Νίκος Ζαχαριάδης: Όλοι ξέρανε για την εξορία, κανένας δεν μίλησε!

Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε Στο Κόκκινο 105,5 (18 και 19 Οκτωβρίου) μεταξύ του οικοδεσπότη Στέλιου Ελληνιάδη, του ιστορικού Γιώργου Πετρόπουλου και του Σήφη Ζαχαριάδη, γιου του Νίκου Ζαχαριάδη, με αφορμή την έκδοση δύο τόμων με δημοσιευμένα κείμενα (1940-47) του επί 25 έτη Γ.Γ. του ΚΚΕ από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στο πρώτο μέρος, οι συμμετέχοντες αναφέρθηκαν στην μεταπολεμική εκ των έσω απαξίωση πολλών αγωνιστών του κομμουνιστικού κινήματος, έως και τη «δαιμονοποίηση» του Ζαχαριάδη που σφραγίστηκε με την πολυετή εξορία του στη Σιβηρία και τον επακόλουθο θάνατό του κάτω από ένα πέπλο αποσιώπησης.

 

30-31_PERIPTERO-1-600x250

 

Πογκρόμ εναντίον των ΕαμιτώνΣ.Ε.: Ρίχνοντας μια ματιά σ’ αυτούς τους τόμους, θα έλεγα ότι περνάει η ιστορία της δεκαετίας του ’40. Όλα τα δραματικά γεγονότα, γιατί ο Ζαχαριάδης αποδεικνύεται πολυγραφότατος. Πολλά κείμενά του, εκτός από τις μεγάλες εισηγήσεις στο 7ο Συνέδριο κ.λπ., είναι σχεδόν σαν χρονογραφήματα. Είναι παρεμβάσεις στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα και ταυτόχρονα, εκτός από τις θέσεις του ΚΚΕ που εκφράζει, δίνουν πολλές πληροφορίες για τα γεγονότα που συμβαίνουν, όπως για παράδειγμα, την τρομακτική κατάσταση που επικρατεί μετά τα Δεκεμβριανά (και τη συμφωνία της Βάρκιζας) όπου έχει εξαπολυθεί από το Μαύρο Μέτωπο, από τις φασιστικές δυνάμεις, ένα τρομερό πογκρόμ, η λεγόμενη λευκή τρομοκρατία. Εναντίον των αγωνιστών του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ, μια τρομοκρατία που αναφέρεται σε εκατοντάδες δολοφονίες από τους φασίστες, στα χωριά και σε πόλεις, σε όλη την Ελλάδα. Μιλάμε για 150 φασιστικές συμμορίες και 18 χιλιάδες άτομα που επανδρώνουν αυτές τις συμμορίες, που δολοφονούν άοπλους ανθρώπους επειδή συμμετείχαν στον αγώνα εναντίον των ναζί, και, μάλιστα, με τσεκούρια, με καρφιά και με σιδερογροθιές, όπως γράφει ο Ζαχαριάδης.

Γ.Π.: Δολοφονίες, βιασμοί, ξυλοδαρμοί, καταστροφή περιουσίας, ένα ατέλειωτο κυνηγητό που μετά τη Βάρκιζα (12 Φεβρουαρίου 1945) και μέχρι το Λιτόχωρο (30 Μαρτίου 1946), ουσιαστικά, αναγκάζει χιλιάδες αγωνιστές να φύγουν από τους τόπους διαμονής τους, κυρίως στην ύπαιθρο, αλλά και από τις πόλεις, να βγούνε στα βουνά. Κι έτσι είχαμε τους καταδιωκόμενους. Οι οποίοι καταδιωκόμενοι όταν πια δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής σε ειρηνικές καταστάσεις, ήταν αυτοί που επάνδρωσαν τις πρώτες τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Υπάρχει βία που δεν ήταν δυνατό να καταγραφεί. Στον ένα χρόνο από τη Βάρκιζα, η Εθνική Αλληλεγγύη είχε δηλώσει γύρω στις χίλιες δολοφονίες. Κι αν το πήγαινες κατά περιοχή, το πράγμα έπαιρνε τρομαχτικές διαστάσεις. Υπάρχουνε πάρα πολλές συλλήψεις στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, από το ’47 μέχρι το ’52· πολλές απ’ αυτές, γύρω στα πέντε χιλιάδες άτομα, βρίσκονται στα αστυνομικά τμήματα και δεν υπάρχει δικογραφία σε βάρος τους. Δεν υπάρχει καμία νόμιμη διαδικασία ώστε αυτοί οι άνθρωποι να φυλακιστούν νόμιμα. Τους έψαχνε ο κόσμος να τους βρει, οι οικογένειές τους, οι άνθρωποι οι δικοί τους, και δεν ξέρανε πού είναι.

