να μας μορφώσουν. Αγαπούσαν κάθε έναν και κάθε τι που προερχόταν από την Ελλάδα, είχαν πονέσει με την «τύχη» των Κυπρίων αγωνιστών που πολεμούσαν τους Άγγλους και έγραφαν καλλιγραφικά τα ελληνικά γράμματα.

Ποτέ δεν εκστόμισαν μία αντικομμουνιστική κουβέντα, ούτε υπέκυψαν στις πιέσεις των ασφαλιτών του αστυνομικού τμήματος της Κυψέλης που ζητούσαν από τους καταστηματάρχες πληροφορίες για τα φρονήματα των πελατών τους. Οι αριστεροί τότε, επί καραμανλικής οκταετίας, κουβαλούσαν το στίγμα του «κομμουνιστοσυμμορίτη» ή, κατ’ ελάχιστον, του «συνοδοιπόρου». Αλλά, οι άνθρωποι αριστερών πεποιθήσεων που εμείς γνωρίζαμε προσωπικά, δεν μας φαίνονταν ούτε αιμοβόροι ούτε αλλόκοτοι. Αντιθέτως, ήταν αξιοζήλευτοι. Φτωχοί, αλλά αξιοζήλευτοι. Η θεία Χριστίνα, αδερφή της μητέρας μας, Κοκκινιώτισσα, πρόσφυγας, κομμουνίστρια και χριστιανή, ήταν η προσωποποίηση της αγιοσύνης. Θυσιαστική και ανιδιοτελής. Οι αριστεροί γείτονές μας, οι Βρασιβανόπουλοι, ζούσαν σε ένα μικρό διαμέρισμα γεμάτο από θαυμαστά βιβλία, ανοιχτό σε όλους.

Οι ποιητές, οι συνθέτες, οι ηθοποιοί, οι άνθρωποι που με το έργο τους ομόρφαιναν τη ζωή μας και της έδιναν περιεχόμενο, ήταν, οι περισσότεροι, αριστεροί. Αργότερα, καταλάβαμε ότι δεν ήταν όλοι το ίδιο αγαθοί, αλλά αυτό δεν άλλαζε τη γνώμη μας για τους αριστερούς που προερχόταν από την άμεση δική μας εμπειρία. Η δημιουργικότητα, η αυτοθυσία και η εντιμότητα ήταν έννοιες ταυτόσημες με την Αριστερά. Κι αυτό, για ένα νέο που ψάχνεται, είναι καθοριστικό.

Έγινα αριστερός γιατί από τη μία βίωνα την αδικία και από την άλλη ξεχώριζα τους αριστερούς για τις αρετές τους και την αγάπη τους για τον πολιτισμό. Δεν ήταν εύκολο, ούτε αυτόματο. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πρόσθετες γνώσεις και εμπειρίες από τα διεθνή και τα εσωτερικά δεδομένα, αλλά η αρχική μου εντύπωση επιβεβαιωνόταν συνεχώς, με αποκορύφωμα τον αγώνα κατά της δικτατορίας που οι αριστεροί έβαζαν τις ιδέες και τα ιδανικά πάνω από τη ζωή τους.

Το ήθος δεν πνίγεται στη λάσπη

Τα σκέφτομαι και τα ξανασκέφτομαι αυτά, σε εποχή μεγάλης σύγχυσης, διαστροφής και παραπληροφόρησης. Σε εποχή που ούτε η Αριστερά είναι ατσαλάκωτη, ούτε η κοινωνία αθώα. Ο εκφυλισμός του ΚΚΣΕ και η διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ, οι διασπάσεις του ΚΚΕ, ο δογματισμός και η ενσωμάτωση στο σύστημα, καθώς και άλλες παθογένειες, θόλωσαν την εικόνα. Αλλά η Αριστερά, στον πυρήνα της, δεν έπαψε ποτέ να έχει εξαίρετους ανθρώπους, δημιουργικούς, θυσιαστικούς και ανιδιοτελείς. Ούτε οι αρχές, οι θέσεις και οι θεωρίες της έπαψαν να έχουν τη διαχρονική τους αξία, όπως φαίνεται και από την τροπή των πραγμάτων παγκοσμίως.

Σήμερα, ο Μαρξ είναι πολύ επίκαιρος. Και οι μεγάλες φυσιογνωμίας της Αριστεράς παραμένουν στα βάθρα τους. Λένιν, Λούξεμπουργκ, Μάο, Γκράμσι, Χο Τσι Μινχ, Γκεβάρα, Κάστρο… Τσάπλιν, Μαγιακόβσκι, Αϊζενστάιν, Αϊνστάιν, Σαρτρ, Ζαν Λικ Γκοντάρ… Άρης, Μπελογιάννης, Ρίτσος, Θεοδωράκης, Γλέζος… Και εκατομμύρια άγνωστοι, συνεπείς, οραματιστές, μαχητές αριστεροί από το Νεπάλ ως τη Βενεζουέλα. Κι εδώ, δίπλα μας, στη γειτονιά, στο Σύνταγμα, στη Χαλυβουργία, στα Εξάρχεια. Αλλά και στη Θεσσαλονίκη, την Κατερίνη, την Πρέβεζα και το Ρέθυμνο, οι αριστεροί αγωνιστές είναι πανταχού παρόντες! Ακόμα και ηττημένοι, πληγωμένοι και απογοητευμένοι, με βεβαιότητες ή αμφιβολίες, με επαρκείς ή ανεπαρκείς ηγεσίες, είναι στην πρώτη γραμμή! Υπερασπίζονται τα δίκαια, τα ιερά και τα όσια. Στα εργοστάσια για τη δουλειά και το μεροκάματο, στα σχολεία για τη μόρφωση, στο δρόμο για την ελευθερία, στα χαρακώματα για την ανεξαρτησία.

Σε περιόδους όξυνσης, όπως η σημερινή, η επίθεση εναντίον της εργαζόμενης κοινωνίας πηγαίνει πακέτο με την έντονη και εξειδικευμένη επίθεση εναντίον της Αριστεράς. Όχι μόνο πολιτικής και αστυνομικής φύσης, αλλά και ηθικής και πνευματικής. Στοχεύει στο υπογάστριο της Αριστεράς. Με διάφορους τρόπους οι καθεστωτικοί προσπαθούν να μας παρασύρουν στο γήπεδό τους. Δεν είναι λίγοι οι αριστεροί που μέσα στα χρόνια εξόκειλαν, άλλοι με εξαγορά και άλλοι από απογοήτευση και ηττοπάθεια. Ούτε αυτοί που εμφανίζονται πρόθυμοι να διασώσουν το σύστημα στο όνομα ενός αδιευκρίνιστου και παραπλανητικού ευρωπαϊσμού. Ούτε, βέβαια, αυτοί που στο όνομα μιας «καθαρότητας» ή «επαναστατικότητας» σύρουν τους αγώνες σε αδιέξοδα, πολύ μακριά από τα αποστάγματα της διεθνούς και εντόπιας εμπειρίας δύο αιώνων. Όμως, η Αριστερά δεν έχει εξαντλήσει τα «αποθέματά» της, ανανεώνεται, έχει κοινωνικά ερείσματα και εξακολουθεί να έχει όραμα.

Η εξουσία αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα που διαθέτει, π.χ. ελέγχοντας τα ΜΜΕ, αλλά και τις αδυναμίες που είχε ή απέκτησε καθ’ οδόν η Αριστερά, σημαδεύει το κύρος της Αριστεράς που πηγάζει από την κοσμοθεωρία της, αλλά και από τους αγώνες για δημοκρατία, ισότητα, δικαιοσύνη και ανεξαρτησία. Και επειδή αυτά είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητηθούν σαν ιστορικά δεδομένα, σαν επιστημονικές αλήθειες ή σαν πανανθρώπινες αξίες, τα βαποράκια της εξουσίας μεταχειρίζονται όλα τα μέσα, τα πιο χυδαία και βάρβαρα, για να στριμώξουν και να εκθέσουν την Αριστερά. Με ψεύτικες υποσχέσεις, διαστρεβλώσεις, συκοφαντίες, λάσπη και τρομοκρατία, προσπαθούν να προκαλέσουν διάτρηση στο πλέγμα των αξιών της Αριστεράς. Και σ’ αυτή την επίθεση η Αριστερά πρέπει να αντιτάξει τις αρχές και το ήθος της.

Δεν υποκύπτουμε σε εκβιασμούς

Βλέπουμε την ενορχηστρωμένη καμπάνια πολιτικών και δημοσιογράφων εναντίον των μεταναστών. Όχι εναντίον των κακοποιών, αλλά εναντίον όλων των ξεριζωμένων αδιακρίτως. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν επιζητούν καμία λύση του προβλήματος. Ακόμα κι αν κάνουν τριάντα στρατόπεδα και φυλακίσουν τριάντα χιλιάδες ανθρώπους, τι θα κάνουν με τους 120 χιλιάδες νέους μετανάστες που εισέρχονται κάθε χρόνο και τις εκατοντάδες χιλιάδες που ήδη διαμένουν στη χώρα;

Ο αληθινός στόχος της καμπάνιας είναι πολλαπλός. Επιδιώκουν να αποσπάσουν ψήφους παραπλανώντας, εκφοβίζοντας και διεγείροντας τα πιο πρωτόγονα ένστικτα επιβίωσης από ένα ευάλωτο κομμάτι της κοινωνίας, να εδραιώσουν την αστυνομοκρατία και να αναγκάσουν την Αριστερά να εκτεθεί. Να εκτεθεί εκφράζοντας την αλληλεγγύη της στους μετανάστες που υφίστανται την κακομεταχείριση της κυβέρνησης, της αστυνομίας και της ακροδεξιάς.

Ακόμα και ορισμένοι φίλοι μάς κάνουν κριτική επειδή υποστηρίζουμε τους μετανάστες και αντιτασσόμαστε στις συλλήψεις και τις φυλακίσεις, λέγοντας ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τη σοβαρότητα των προβλημάτων που δημιουργεί η παρουσία των ξένων στους εντόπιους. Εμείς, απ’ αυτή την κριτική, πρέπει να κρατήσουμε μόνο το σημείο που αφορά τα προβλήματα που δημιουργούνται στις τοπικές κοινωνίες. Να δείξουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, κατανόηση και αλληλεγγύη. Να μην υποτιμάμε τη χειροτέρευση της ζωής των κατοίκων από την υπερσυσσώρευση ταλαιπωρημένων ανθρώπων σε ορισμένες περιοχές. Αλλά, αφού υπενθυμίσουμε ότι δεν κάναμε εμείς τον πόλεμο στο Αφγανιστάν ούτε φέραμε τους μετανάστες στην Ελλάδα, δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να κάνουμε πίσω στην υπεράσπιση της ζωής και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων που ζητούν καταφύγιο ή είναι εγκλωβισμένοι παρά τη θέλησή τους στην Ελλάδα. Όχι μόνο επειδή έχουμε οι ίδιοι υπάρξει πρόσφυγες και μετανάστες, ούτε επειδή γνωρίζουμε και καταγγέλλουμε ότι οι πολιτικές των Ευρωπαίων και των Αμερικάνων είναι αυτές που δημιουργούν τα τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα των φτωχών προς την Ευρώπη. Αλλά και επειδή η Αριστερά υπερτερεί έναντι των άλλων πολιτικών δυνάμεων λόγω των αρχών και των αξιών της. Αν κάνει εκπτώσεις σε ζητήματα ανθρωπισμού, ήθους και αλληλεγγύης, θα κερδίσει μερικές ψήφους, αλλά θα χάσει την ψυχή της. Κι αν χάσει την ψυχή της, τι είδους Αριστερά θα είναι; Και πώς θα συνεχίσει να προσελκύει στους κόλπους της τους πιο ευαίσθητους και έντιμους ανθρώπους που αποτελούν το αίμα και το μυαλό της;

Πρώτιστο, λοιπόν, καθήκον της Αριστεράς είναι να διαφυλάσσει τις αρχές και τις αξίες της. Με κόστος, όπως πάντα. Εξάλλου, τι νόημα έχει για την Αριστερά να κερδίζει ψήφους που ζητούν τέτοια ανταλλάγματα; Η Αριστερά δεν μπορεί από τη φύση της να επιζητεί οφέλη ανεξαρτήτως κόστους. Την ενδιαφέρει κάθε βήμα που κατακτά στην καθημερινή πάλη, την ενδιαφέρει η άμεση διεύρυνση της επιρροής της, αλλά σκέφτεται και προοπτικά. Ο καινούριος κόσμος δεν θα μοιάζει με τον παλιό. Μακροπρόθεσμα, η κοινωνία θα συνταχθεί μαζί μας, για υψηλότερους στόχους, για πραγματική απελευθέρωση, ισότητα και δημοκρατία, μόνο εάν η Αριστερά διατηρήσει με σθένος και θυσίες την ηθική της ανωτερότητα, το κύρος που μάγεψε κι εμένα όταν ήμουν έφηβος και κρατάει ακόμα.

Στέλιος Ελληνιάδης

Δημοσιεύτηκε στον Δρόμο της Αριστεράς,  φ.110,  7/4/2012.

Τέχνη και Αριστερά: 50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Τέχνη και Αριστερά:  50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Χιώτης, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης – Στην ηχογράφηση του «Επιτάφιου» (φωτογραφία: Τάκης Πανανίδης)
 

Η συμπλήρωση 50 χρόνων από την κυκλοφορία του Επιταφίου, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση του Γιάννη Ρίτσου δίνει την ευκαιρία για μια σύντομη και μερική καλλιτεχνοπολιτική ανασκόπηση της εποχής αυτής, που ανοίγει με την εντυπωσιακή επιτυχία της ενιαίας Αριστεράς στις εκλογές του 1958, σε πλήρη αντίθεση με την εξωφρενική πολυδιάσπασή της στις τωρινές εκλογές για την Αυτοδιοίκηση.

 

Ανασυγκρότηση της Αριστεράς

Η δεκαετία του ’50 είναι ασφυκτική για την Αριστερά. Οι συνέπειες της βαριάς ήττας του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-49 είναι πολλαπλές. Μέχρι το 1954 συνεχίζονται οι πανηγυρικές εκτελέσεις κομμουνιστών, με γνωστότερες αυτές των Μπελογιάννη-Πλουμπίδη. Όσοι από την αφρόκρεμα των αγωνιστών δεν έπεσαν στα πεδία των μαχών και δεν εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, βρίσκονται στις φυλακές, στις εξορίες μέσα κι έξω από την Ελλάδα, ή στην παρανομία. Μπορεί τα όπλα να μην ήταν πια παραπόδα, όμως, η καταδιωκόμενη Αριστερά ξεκίνησε πολύ γρήγορα την ανασυγκρότησή της, όχι σαν αίρεση, αλλά σαν κίνημα λαού, σε όλα τα επίπεδα. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αμερικάνοι κυβερνούσαν τη χώρα με σιδηρά πυγμή διά των προθύμων να τους υπηρετήσουν πολιτικών στους οποίους ανέθεταν ρόλους, από τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο ώς τον Γεώργιο Παπανδρέου, ελέγχοντας πλήρως τον στρατό, την αστυνομία-χωροφυλακή και το δικαστικό σώμα. Επίσης, με τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ διαμόρφωναν την άρχουσα οικονομική τάξη της χώρας, εξαρτημένη, μεταπρατική και υποστηρικτική της πολιτικής κάστας στην οποία ανατέθηκε η διακυβέρνηση της χώρας.