 

Νομιμοποίηση των καθαρμάτων

Σ.Ε.: Απελευθερώνονται οι συνεργάτες των Γερμανών και φυλακίζονται οι αντιφασίστες αγωνιστές. Εάν ενδιαφέρεται κανείς για την ιστορία, ανεξάρτητα από το αν είναι αριστερός, αν είναι με τον Ζαχαριάδη ή εναντίον του, έχει μεγάλη σημασία να διαβάσει αυτά τα ντοκουμέντα. Πώς, για παράδειγμα, ένας ταγματάρχης του Εθνικού Στρατού πηγαίνει στη Λακωνία και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να ανοίξει τις φυλακές για να βγάλει τους συνεργάτες των Γερμανών που κατηγορούνται για εγκλήματα σε βάρος του ελληνικού λαού.

Γ.Π.: Αυτό έγινε πανελλαδικά. Μάλιστα, στα Δεκεμβριανά, είχανε μεταφέρει στην Αθήνα τα Τάγματα Ασφαλείας, τα οποία, όπως λέει στις αναμνήσεις του ο Λεωνίδας Σπαής, συντηρητικός, χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στον ΕΛΑΣ. Αυτό, μετά, πήρε τεράστιες διαστάσεις. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι μετά τον εμφύλιο όλοι αυτοί αναγνωρίστηκαν ως αντιστασιακοί χωρίς να έχουν την παραμικρή αντιστασιακή δραστηριότητα. Ίσα-ίσα, ήταν συνεργάτες των Γερμανών, ήτανε μαυραγορίτες, ήταν οτιδήποτε, δοσίλογοι μ’ όλους τους τρόπους που μπορεί να πει κάποιος κάποιον δοσίλογο, δηλαδή, υπεύθυνο του να δώσει λόγο για ό,τι έκανε σε βάρος της πατρίδας του την ώρα που αυτή ήτανε υπό το βάρος του κατακτητή.

Σ.Ε.: Έχετε κι ένα παράρτημα με διάφορα ντοκουμέντα που σχετίζονται με τα κείμενα που προηγούνται. Νομίζω ότι αυτές οι εκδόσεις είναι εξαιρετικές. Βλέπεις ότι αυτοί που αποτελούν την κυβέρνηση ή έχουνε νευραλγικά πόστα στον καινούργιο μηχανισμό που έχουνε στήσει οι Εγγλέζοι αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, όπως ο Μαντζαβίνος, είναι μία φάρα πολιτικών προσώπων που έχουν ένα παρελθόν βεβαρυμένο. Ορισμένοι ξεκινάνε από την αντικομμουνιστική ομάδα του Βενιζέλου, μετά γίνονται συνεργάτες του Μεταξά, μετά γίνονται συνεργάτες της κατοχικής κυβέρνησης, που έχουν στήσει οι Γερμανοί, και στη συνέχεια είναι υπουργοί ή στελέχη στη μεταπολεμική κυβέρνηση. Τα ίδια πρόσωπα!