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν ήταν μόνο οργανωτική. Οργανωτικά, οδήγησε στην έκπληξη του 1958, όταν η ΕΔΑ, ουσιαστικά μετωπική οργάνωση του παράνομου ΚΚΕ, διευρυμένη από προοδευτικούς πολίτες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, απέσπασε το εντυπωσιακό 24,4% στις εκλογές, έβγαλε 79 βουλευτές και ανακηρύχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση!

Πολιτισμική αναγέννηση

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς ήταν εξίσου πολιτισμική. Μετά τον πόλεμο, σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας, είχε εκ νέου αναπτυχθεί αυθόρμητα η λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα, Μπακάλη, Παπαϊωάννου κ.ά., εκφράζονταν τα λαϊκά στρώματα σε όλη την Ελλάδα. Ο κατατρεγμός, η φτώχεια, οι διακρίσεις, η μετανάστευση, ο έρωτας, η βιοπάλη, το περιθώριο, καταγράφονταν μέσα από τα λαϊκά τραγούδια που στο σύνολό τους δίνουν την εναργέστερη κοινωνική εικόνα της εποχής. Παράλληλα, αναπτύσσονταν οι πολιτισμικές συνιστώσες της λόγιας παράδοσης και εισάγονταν αφομοιώσιμα στοιχεία από την ανατολική και δυτική Ευρώπη και την Αμερική, δημιουργώντας νέες συνθέσεις, νέα ρεύματα, νέες τεχνοτροπίες και νέες συνισταμένες.
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο ρόλος της Αριστεράς είναι καθοριστικός, γιατί η Αριστερά είναι φορέας ιδεών ανατρεπτικών, έχει ιδανικά, βρίσκεται σε συνεχή τριβή και αναζήτηση και είναι δραστήρια και δημιουργική. Κινητοποιεί όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και όλες τις κοινωνικές δυνάμεις και τα άτομα που αναζητούν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν. Η Αριστερά προσφέρει πρώτη ύλη, αλλά και πρόθυμους αποδέκτες της καλλιτεχνικής και πνευματικής παραγωγής.
Στον τομέα του πολιτισμού, από τα πιο αξιοσημείωτα είναι τρία εφαπτόμενα φαινόμενα που βάζουν τη σφραγίδα τους στην εποχή της ανασυγκρότησης: α) Η μελοποίηση των ποιημάτων, β) ο γάμος της λαϊκής τέχνης με την έντεχνη δημιουργία και γ) ο αρραβώνας των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών με τους σημαντικότερους εκπροσώπους μιας υπό διαμόρφωση αστικής κουλτούρας. Και αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν την πληρέστερη και διαρκέστερη έκφρασή τους -τρία σε ένα- μέσα από τον Επιτάφιο και τη μουσική που εν συνεχεία καθιερώθηκε να την αποκαλούμε έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

 

Αριστεροί και δεξιοί ψάλτες

Το 1960, για τη δημιουργία του Επιταφίου συντελούν -με όρους πολιτικούς- αριστεροί και δεξιοί «ψάλτες». Βασικοί πρωταγωνιστές ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος συνεπικουρούμενοι από τους Μάνο Χατζιδάκι, Νάνα Μούσχουρη, Μανώλη Χιώτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Τάκη Β. Λαμπρόπουλο.

Ο πρώτος Επιτάφιος ενορχηστρώνεται από τον Χατζιδάκι και ερμηνεύεται από τη Μούσχουρη στο ύφος του ελαφρού ευρωπαΐζοντος ελληνικού τραγουδιού. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, διευθυντή της Κολούμπια και σπουδαίο παραγωγό. Έτσι, συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο για τη δισκογραφία που ανοίγεται πολύ επιλεκτικά και προσεκτικά στο νέο για την Ελλάδα φορμάτ του δίσκου μακράς διαρκείας. Μέσα σε λίγες βδομάδες το ίδιο έργο ηχογραφείται ξανά με διαφορετική λογική και αισθητική, σε διαφορετική εταιρία δίσκων. Οι δεύτερες εκτελέσεις καινούργιων τραγουδιών που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών είναι ρουτίνα, αλλά στις 33 στροφές είναι τολμηρό. Ο δημιουργικός Λαμπρόπουλος το πραγματοποιεί. Ο δεύτερος Επιτάφιος έχει διαφορετικό καλλιτεχνικό σχήμα και προσανατολισμό.

Στη λαϊκή μουσική υπάρχει, με σημερινή γλώσσα, μια τεράστια βάση δεδομένων από την οποία μπορεί κάποιος γνώστης με ταλέντο να αντλήσει ανεξάντλητο υλικό για ανασύνθεση. Ο Λαμπρόπουλος, σαν σκηνοθέτης, κάνει το κάστινγκ του νέου εγχειρήματος και ζητάει από τον Χιώτη να αναλάβει τη μορφοποίηση των μελωδιών του Θεοδωράκη με τη συνδρομή του Μπιθικώτση. Ο Χιώτης δέχεται την πρόκληση και ο Μπιθικώτσης πείθεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όπως έχει ομολογήσει, ο συνθέτης του Τρελοκόριτσου αισθανόταν μάλλον άβολα με το είδος αυτό του τραγουδιού, που ήταν διαφορετικό από το ρεπερτόριό του. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Μπιθικώτσης ηχογραφεί, μεταξύ άλλων, τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου Επιτάφιου ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, η απήχησή του είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη χατζιδακική εκδοχή και έτσι ξεκινάει ένα ολόκληρο κίνημα μουσικής που γεννιέται από το πάντρεμα του λαϊκού στοιχείου με το λόγιο.

Αυτή η πρόσμειξη δεν είναι εντελώς πρωτότυπη, αλλά έχει σημαντικά καινούρια χαρακτηριστικά. Έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις με το Γαρύφαλλο στ’ αφτί ο οποίος ,μάλιστα, ταυτόχρονα με τον Επιτάφιο, κάνει παγκόσμιο χιτ με τα Παιδιά του Πειραιά, αλλά εν γένει τα κομμάτια του σκόπιμα απέχουν υφολογικά από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Ακόμα και οι διασκευές των ρεμπέτικων από τον Χατζιδάκι είναι σε ορχηστρική μορφή και ξεφεύγουν από το λαϊκότροπο παίξιμο.

Ο ρόλος του Μανώλη Χιώτη

Ο Μίκης υιοθετεί πιο λαϊκές φόρμες, πιο κοντά στο κυρίαρχο είδος του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Επειδή δε ο ίδιος έχει δυτική μουσική παιδεία και δεν γνωρίζει καλά-καλά το ιδίωμα, αναλαμβάνει ο Χιώτης την «προσαρμογή», ένας από τους πληρέστερους καλλιτέχνες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο Λαμπρόπουλος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Χιώτης είναι ανοιχτών οριζόντων και ρηξικέλευθος, έχοντας ήδη κάνει μία επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, αντικαθιστώντας το τρίχορδο μπουζούκι με το τετράχορδο, εισάγοντας νέους ρυθμούς και εμφανιζόμενος όρθιος στην πίστα αντί καθιστός -ως είθισται- στην καρέκλα του πάλκου. Είναι εξαίρετος συνθέτης ρεμπέτικων, λαϊκών και ελαφρών τραγουδιών και μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με δικό του ήχο και στυλ. Δηλαδή, ο καταλληλότερος μουσικός για να μπορέσει ο Θεοδωράκης να βρει έναν καινούργιο δρόμο εντάσσοντας τις θαυμάσιες μελωδίες του στο δημοφιλέστερο είδος μουσικής το οποίο όμως δεν κατέχει. Ακούγοντας τις εισαγωγές και τα σόλο του Χιώτη, στα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη, αντιλαμβάνεται κανείς το ρόλο του στη διαμόρφωση του τελικού ακούσματος. Τα «λαϊκοποιεί» διατηρώντας την «ελαφρότητα» που είναι πλησιέστερη στην αισθητική του Θεοδωράκη. Στα τραγούδια του Μίκη, στους δίσκους Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Λιποτάκτες, Πολιτεία και στις πρώτες συναυλίες στο «Κεντρικόν», το 1961, ο Μανώλης Χιώτης βάζει τη σφραγίδα του προτού παραδώσει τη σκυτάλη στο δίδυμο Κώστα Παπαδόπουλου-Λάκη Καρνέζη και στον άλλο μεγάλο συνθέτη και βιρτουόζο Γιώργο Ζαμπέτα. Αλλά, πολύ σημαντικός στη διαμόρφωση του νέου ήχου, χάρη στον Λαμπρόπουλο, είναι και το μεγαθήριο της εποχής Στέλιος Καζαντζίδης, που ερμηνεύει τραγούδια του Μίκη μαζί με την παρτενέρ του Μαρινέλα, ενώ ο Χιώτης έχει κοντά του τη Μαίρη Λίντα.

 

(Σκίτσο του Μποστ – Για τη συναυλία του Μ. Θεοδωράκη στο «Κεντρικόν»,  1961)

 

Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και ποιητές

Πολλά τραγούδια του Θεοδωράκη έχουν πολιτικό υπόβαθρο, κάτι που δεν συμβαίνει με τα τραγούδια του Χιώτη ή του Χατζιδάκι. Ο Μίκης έχει ξεκινήσει συνθέτοντας για πιάνο και βιολί, αλλά η κλασική ή κλασικίζουσα μουσική δεν βοηθάει την επικοινωνία με πλατιά κοινωνικά στρώματα, ούτε τη διάδοση των πολιτικών ιδεών της Αριστεράς. Ο δρόμος που στρώνει ο Λαμπρόπουλος με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση είναι φαρδύτερος και διεισδυτικότερος. Και, βέβαια, ο θαυμάσιος Ρίτσος προσφέρεται για λαϊκά τραγούδια γιατί γράφει (και) απλά και κατανοητά.
Ο Μίκης έπεται του Χατζιδάκι και στη μελοποίηση ποιημάτων. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, η μελοποίηση των ποιημάτων ακολουθεί το ρεύμα των Γάλλων τροβαδούρων, Λεό Φερέ, Μπρασένς κ.ά. που μελοποιούν ποιήματα των Ρεμπό, Μποντλέρ, Βιγιόν, Απολινέρ, Αραγκόν, Βερλέν κ.λπ. Εξάλλου, το έδαφος είναι πολύ πρόσφορο γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη και σημαντική εντόπια ποιητική παραγωγή. Γι’ αυτό, αρχής γενομένης, το πετυχημένο έργο του Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο και τα τραγούδια που ακολουθούν, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και το κυματάκι εξελίσσεται σε ρεύμα.
Έτσι, όχι μόνο μελοποιούνται δημοσιευμένα ποιήματα, αλλά ορισμένοι ποιητές μπαίνοντας στο χορό γράφουν στίχους που προορίζονται εξ αρχής για τραγούδια. Πρωτοστατούν οι ποιητές από την Αριστερά, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Γιάννης Θεοδωράκης και ο Κώστας Βίρβος ο οποίος έχει ήδη σπουδαία συμμετοχή στο λαϊκό τραγούδι. Δραπετσώνα, Καημός, Βράχο-βράχο, Το Σαββατόβραδο κ.λπ. είναι τα τραγούδια που καθιερώνουν τον Μίκη Θεοδωράκη και συμπαρασύρουν συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και εταιρίες σ’ αυτή τη νέα λεωφόρο. Δεν είναι όλα τα τραγούδια του σε λαϊκούς δρόμους, αλλά τα τραγούδια σε ζεϊμπέκικους και χασάπικους ρυθμούς με μπουζούκια και μικρές λαϊκές ορχήστρες δίνουν το χρώμα και το στίγμα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ούτε όλοι οι συνθέτες και οι στιχουργοί/ποιητές προέρχονται από την Αριστερά: Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Κώστας Βάρναλης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μποστ, Γιάννης Νεγρεπόντης, Ιάκωβος Καμπανέλης, Ερρίκος Θαλασσινός, Μιχάλης Κατσαρός, Νότης Περγιάλης, Άκος Δασκαλόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Σπανός, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Λοΐζος, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιάννης Γλέζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Λουκιανός Κηλαϊδόνης, Θάνος Μικρούτσικος κ.ά., δημιουργούν το νέο ήχο του ελληνικού τραγουδιού που έχει τη βάση του -λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον δημιουργό- στο κλασικό λαϊκό τραγούδι και εξελίσσεται, παράλληλα, μ’ αυτό μεταφέροντας τα ποιήματα (ακόμα και του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Πάμπλο Νερούδα, του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ή του Ναζίμ Χικμέτ) από σπίτι σε σπίτι.
Όλοι υιοθετούν τους λαϊκούς δρόμους, τις ενορχηστρώσεις, το ύφος, αλλά και θέματα όπως η μετανάστευση και η φτώχεια που μόνο οι λαϊκοί τραγουδοποιοί είχαν μέχρι τότε θίξει. Πάντως, σταδιακά, αποκαθίσταται μια ισορροπία ανάμεσα στο λαϊκό ιδίωμα και την μπαλάντα χωρίς ποτέ οι δημιουργοί του έντεχνου να πάψουν να γράφουν λαϊκά τραγούδια, τουλάχιστον μέχρι το 1974, ασκώντας με τη σειρά τους επιρροή και στους κλασικούς λαϊκούς συνθέτες, όπως ο Απόστολος Καλδάρας και ο Άκης Πάνου.

Καλλιτέχνες κόντρα στο διχασμό

Ενώ, λοιπόν, στη δεκαετία του ’60, το πολιτικό κλίμα είναι βαρύ, αριστεροί κόντρα σε δεξιούς ή δεξιοί κόντρα σε αριστερούς, η πραγματικότητα στις τέχνες είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα, το ψυχροπολεμικό κλίμα είναι εν μέρει αληθινό, ως κατάλοιπο των πληγών του εμφυλίου, και εν μέρει τεχνητό, ως αποτέλεσμα των συστηματικών διώξεων κατά της Αριστεράς από την εξουσία και της καλλιεργούμενης έντασης από το παρακράτος που απεργάζεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την ανακοπή της επιρροής της Αριστεράς στην πολιτική και τον πολιτισμό. Σ’ αυτή τη σκοπούμενη παράταση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, αντιδρούν πολλοί καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι, όπως φαίνεται πολύ ανάγλυφα από τα τεκταινόμενα στο ελληνικό τραγούδι. Τα τραγούδια είναι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αποτέλεσμα συνεργασίας συντελεστών που δεν ανήκουν στο ίδιο πολιτικό και ιδεολογικό στρατόπεδο. Συνθέτες, στιχουργοί, ζωγράφοι και παραγωγοί, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης και ιδεολογικών πεποιθήσεων, συνεργάζονται αρμονικά και φτιάχνουν αριστουργήματα. Τους ενώνει, συχνά από διαφορετική σκοπιά, η τάση και η επιθυμία να συνεχίσουν την προπολεμική προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας εθνικής λαϊκής τέχνης με διεθνή χαρακτηριστικά, έχοντας κατ’ αρχήν συμφωνήσει ότι κοινή τους γλώσσα είναι η δημοτική, ενώ στα σχολεία διδάσκεται αυστηρά η καθαρεύουσα και η νομοθεσία και τα δημόσια έγγραφα είναι επίσης στην καθαρεύουσα. Συμφωνούν επίσης στη σημασία της παράδοσης και χρησιμοποιούν σαν βάση το ρεμπέτικο και δη το μεταπολεμικό λαϊκό, παρ’ όλο που προβάλλονται επιφυλάξεις, ενστάσεις έως και σοβαρές αντιρρήσεις που φτάνουν στην πλήρη άρνηση.
Μέσα από τα έντυπα της Αριστεράς, κυρίως την Επιθεώρηση Τέχνης, γίνονται οξύτατες αντιπαραθέσεις, γιατί κάποιοι θεωρούν τους λαϊκούς καλλιτέχνες λούμπεν και τη λαϊκή μουσική κακής ποιότητας. Αντιδράσεις εκδηλώνονται και από μερικούς καταξιωμένους ποιητές που στο πρώτο άκουσμα δυσκολεύονται να χωνέψουν το συνταίριαγμα των βαθυστόχαστων και λυρικών ποιημάτων τους με τους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου και τους ήχους που παράγει το μπουζούκι. Αλλά η απήχηση των μελοποιημένων ποιημάτων και η επιμονή του Θεοδωράκη ο οποίος νιώθει ότι έχει βρει μια πλούσια φλέβα χρυσού, επιδρούν καταλυτικά και σταδιακά αίρονται οι αισθητικές ή πολιτικές επιφυλάξεις. Ομοίως, μέσα από τη συνεργασία και τη ζύμωση νέων μορφών έκφρασης λειαίνεται ο εθνικός διχασμός. Η βαθύτερη επιθυμία για μία τέχνη προσιτή στο λαό και ταυτόχρονα σύγχρονη, προοδευτική, λόγια και ανοιχτή σε άλλες μορφές έκφρασης, εκπληρώνεται συνδυαστικά.