Γ.Π.: Εδώ, ο Μανιαδάκης έγινε βουλευτής της ΕΡΕ! Ο άνθρωπος του Μεταξά, ο οποίος καταδίωξε τόσο πολύ τον κομμουνισμό, και έφυγε από τη χώρα, γιατί δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά, επέστρεψε μετά την απελευθέρωση για να κάνει και πολιτική καριέρα. Αν ήταν μόνο αυτός… Κι ο Αβραάμ τι ήτανε; Ο εμπνευστής του ιδιωνύμου (ν. 4229/1929).

Σ.Ε.: Έτσι καλύπτει κανείς τα κενά μιας εικόνας που αν δεν την έχεις με μια πληρότητα δεν μπορείς να καταλάβεις τελικά τι έγινε, από ποιους έγινε και πώς έγινε.

Γ.Π.: Η βασική εξήγηση είναι η εξής. Την αντίσταση ενάντια στους κατακτητές την έκαναν λαϊκές δυνάμεις με πρωταγωνιστή το ΚΚΕ και δυνάμεις της Αριστεράς που κατάφεραν τότε κι έφτιαξαν το ΕΑΜ. Η αστική τάξη της Ελλάδας κι ο αστικός πολιτικός κόσμος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, που ήτανε δευτερεύοντα πρόσωπα ουσιαστικά, δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς. Αυτό οδήγησε στο να διαμορφωθεί μια νέα λαϊκή πλειοψηφία που ήτανε εντελώς έξω από το ίδιο το καθεστώς. Το υπερέβαινε το καθεστώς. Επομένως, η παλινόρθωση του καθεστώτος με τα όπλα των Εγγλέζων και στη συνέχεια των Αμερικανών, δεν μπορούσε παρά να στηριχτεί σε ό,τι πιο σάπιο, πιο διεφθαρμένο και πιο προδοτικό υπήρχε σε αυτή τη χώρα, πριν. Αυτό ήτανε κι έτσι έγινε. Δεν είχαν άλλους να στηριχτούν. Σε ποιον μπορούσαν να στηριχτούν;

Σ.Ε.: Βεβαίως, μετά, ως νικητές, μετά το ’49, καθαγιάστηκαν όλοι αυτοί! Κατάφεραν να κάνουν μία κάθαρση, να αποκαθάρουν τους εγκληματίες, που συμπεριλάμβαναν οι δυνάμεις τους, οι οποίοι ήτανε κυρίαρχοι, και επίσης κατάφεραν να δημιουργήσουν μία δική τους εκδοχή της ιστορίας, η οποία βασίζεται μόνο σε ψέματα και διαστρεβλώσεις. Φοβάμαι ότι αυτή η παραποιημένη ιστορία που ταίριαζε στις ανάγκες και στην οπτική των κυρίαρχων, αυτών που βγήκαν από τη συνεργασία με τους Γερμανούς, και μετά με τους Εγγλέζους και τους Αμερικάνους, σαν αντίληψη πέρασε σε πολλούς ανθρώπους· και στην Αριστερά! Μέχρι σήμερα το βλέπω. Εμείς, οι ίδιοι οι αριστεροί, έχουμε πολλάκις αποδεχτεί τη συκοφαντία και τη δυσφήμηση των δικών μας συντρόφων! Των ανθρώπων που πρωτοστάτησαν σ’ αυτούς τους αγώνες. Που πολέμησαν. Και ο Ζαχαριάδης δεν έχει αξιολογηθεί ψύχραιμα, να δούμε τη συνεισφορά του. Εκμηδενίστηκε μετά την καθαίρεσή του. Επί 36 χρόνια μέλος και επί 25 χρόνια ΓΓ του κόμματος, 9 χρόνια στις φυλακές από τον Μεταξά και στο Νταχάου απ’ τους Γερμανούς, στα βουνά στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, για να καταλήξει στην δεκαεξάχρονη εξορία του στη Σιβηρία! Ε, τι άλλο να κάνει στη ζωή του ένας άνθρωπος με τόσες αγωνιστικές περγαμηνές και 25 χρόνια φυλακές και εξορία;! Δεν λέω ότι πρέπει να τον απαλλάξεις από κάθε αμαρτία , αλλά δεν μπορείς να μην συνυπολογίσεις τη συμμετοχή του σ’ αυτούς τους αγώνες.

 

 

Ζαχαριαδικός με τ’ όνομα

Σ.Ζ.: Από τα μικρά μου χρόνια, είμαι ζαχαριαδικός. Και τα χρόνια που είχα άλλο όνομα, Νικολάεφ, και τότε. Κατάλαβα αργότερα ότι είμαι ζαχαριαδικός, αλλά είμαι σίγουρα και πιο πολύ τώρα.

Σ.Ε.: Σήφη, γνώρισες τον πατέρα σου καλύτερα εκείνα τα χρόνια που τον έβλεπες κατά διαστήματα ή τον γνώρισες καλύτερα από τη στιγμή που μεγάλωσες;

Σ.Ζ.: Τα καλύτερά μου χρόνια ήτανε στην πρώτη εξορία, που πήγα σχολείο, που μέναμε μαζί, οι δυο μας. Και μετά μέναμε και στη Σιβηρία, αλλά μόνο τρεις μήνες το καλοκαίρι που είχα διακοπές. Με είχαν στείλει μακριά από τη Σιβηρία, στον Καύκασο. Αλλά τα πρώτα έξι χρόνια που μέναμε στην Μποροβιτσί, ούτε ήξερα ποιος είναι ο πατέρας μου, αλλά σαν άνθρωπος ήξερα καλά τι ήτανε.

Σ.Ε.: Δεν ήξερες ότι ήτανε ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, ότι είχε αυτή τη φοβερή, εκπληκτική ιστορία. Νόμιζες ότι είναι ένας απλός άνθρωπος, στη δασική υπηρεσία στο Μποροβιτσί.

Σ.Ζ.: Όταν ήμουνα 15 χρονών, στη Μόσχα, οι πολιτικοί πρόσφυγες μου είπαν ποιος ήτανε ο πατέρας μου και την άλλη μέρα πήγα στο Σοργκούτ, και τον ρώτησα, γιατί; Και μου είπε, θα ήθελα να σου το πει κάποιος άλλος, εγώ δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός, γι’ αυτό τώρα που ξέρεις μπορούμε να μιλήσουμε. Και τότε, μιλήσαμε για πρώτη φορά. Μου είπε για την 6η ολομέλεια, για την 7η, τι του είπανε, χαφιές, προδότης και τα λοιπά.

Σ.Ε.: Έπαθες μεγάλο σοκ, Σήφη;

Σ.Ζ.: Πολύ μεγάλο! Και από τότε κατάλαβα τι πρέπει να κάνω στη ζωή μου. Γιατί ήξερα ότι ο πατέρας μου ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που έχω δει ποτέ!

Σ.Ε.: Συνάντησες και πολλούς ανθρώπους που είχανε μία λατρεία για τον πατέρα σου.

Σ.Ζ.: Και ανοιχτά και κρυφά. Και από το Πολιτικό Γραφείο, τότε, με ρωτήσανε, όταν ήμασταν οι δυο μας, θα πας αύριο στο Σοργκούτ; Πες του ότι τον αγαπάμε. Δεκαετία του ’60 και του ’70. Και πρέπει να ξέρεις ότι άνθρωποι σαν τον πατέρα σου υπάρχουν ένας στο εκατομμύριο. Και θυμάμαι, που είπα, γιατί στο εκατομμύριο; Πριν από 10 χρόνια και 15, που μίλησα με αντάρτες στη Θεσσαλονίκη κι εδώ, όλοι είπανε ότι είναι ζαχαριαδικοί, τώρα.

Σ.Ε.: Και τότε τον υπερασπίστηκαν αρκετοί.