Εν αναμονή

Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, της οικογένειας των πολυκαταστημάτων Αφοι Λαμπρόπουλοι, στο σπίτι του οποίου είδα αναρτημένα στο τοίχο τα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα της Ρωμιοσύνης και του Άξιον Εστί, και ο έτερος των καινοτόμων Αλέκος Πατσιφάς, ιδιοκτήτης της ΛΥΡΑ, είναι αστοί που δεν έχουν ταμπού και προκαταλήψεις. Αυτοί οι επιχειρηματίες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για να ευδοκιμήσει το ελληνικό τραγούδι. Στη ΛΥΡΑ, σχεδόν όλοι, από τον τον υπεύθυνο πωλήσεων και τους λογιστές ώς τους παραγωγούς ανήκουν στον προοδευτικό χώρο. Θυμάμαι τον Κώστα Ασωνίτη, υπεύθυνο της αποθήκης, που είχε πολλά χρόνια φυλακής στην πλάτη του, αλλά και τον άτυπο υποδιευθυντή Τάκη Τσίρο που την επομένη της 17ης Νοεμβρίου 1973, με κάλεσε κρυφά στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, για να αφηγηθώ με γυρισμένη την πλάτη σε τηλεοπτικό συνεργείο του BBC όσα είχαν διαδραματιστεί κατά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο. Στις τέχνες, φωτισμένοι αστοί και αριστεροί πάλευαν από κοινού για τον πολιτισμό που η μεταπρατική εξουσία αντιμετώπιζε με φόβο, απέχθεια και διώξεις. Αριστεροί και δεξιοί καλλιτέχνες ένωναν τις δυνάμεις τους, με βάσεις στη λαϊκή κουλτούρα και μεταφορές και υιοθεσίες από τα σύγχρονα ρεύματα, όπως ο Κάρολος Κουν στο θέατρο, η Ραλλού Μάνου στο χορό και ο Νίκος Κούνδουρος ή αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον κινηματογράφο. Πάμπολλοι ζωγράφοι, χαράκτες και γραφίστες συμμετέχουν στη δισκογραφία φιλοτεχνώντας εξαίσια τα εξώφυλλα δίσκων. Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Σπύρος Βασιλείου, Δημήτρης Μυταράς, Γιώργος Σταθόπουλος, Βάσω Κατράκη, Τάσσος, Μποστ, Μίνως Αργυράκης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αλέξης Κυριτσόπουλος κ.ά.

Είναι η εποχή που διανούμενοι και καλλιτέχνες, από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία μιας κουλτούρας εθνικής, προοδευτικής, σύγχρονης και λαϊκής. Στην ποίηση, τη μουσική, τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική, το χορό, το θέατρο, το σινεμά, σε όλα. Κουλτούρας που άφησε σπουδαία κληροδοτήματα, αλλά τσαλαπατήθηκε από την γραφειοκρατικοποίηση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, και κυρίως από την ξενοδουλεία, την απληστία και τον ξεπεσμό της κυρίαρχης Δεξιάς που υποτίμησε την παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά και της όψιμης σοσιαλδημοκρατίας που εξαγόρασε συνειδήσεις και έδωσε τη χαριστική βολή.
Αυτά, εν αναμονή της επόμενης -μη εισέτι διαφαινόμενης- πολιτιστικής επανάστασης την οποία, πριν απ’ όλους, χρειάζεται η ίδια η Αριστερά.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  :

 φ. 33, 2 Οκτωβρίου 2010 
 

Κρίση, με πιάνει κρίση

Κρίση, με πιάνει κρίση

Παλιά, η φτώχεια είχε… πλούσιο ρεπερτόριο. Σήμερα, ο νεοπλουτισμός παραμένει ακόμα τόσο ισχυρός, που η οικονομική κατάρρευση ελάχιστα έχει αγγίξει τα νέα τραγούδια.
Κάτι άλλαξε στα τραγούδια. Η οικονομική κρίση, η νέα φτώχεια και η καταπολέμησή της δεν ανιχνεύονται μέσα στις στροφές τους. Γι’ αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκήρυξε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού παροτρύνοντας νέους δημιουργούς να καλύψουν αυτή την έλλειψη που παρατηρείται και στην Ελλάδα αν και έχει μεγάλη παράδοση τραγουδιών για τη φτώχεια και τις συνέπειές της.

«Τι να γίνει, Πολυξένη; Το δολάριο ανεβαίνει, το δολάριο κατεβαίνει, η ζωή μας ακριβαίνει, πάρε φάβα και κρεμμύδια, και θα φάει απ’ τα ίδια όλη μας η φαμελιά» τραγουδούσε ο Ζαμπέτας. Ενώ τώρα, με όλους τους οικονομικούς δείκτες στο κόκκινο, οι λέξεις κρίση, φτώχεια, φτωχολογιά, φτωχοκόριτσο, φτωχός, φτωχαδάκι, φτωχόπαιδο, φτωχομάνα, φτωχόσπιτο, φτωχογειτονιά, φτωχολόι, μπατίρης, άφραγκος, ρέστος, ταπί, άνεργος κ.λπ., που ήταν συνηθισμένες στα τραγούδια τουλάχιστον μέχρι το 1980, στα σημερινά αναφέρονται πολύ σπάνια.

«Τα φράγκα κάνανε φτερά, για μένα δεν υπάρχουν και όμως άλλοι, φίλε μου, με το τσουβάλι τα ‘χουν… Κοιτώ την άδεια τσέπη μου και βαριαναστενάζω, κι αν είναι έτσι, σίγουρα, τη βγάζω δεν τη βγάζω» (Μπ. Μπακάλης).

Τα λογοκριμένα

Παλιότερα η φτώχεια στο λαϊκό τραγούδι σπάνια είχε συγκεκριμένες πολιτικές αιχμές, γιατί η κρατική λογοκρισία δεν άφηνε να περάσει οτιδήποτε μεμφόταν την εξουσία ή ξεσήκωνε τον εργαζόμενο λαό. Από τη μεταξική δικτατορία, με αιτία και πρόσχημα τα χασικλίδικα τραγούδια, η λογοκρισία εδραίωσε τον ασφυκτικό κλοιό της κόβοντας ό,τι ήταν ενοχλητικό. Κι αυτή η πρακτική συνεχίστηκε μεταπολεμικά υπό καθεστώς δημοκρατίας.