Σ.Ζ.: Ναι, οι περισσότεροι στην Τασκένδη, αλλά εναντίον της εξουσίας δύσκολα παλεύεις.

 

 

Αναζητώντας την αλήθεια

Σ.Ε.: Έχεις αποκτήσει πρόσβαση στα αρχεία του ΚΚΕ, αλλά και στα σοβιετικά, νυν ρωσικά;

Σ.Ζ.: Σιγά-σιγά προχωράμε. Πολύ δύσκολο είναι και στη Μόσχα, γιατί πάρα πολλά είναι ακόμα απόρρητα. Έχω γράψει πριν έξι χρόνια ένα γράμμα στον Πούτιν, γιατί υπάρχουνε κάποια ντοκουμέντα που ξέρω ότι τα έχουνε, π.χ., το τελευταίο γράμμα που μου έγραψε ο Νίκος δύο ώρες πριν αυτοκτονήσει. Προσωπικό. Τίποτα πολιτικό δεν έχει. Γιατί δεν μπορώ να το έχω μετά από τριάντα χρόνια; Απάντησε ότι στο αρχείο του προεδρείου δεν υπάρχει τίποτα. Όλα είναι στο KGB, FSB τώρα. Με το FSB είχα μιλήσει τρεις-τέσσερις φορές και τελικά ήρθε ένα γράμμα επίσημο, ότι μη απόρρητα ντοκουμέντα δεν έχουνε. Όμως, σιγά-σιγά βγαίνουν.

Σ.Ε.: Σήφη, μήπως μέσα σ’ αυτά είναι και οι απαντητικές επιστολές του Αλέξη Πάρνη στον πατέρα σου, από την αλληλογραφία που είχανε; Στο βιβλίο «Γεια χαρά, Νίκος» περιλαμβάνονται μόνο τα γράμματα που του στέλνει ο πατέρας σου από το Μποροβιτσί. Τα γράμματα του Πάρνη δεν έχουνε βρεθεί. Μπορεί να είναι σε κάποιο τέτοιο αρχείο;

Σ.Ζ.: Αυτά που έστελνε ο Πάρνης ήτανε στο Μποροβιτσί κι όταν στείλανε τον πατέρα μου στη Σιβηρία, τα πήρε το KGB από το σπίτι. Τίποτα δεν αφήσανε. Και το ημερολόγιο που έγραφε για τη μητέρα μου που ήτανε φυλακισμένη, για το πώς ζούσαμε, το πήραμε αργότερα. Έχει και το αρχείο του ΚΚΕ πολλά πράγματα. Μου έδωσε κάτι η Αλέκα Παπαρρήγα, αλλά τα περισσότερα είναι κλειστά ακόμα, πιστεύω.

Γ.Π.: Ο φάκελος που έχει το ελληνικό κράτος είναι κλειστός. Όταν έγινε η καύση των φακέλων από την κυβέρνηση Τζανετάκη, με τον Κουβέλη νομίζω υπουργό Δικαιοσύνης, πάρθηκε μία απόφαση να μείνουν κλειστά τα αρχεία που κρατήθηκαν, των ιστορικών προσώπων, για είκοσι χρόνια. Λίγο πριν λήξει η εικοσαετία, νέα υπουργική απόφαση τα πάει μέχρι το 2029 κλειστά. Αυτό είναι παραλογισμός. Θα έπρεπε να είχαν ανοίξει αυτοί οι φάκελοι, τουλάχιστον να παραδοθούν στους συγγενείς πρώτου βαθμού, οι οποίοι τότε με την καύση των φακέλων μπορούσαν να πάνε να πάρουν τους φακέλους τους προσωπικούς τους. Από κει και πέρα, υπάρχει ένα κομμάτι των αρχείων του ΚΚΕ που είναι στα ΑΣΚΙ· το κομμάτι που είχε πάρει η ομάδα που αποσπάστηκε το ’68 και έφτιαξε το ΚΚΕ εσωτερικού. Και στα αρχεία του ΚΚΕ υπάρχει φάκελος Ζαχαριάδη. Τότε που καθαρίζαμε τα αρχεία, το 1994, μετά την πλημμύρα, είδα ένα μεγάλο μέρος αυτού του φακέλου του Ζαχαριάδη με πάρα πολύ υλικό, πέρα απ’ αυτό το δημοσιευμένο, που υπάρχει στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, τα άρθρα του ή υπάρχει στις εφημερίδες κ.λπ.. Έχω την ελπίδα ότι κάποια στιγμή όλα αυτά θα βγουν στη δημοσιότητα.