Ομως η φτώχεια ήταν εκτεταμένη και οι δημιουργοί δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν. Αναζητούσαν λοιπόν τεχνάσματα για να ξεπερνούν τα λογοκριτικά εμπόδια. Συνήθως, μεταμφίεζαν τα τραγούδια για τη φτώχεια σε ερωτικά! Έτσι, κυκλοφόρησαν πάρα πολλά τραγούδια. Φτώχεια και έρωτας, φτώχεια και μετανάστευση, φτώχεια και φιλότιμο, φτώχεια και διασκέδαση, φτώχεια και περηφάνια, φτώχεια και ταξικές διαφορές! «Το χρήμα μάς χωρίζει δυστυχώς, εσύ είσαι πλούσια κι εγώ φτωχός» (Χ. Κολοκοτρώνης).

Τα τραγούδια για τις δυσκολίες που δημιουργεί η έλλειψη χρημάτων στην καθημερινή επιβίωση και τις ανθρώπινες σχέσεις είναι αμέτρητα. Ισως παραπάνω από τα μισά να γράφτηκαν και να τραγουδήθηκαν από το 1948 ώς το 1960. Τραγούδια φτώχειας, μόχθου και μοίρας που προηγούνται χρονικά των αντίστοιχων ινδικών που φτάνουν μέσα από ταινίες όπως «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» και τα οποία φέρνουν τον λαό της μιας χώρας κοντά στον λαό της άλλης πρώτη φορά ύστερα από την «επίσκεψη» του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία πριν από 2.300 χρόνια!

Ολοι οι μεγάλοι συνθέτες έχουν συνεισφέρει με τέτοιου είδους τραγούδια, ελαφριά και βαριά. Τούντας, Νταλγκάς, Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης, Δερβενιώτης, Περιστέρης, Χρυσίνης, Καραμπεσίνης, Καλδάρας, Χατζηχρήστος, Παπαϊωάννου, Σούκας, Μουσαφίρης, Κουγιουμτζής κ.λπ. με υλικό από στιχουργούς πρώτης εθνικής κατηγορίας (Βίρβος, Μάνεσης, Βασιλειάδης, Παπαγιαννοπούλου, Κοφινιώτης, Πυθαγόρας, Χριστοδούλου, Παπαδόπουλος κ.ά.) και φωνές με λαϊκό μέταλλο (Τάκης Μπίνης, Ρένα Ντάλλια, Σεβάς Χανούμ, Στέλλα Χασκίλ, Περπινιάδης, Πόλυ Πάνου, Παγιουμτζής, Τσαουσάκης, Τζουανάκος, Αγγελόπουλος, Αναγνωστάκης, Διονυσίου, Μητροπάνος, Νταλάρας κ.ά.). Από το μοιρολατρικό «Αφού γεννήθηκα φτωχός» ώς το αισιόδοξο «Γεια σου, λεβεντιά μου φτώχεια».

Απ’ όλους τους τραγουδιστές, αυτός που ταυτίστηκε απόλυτα με τη φτωχολογιά είναι ο Καζαντζίδης. Οχι μόνο λόγω ρεπερτορίου, αλλά και ύφους, ποιότητας ερμηνείας και τρόπου ζωής που διαλαλούσε το κοινωνικό πρόβλημα και εδραίωνε το δικαίωμα των μη προνομιούχων στη ζωή. Ο Καζαντζίδης έγινε η φωνή της άλλης Ελλάδας, της αποκλεισμένης από τον πλούτο και την εξουσία. Μόνο αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει με κύρος ένα βαρύ τραγούδι απελπισίας και διαμαρτυρίας που λέει «ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται».

Από το ’60 και μετά, τραγούδια για τη φτώχεια γράφονται κι από τη νέα φουρνιά των λόγιων δημιουργών που παίρνουν με επιτυχία σκυτάλη από τους λαϊκούς καλλιτέχνες. Τα πιο ωραία λαϊκά του Μίκη Θεοδωράκη, όπως τα «Δραπετσώνα» και «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, εκθειάζουν τη φτωχολογιά, εξ αριστερών, με μεγάλη δόση ρομαντισμού. «Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι» και «Απονη ζωή… το κρίμα μας βαρύ, μας γέννησες φτωχούς», γράφει το 1963 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, και το ’66, «Σφύριζαν πλοία, μετανάστες φεύγαν… στην παραλία οι μανάδες κλαίγαν για το φτωχομάνι, τη χαμοζωή» σε μουσική του Χρήστου Λεοντή. Κι από κοντά ο Ζαμπέτας «Φτωχομάνα γειτονιά» σε στίχους του Γιάννη Κακουλίδη.

Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, το 1967, η λογοκρισία σφίγγει τα λουριά. Οσα περιέχουν «ακατάλληλες» λέξεις ή νοήματα, παλιά ή καινούρια, απαγορεύονται ή τροποποιούνται, όπως το τραγούδι του Ακη Πάνου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια μακριά απ’ τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια» που γίνεται «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια να ‘ρθουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια» και ηχογραφείται εκ νέου με τη Βίκυ Μοσχολιού! Ο Πάνου, την επόμενη φορά, χρησιμοποιεί ένα εύρημα για να ξεπεράσει τον σκόπελο. Κόβει τις λέξεις σε σημείο που ο λογοκριτής δίνει έγκριση, μην καταλαβαίνοντας ότι οι «περικοπές» στο χαρτί αποκρύβουν τη σημασία του μηνύματος στην ακρόαση.

«Απεργία λοιπόν, απεργία»

«Αυτός που κλε- ένα καρβέ- κι ύστερα τρέχει, κύριε Πρό- δεν είναι κλέ- σεσημασμέ, πέντ’ έξι μή- ένα ψωμί… δικαίως έχει φασκελωμέ- την κοινωνί- τη χαλασμέ». Στη μεταπολίτευση, χρησιμοποιεί ξανά αυτό το τρικ για να φτιάξει άλλο ένα τραγούδι («Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά-»), που περιγράφει τη φτώχεια και την ανέχεια που ήταν κοινός παρονομαστής των λαϊκών γειτονιών στις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Και όχι μόνο τότε.

Στα κωμειδύλλια και τα μελοδράματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι ηθοποιοί τραγουδούν «Απεργία λοιπόν απεργία, παρατήστε παιδιά τη δουλειά/ ωφελεί καθώς λεν στην υγεία πού και πού λιγοστή τεμπελιά» και ο Αττίκ, το 1920, «Ποιος φταίει αν είναι στη γη δυστυχείς; Το χρήμα! Το χρήμα!», μέχρι να έρθει ο Βαμβακάρης με συχνές σταράτες αναφορές στη φτώχεια και την αδικία. «Οσοι έχουνε πολλά λεφτά, να ‘ξερα τι τα κάνουν/ άραγε σαν πεθάνουνε, βρε αμάν, μαζί τους θα τα πάρουν;»

Προπολεμικά, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον τα τραγούδια που γράφονται από Ελληνες στις ΗΠΑ αναφορικά με τη μεγάλη κρίση του 1929-30. «Τι θα κάνουμε, βρε φίλοι, στην κατάστασιν αυτήν, που χαμένοι πάμε όλοι εδώ στην Αμερικήν. Οπου φτώχεια έχει πέσει και δε βρίσκομε δουλειά και τα έξοδα δεν βγαίνουν και τραβούμε συμφορά» τραγουδάει ο Γιώργος Κατσαρός, μετανάστης από την Αμοργό.