 

 

Δυστοκία εξ αριστερών

Σ.Ε.: Πάντως, Γιώργο, φοβάμαι ότι σε σένα δεν θα τα δώσουν, γιατί ενώ έχεις κάνει όλη αυτή τη δουλειά, που προηγήθηκε της αποκατάστασης του Ζαχαριάδη πριν δυο χρόνια από το ΚΚΕ, δεν σε θέλανε στο Σοργκούτ, που πήγε πρόσφατα η Παπαρρήγα με τον Σήφη για να αποκαλύψουν μια πλακέτα στην πόλη αυτή που έμενε και πέθανε ο Ζαχαριάδης. Γι’ αυτό σε κόψανε κι από το Ριζοσπάστη, έπεσες σε δυσμένεια. Θυμάμαι, ότι πριν αποκολληθείς από το ΚΚΕ, σε είχα καλέσει να έρθεις στην εκπομπή μου, για να συζητήσουμε γι’ αυτές τις σπουδαίες δουλειές που κάνεις, αλλά δεν σε άφησαν.

Γ.Π.: Όταν βγήκαν αυτά τα βιβλία, ήμουν μέλος του κόμματος και για να πάω κάπου δημόσια να παρουσιαστώ έπρεπε να πάρω την άδεια από το κόμμα. Τέτοια άδεια δεν είχα, δεν μου δόθηκε, κι έτσι δεν είχα έρθει και στην εκπομπή σου. Επαγγελματικά δούλευα στο Ριζοσπάστη και απολύθηκα με το μεγάλο κύμα των απολύσεων, συνολικά 42 συνάδερφοι απολύθηκαν. Έχω αποχωρήσει από το ΚΚΕ μετά το 19ο Συνέδριο (11-14 Απριλίου 2013). Οι λόγοι της αποχώρησής μου είναι καταγεγραμμένοι στο κείμενο που έστειλα στον προσυνεδριακό διάλογο. Τη δική μου στάση δεν τη συνιστώ σε κανέναν. Ο καθένας λειτουργεί με βάση τη συνείδησή του και με βάση αυτό που πιστεύει. Σε ό,τι αφορά τώρα το ζήτημα του Σοργκούτ, δεν μπορούσα να πάω. Αλλά το τι γνώμη είχε-δεν είχε το ΚΚΕ είναι δικό του ζήτημα, εμένα δεν μου μετέφερε το ΚΚΕ καμία γνώμη ότι δεν ήθελε να πάω.

Σ.Ε.: Δεν πήρε τίποτα τ’ αφτί σου;

Γ.Π.: Δεν μπορούσε να μ’ εμποδίσει κανένας, ήταν μια ανοιχτή συγκέντρωση, αν είχα το χρόνο θα πήγαινα. Σε ό,τι αφορά την εκδήλωση του ΚΚΕ για την πλημμύρα στα αρχεία πριν από 20 χρόνια, είπα στον Σήφη, ότι εγώ είμαι σε διαφωνία με το κόμμα, δεν ξέρω αν το ΚΚΕ έχει τη διάθεση να έρθω στην εκδήλωση (13 Οκτωβρίου 2014). Όταν ρώτησε ο Σήφης, ειπώθηκε ότι δεν υπάρχει πρόσκληση για τον Πετρόπουλο, είναι κλειστός ο χώρος· το κατανοώ και δεν έχω να κάνω κανένα σχολιασμό πάνω σ’ αυτό. Ό,τι έχω κάνει, για το κόμμα, αφορά τη συνείδησή μου, δεν αφορά κανέναν άλλον. Σε σχέση με την αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη, είχα κάνει ήδη μια δουλειά, με την παρότρυνση και τη βοήθεια του Χαρίλαου Φλωράκη, η οποία είχε δημοσιευτεί με ψευδώνυμο από τις εκδόσεις «Φιλίστωρ», το 1996. Όταν γνώρισα τον Σήφη, έβαλε το ζήτημα της αποκατάστασης του Νίκου από το κόμμα. Η δικιά μου η άποψη ήταν ότι η πραγματική αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη θα γίνει με το να βγούν τα ντοκουμέντα που τον αφορούν, έτσι ώστε ο κόσμος από κει να βγάζει συμπέρασμα. Αυτό σημαίνει αποκατάσταση είτε έχεις αρνητική γνώμη είτε δεν έχεις. Όχι, τι άκουσες, τι σου είπανε, αλλά τι αποδεικνύει η ιστορία με ντοκουμέντα.

Όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που ζούσε ο Ζαχαριάδης, αλλά και μετά, έγινε μία οξύτατη κριτική στο πρόσωπό του, τόσο από το ΚΚΕ όσο και από το ΚΚΕ εσ., από ίσως διαφορετική σκοπιά ή με ένα διαφορετικό τρόπο, αλλά όλοι ήταν εναντίον του Ζαχαριάδη, οι ηγεσίες. Αυτό το διάστημα, ούτε στον ίδιο τον Ζαχαριάδη δόθηκε η δυνατότητα να αμυνθεί, γιατί εκεί που ήτανε στην εξορία δεν είχε πρόσβαση· είχε ζητήσει πολλές φορές να του δοθεί η άδεια, να πάρει διαβατήριο, να φύγει, να κυκλοφορήσει μέσα στη Σοβιετική Ένωση, να έρθει στην Ελλάδα. Ουσιαστικά, υπήρξε αποσιώπηση. Το βιβλίο το οποίο συνέβαλε πάρα πολύ στην αποκατάσταση του Νίκου ήτανε «Η καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη, επέμβαση του ΚΚΣΕ στο ΚΚΕ», με τα πρακτικά της 6ης Ολομέλειας, τα πρακτικά της Διεθνούς Επιτροπής κ.λπ., που άλλαξε όλη την εικόνα, γιατί κατάλαβε ο κόσμος τι ακριβώς είχε γίνει. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα αποκατάστασης ή συζήτησης γι’ αυτό στην περίοδο Κολιγιάννη. Και μέχρι το Χαρίλαο. Από κει και μετά, άνοιγε το ζήτημα. Ο Ζαχαριάδης ζητούσε τρία πράγματα στη Σοβιετική Ένωση. Ζητούσε να του αναγνωρίσουν το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα, ζητούσε ελεύθερη μετακίνηση στην ΕΣΣΔ και διαβατήριο για να πάει όπου αυτός εκτιμούσε ότι μπορούσε να πάει. Δεν του δόθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή τίποτα απ’ όλα αυτά.

Σ.Ε.: Αλλά ούτε και οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι αυτοί που ήταν εναντίον των γνωστών ως σταλινικών και μετασταλινικών διώξεων δεν ενδιαφέρθηκαν για τον Ζαχαριάδη ώστε να δημιουργήσουν ένα κίνημα, όχι για να τον δικαιώσουν, αλλά να τον απελευθερώσουν από την εξορία. Δεν ήταν το μίνιμουμ που έπρεπε να γίνει; Όχι μόνο για τον Ζαχαριάδη. Για κάθε έναν που είχε εξοριστεί για πολιτικούς λόγους.