Κι ενώ αυτό το είδος τραγουδιού συμπιέζεται επί χούντας, στη μεταπολίτευση μια νέα αριστερής υφής καλλιτεχνική αντεπίθεση επαναφέρει πανηγυρικά τη θεματολογία στο ελληνικό τραγούδι, με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Μαρκόπουλο («Οταν οι εργολάβοι κι όλα τα γραφεία δεν δίνουνε δουλειά, σημαίνει ανεργία», «Εμείς είμαστε το αίμα, εμείς είμαστε φωτιά/ εμείς είμαστε οι εργάτες, χτίζουμε εμείς τη λευτεριά» κ.ά.), τον Μάνο Λοΐζο και τον Φώντα Λάδη («Στους δρόμους της Αθήνας φέιγ-βολάν μοιράζουν, εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε»), τον Δήμο Μούτση και τον Γιώργο Σκούρτη («Σαν οι εργάτες απεργήσουν και στους δρόμους κατεβούν/ κι άμα ακόμα τους λυγίσουν, πάλι νικητές θα βγουν»), τον Ηλία Ανδριόπουλο και τον Μιχάλη Μπουρμπούλη («Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει/ εμείς που ζήσαμε φτωχοί/ του κόσμου η βροχή δεν μας πειράζει») και άλλοι, με ερμηνευτές τον Λάκη Χαλκιά, τη Σωτηρία Μπέλλου κ.λπ.

Την ίδια εποχή, με τη λεγόμενη «αναβίωση» του ρεμπέτικου, όλα τα τραγούδια για τη φτώχεια επανέρχονται στο προσκήνιο. Εργάτες, τεχνίτες, αγρότες, αλλά και διανοούμενοι, φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες συνδιασκεδάζουν στα ρεμπετάδικα, τις ταβέρνες και τα κέντρα διασκέδασης με μια ισχυρή δόση αισιοδοξίας. «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, θέλει αγάπη και κρασί… για να ‘ναι η ζωή χρυσή…» (Ι. Βέλλα-Ο. Λάσκου).

Κι όμως, ενώ τα παλιά τραγούδια παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή μέχρι σήμερα (τραγουδιούνται παντού και μοιράζονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες από τις εφημερίδες και τα περιοδικά), τα τελευταία χρόνια, οι σύγχρονοι δημιουργοί σπάνια θίγουν θέματα φτώχειας και οικονομικής δυσπραγίας.

Τι συνέβη άραγε; Επαψε να υπάρχει φτώχεια ή για κάποιους λόγους έπαψε να συγκινεί δημιουργούς, ερμηνευτές και ακροατές; Εγιναν όλοι πλούσιοι ή έγινε ντεμοντέ η αναφορά στη φτώχεια; Το σίγουρο είναι ότι έγιναν πλούσιοι οι δημοφιλείς τραγουδιστές και κανένας πια δεν αισθάνεται άνετα να τραγουδάει για φτώχειες και μπατιρήματα. Οι τραγουδιστές δεν κατοικούν πια στις λαϊκές γειτονιές. Αλλαξαν κοινωνικό στάτους, άλλαξαν παρέες, άλλαξαν τα γούστα τους.

«Ο κόσμος τώρα εκτιμά μονάχα τους παράδες, κι όσους δεν έχουνε λεφτά τους λένε φουκαράδες. Αν σε δουν να πιάσεις φράγκα, θα σε πουν νταή και μάγκα, κι αν δεν το ‘χεις το αρζάν θα σου πουν αλέ-βουζάν!» (Ι. Τατασόπουλου-Ν. Ρούτσου).

[Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού, με τους Τάκη Μπίνη, Στέλλα Χασκήλ, Στελλάκη Περπινιάδη και τον συνθέτη Γιάννη Τατασόπουλο, από το 1950.]

 

Αλλαξαν και οι γειτονιές. Αλλαξαν και οι φτωχοί. Μια γενική άνοδος του βιοτικού επιπέδου και μια νέας μορφής φτώχεια. Υπαρκτή, αλλά άφαντη. Η φτώχεια δεν είναι πια καμάρι, είναι μόνο ντροπή. Ούτε οι φτωχοί θέλουν να ακούνε για φτώχεια.

Οι νεόπτωχοι δεν είναι σαν τους φτωχούς παλαιάς κοπής. Δεν έχουν το ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον. Η φτώχεια δεν συνδέεται με ωραία στοιχεία της λαϊκής ζωής. Η αδυναμία συμμετοχής στην κατανάλωση και αποπληρωμής των δανείων επηρεάζει και τα αισθήματα. Γι’ αυτό και οι μη έχοντες παρηγοριούνται με βόλτες στα εμπορικά κέντρα. Φάτε, μάτια, ψάρια… Η σημερινή φτώχεια φέρνει στρες και περιθωριοποίηση σ’ ένα κλειστό διαμέρισμα, όχι σε μια κοινότητα συνύπαρξης και αλληλεγγύης.

«Τσιγάρο ατέλειωτο, βαρύ, η μοναξιά μου» τραγουδάει ο Σωκράτης Μάλαμας.

Ο πολιτισμός των λαϊκών ανθρώπων της παλιάς γειτονιάς με συνοχή, λεβεντιά, φιλότιμο, περηφάνια, ανθρωπιά, ταξική συνείδηση, λαϊκό τραγούδι και κουλτούρα γειτονιάς μεταλλάχθηκε. Αυξήθηκε ο ατομισμός, ο οχαδερφισμός και η εγκληματικότητα, που κάποτε στις φτωχές λαϊκές γειτονιές ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Θα βρει άραγε η νέα φτώχεια εκφραστές και ακροατήριο; Θα αναβιώσει μέσα από τα τραγούδια κάποια ανθρωπιά και μαχητικότητα; Θα αναζωογονηθεί η χαμένη αθωότητα και η διεκδίκηση περισσότερης δικαιοσύνης ή θα πελαγοδρομούμε στο κυνήγι ενός υπεσχημένου πομπώδους και ρηχού λάιφ στάιλ; Ζητήματα που το σύγχρονο τραγούδι αγγίζει διστακτικά, ενώ το τραγούδι του Κώστα Ρούκουνα, από το 1934, παραμένει πολύ επίκαιρο.

«Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση

που κάνανε τον άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει».

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά, Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Από τον Σαββόπουλο στον Λαζόπουλο

Από τον Σαββόπουλο στον Λαζόπουλο

Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έκλεισε καλλιτεχνικά με την πληθωρική παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου στη μεγάλη σκηνή του «Παλλάς» και του Λάκη Λαζόπουλου στη μικρή οθόνη της τηλεόρασης. Με μια πολυσύνθετη αναδρομή του ενός στην αφετηριακή δεκαετία του ’60 και ένα σχόλιο του άλλου στην τρέχουσα επικαιρότητα. Το χτες και το σήμερα; Περίπου.

 Κουβανέζικη επανάσταση, αντιπολεμικό κίνημα, Βιετκόνγκ, Πολιτιστική Επανάσταση, Τσε, Ανοιξη της Πράγας, Γαλλικός Μάης, Μαύροι Πάνθηρες, Μπέρκλεϊ, Μπιτλς, χιπισμός, ροκ, Ντίλαν, ψυχεδέλεια, μίνι φούστα, κασετόφωνα, Μαρκούζε, ερωτική απελευθέρωση, Γκοντάρ, Καστοριάδης, Γκαγκάριν, ταξίδι στο φεγγάρι, παλαιστινιακή αντίσταση, 114, Άξιον Εστί, ελληνικό ροκ, αντιδικτατορικός αγώνας… Αυτή τη δεκαετία ανατροπών συνόψισε ο Σαββόπουλος μέσα σε λίγα σπουδαία τραγούδια. Μάγοι στη σκηνή, Συννεφούλα, Ηλιος αρχηγός, Βιετνάμ γιε-γιε, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα, Αμνηστία ’64, Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, ο Καραγκιόζης που ονειρεύεται… Θέματα, μουσικές, ύφος και τρόπος παρουσίασης έξω από το πολιτιστικό μέινστριμ. Η πιο ενδιαφέρουσα έκφραση της ανατρεπτικής δεκαετίας. Και σε συνθήκες λογοκρισίας.

Εκτοτε, η χούντα έπεσε, η Κύπρος διχοτομήθηκε, το Βιετνάμ απελευθερώθηκε, το απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική καταργήθηκε, η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσε, η Αμερική φτώχυνε, η Κίνα αναδύθηκε, η Βενεζουέλα του Σιμόν Μπολίβαρ αναστήθηκε, οι πόλεμοι επέστρεψαν, το κλίμα αλλάζει, τα τρόφιμα ακριβαίνουν, το νερό μολύνεται, το AIDS σκοτώνει εκατομμύρια, δικαιώματα και κοινωνικές παροχές περιορίζονται, διανοούμενοι υπερασπίζονται το σύστημα, οι Ρόλινγκ Στόουνς είναι δισεκατομμυριούχοι, οι Χέντριξ, Μόρισον, Τζόπλιν, Τζόουνς, Κομπέιν, Ασιμος, Γώγου κ.ά. αυτοχειριάστηκαν, ο Ακης Πάνου κατέληξε στη φυλακή, τα τραγούδια έγιναν mp3, οι ζωγράφοι εγκλωβίστηκαν στις γκαλερί και η ζωγραφική βγήκε στον δρόμο, η παιδεία έγινε εμπόριο και οι φοιτητές ψηφίζουν δεξιά, Γέλτσιν-Μπους-Μπλερ-Σαρκοζί-Μπερλουσκόνι επιτάχυναν την παρακμή του δυτικού μοντέλου, η Ελλάδα καίγεται στα τζάκια, η γλώσσα τσουρουφλίζεται στα σχολεία, ο Θεοδωράκης τιμήθηκε από την αστυνομία και τον στρατό και ο Παρθενώνας μετακόμισε από την Ακρόπολη σε πολυκατοικία στου Μακρυγιάννη.

Πού είναι ο νέος Σαββόπουλος να μας τα πει; Παρακολουθώντας την ωραία παράσταση στο «Παλλάς», ένιωθα την προσπάθεια του Διονύση να ξανασυνδεθεί με τη δεκαετία του ’60, επιστρατεύοντας τραγούδια, νοσταλγία και συναίσθημα. Δεν ήταν εύκολο. Ισως γιατί ο Σαββόπουλος χρόνια τώρα κρατάει αποστάσεις, ενώ πολλοί συνομήλικοί του στο κοινό δεν έπαψαν ποτέ να ζουν με το άρωμα της δεκαετίας του ’60. Και οι νέοι με τα λάπτοπ επίσης μεγαλώνουν με Ντίλαν, Ντορς, Στόουνς, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση και Σιδηρόπουλο. Η αντίρρηση και η αμφισβήτηση εξακολουθούν να εκφράζονται με διαδηλώσεις για την παιδεία, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, ποδήλατα, καταλήψεις, ροκ και ρεμπέτικο. Σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες, οι πολίτες με ανησυχίες δεν απομακρύνθηκαν ποτέ από το πνεύμα των sixties.

Ζητούνται νέοι ανατροπείς

Οι δεκαετίες που μεσολάβησαν άφησαν άδειους ουρανοξύστες στο Αμπου Ντάμπι, κουφάρια των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, υπερχρεωμένα νοικοκυριά, σκάνδαλα, αύξηση αναλφαβητισμού, εκατομμύρια μεταναστών και προσφύγων, παραπληροφόρηση, καταναλωτισμό, τυποποιημένα πολιτιστικά προϊόντα, καταστροφή της φύσης, πείνα, εγκληματικότητα, ανεργία και ανασφάλεια. Πού είναι, όμως, οι νέοι φιλόσοφοι, πανεπιστημιακοί, ζωγράφοι, ποιητές και τραγουδοποιοί με ιδέες και πνευματικό ανάστημα να εκφράσουν την εποχή, να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, να ξεβολευτούν; Πού είναι οι ανατροπείς της καθεστηκυίας αισθητικής; Οι διάδοχοι των καινοτόμων δημιουργών Ελύτη, Ρίτσου, Αναγνωστάκη, Γκάτσου, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ζαμπέτα, Ξαρχάκου, Καλδάρα, Λοΐζου, Τσαρούχη, Μόραλη, Κοψίδη, Κουν, Κωνσταντινίδη, Ασιμου κ.λπ.;

Κυριάρχησε η μικροαστική κουλτούρα που απαθανάτισε στους «Μικρούς Μήτσους» ο Λαζόπουλος. Photoshop οπίσθια και σιλικονούχα στήθη μπήκαν με νίτρο στη ζωή μας, πρωινάδικα εγκαταστάθηκαν στα διαμερίσματά μας, τζιπ με τσαρούχια κυριάρχησαν στα όνειρά μας και τηλεψωνάκηδες αναγορεύθηκαν βουλευτές κωλτούρας. Και το «Αλ τσαντίρι» ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά τον επιθετικό σχολιασμό του νεοελληνικού εξαμβλώματος. Αλλά ένα σόου δεν μπορεί να αναπληρώσει το καλλιτεχνικό ρεύμα ιδεών και δράσεων που λείπει. Εξάλλου, η τηλεόραση όλα τα κάνει κιμά. Αφαιρεί από τους πολίτες τη δημιουργικότητα και τη συμμετοχή και τους καθιστά υποχείρια της εξουσίας, παθητικούς καταναλωτές του προκάτ και της κακογουστιάς.

Εάν κάθε φορά εξεγείρονταν λιγάκι από την καυστική κριτική του Λαζόπουλου, εκατομμύρια τηλεθεατές θα ξεχύνονταν στους δρόμους. Η τηλεόραση μεταλλάσσει το πιπέρι σε καραμέλα και το διεγερτικό σε κατασταλτικό. Ακυρώνει τον κριτικό λόγο. Ακόμα και τις υπερβάσεις που επιτρέπουν οι λογοκριτές στον Λαζόπουλο επειδή είναι παιδί των ΜΜΕ με ασυναγώνιστη εμπορικότητα. Οι αγανακτισμένοι νοικοκυραίοι ευχαριστιούνται που τα λέει έξω από τα δόντια για λογαριασμό τους και μετά πάνε για ύπνο ξαλαφρωμένοι. Ούτε οι πιο εύστοχες ατάκες δεν τους ξεκολλάνε απ’ τον καναπέ για να κάνουν τον θυμό τους διαμαρτυρία. Και στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσουν τους ίδιους.

Η παραδοσιακή αριστερά συντηρείται ακόμα χάρη στο πολιτιστικό της απόθεμα από το παρελθόν. Δεν ξανοίγεται ούτε διακινδυνεύει. Φοβάται το νέο, το διαφορετικό, το απρόβλεπτο, που δεν έχει αξιολογηθεί από τους ειδικούς.

Το καθιερωμένο χάσκει. Παραέξω, εκτός ΜΜΕ και «Παλλάς», υπάρχουν παιδιά που δημιουργούν παρέες, μουσικοί που παίζουν σε μουσικά σχολεία, καταλήψεις και μπαράκια, ζωγράφοι που κάνουν γκράφιτι σε τοίχους και τρένα, μικρομηκάδες που φτιάχνουν αυτοσχέδια φιλμάκια, εξαιρετικοί γελοιογράφοι και κομίστες με πένα αιχμηρή, ακτιβιστές που στήνουν μπλογκ, φυτεύουν παρκάκια στην άσφαλτο, κάνουν θέατρο δρόμου και εκδίδουν έντυπα σε όλη την Ελλάδα. Αλλά σ’ αυτές τις μικρές σκηνές δεν διεκδικούν δάφνες. Δεν ψάχνουν το φανταχτερό αλλά το αληθινό. Δεν προσφέρουν υλικό χρήσιμο για τηλεοπτικά παράθυρα, ραδιοφωνικά πλέιλιστ και πολιτιστικά τρίστηλα. Και δεν πάνε Μέγαρο.

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  17 Ιανουαρίου 2010