Γ.Π.: Είμαι απολύτως βέβαιος σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ ότι η ηγεσία του κόμματος, το Πολιτικό Γραφείο της περιόδου Κολιγιάννη – Παρτσαλίδη, μέχρι το ’68, γνώριζε πολύ καλά τι συνέβαινε. Οι νεότεροι που ανέλαβαν το κόμμα, όταν βγήκε ο Χαρίλαος έξω, ο Λουλές κ.λπ., έμαθαν στην πορεία τι ακριβώς συνέβη. Δεν είχανε και το χρόνο.

Σ.Ε.: Δεν είναι πολύ πειστικό αυτό. Ότι δεν ξέρανε.

 

 

Υ.Γ. Κατά τη διάρκεια των δύο εκπομπών, τηλεφώνησαν πάρα πολλοί ακροατές για να καταθέσουν συγκινημένοι τις εμπειρίες τους απ’ αυτή τη μεγάλη αγωνιστική τραγωδία του κομμουνιστικού κινήματος. Θετικά ήταν και τα σχόλια σε δημόσιους χώρους. Μόνο μία ακροάτρια εκδήλωσε το θυμό της στο facebook και ένας ακροατής μου επιτέθηκε φραστικά στα εγκαίνια της έκθεσης των έργων του Δημήτρη Σεβαστάκη στην Γκαλερί Γρηγοριάδη.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ :
Περίπτερο Ιδεών – ΔΡΟΜΟΣ της Αριστεράς,
Φ. 235 - 1/11/2014

Νίκος Ζαχαριάδης: «Επιστροφή» από τη Σιβηρία!

ζαχαριαδης-600x250Σκίτσο: Νίκος Ζαχαριάδης. Του Πέτρου Ζερβού

Με αφορμή την έκδοση των δύο πρώτων τόμων των «απάντων» του Νίκου Ζαχαριάδη, Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ επί 25 συναπτά έτη, στην εκπομπή του Στέλιου Ελληνιάδη (Σ.Ε.) Στο Κόκκινο 105,5, στις 18 και 19 Οκτωβρίου 2014, σε μια ραδιοφωνική συζήτηση μεγάλης διάρκειας με τον ιστορικό Γιώργο Πετρόπουλο (Γ.Π.) και τον γιο του Γ.Γ. Σήφη Ζαχαριάδη (Σ.Ζ.) θίχτηκαν μερικά σχετικά θέματα. Αποσπάσματα της συζήτησης δημοσιεύουμε παρακάτω.

 

Χωρίς ήρωες

Σ.Ε.: Νομίζω ότι η κυρίαρχη άποψη η οποία έχει κατά κάποιον τρόπο εμπεδωθεί στον αριστερό χώρο, είναι ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν ένας κομμουνιστής, ο οποίος έκλεισε τη σταδιοδρομία του, την πολιτική, όχι μόνο μ’ ένα δραματικό τρόπο, με τη γνωστή δεκαεξάχρονη εξορία του στη Σοβιετική Ένωση που έληξε με την αυτοκτονία του, αλλά και με το στιγματισμό του. Με αφορμή αυτό, ήθελα να πω, χωρίς να μπαίνω στην ουσία του ζητήματος Ζαχαριάδη, με προβλημάτιζε αυτή η τάση στον προοδευτικό χώρο, να τρώμε τις σάρκες μας. Και τους ίδιους τους ήρωές μας, να εκμηδενίζουμε τους αγωνιστές. Να τους διαγράφουμε από την ιστορία, να τους απαξιώνουμε, να τους δυσφημούμε όσο το δυνατόν περισσότερο. Τους δικούς μας, ενώ είμαστε πολύ επιεικείς με τους διεθνείς ήρωες που δικαιολογημένα θαυμάζουμε. Θυμάμαι, από τα νεανικά μου χρόνια, τον τεράστιο θαυμασμό που είχαμε για τους πρωτεργάτες στα κινήματα της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, όπου τα περισσότερα κατέληξαν αργά ή γρήγορα σε αποτυχίες. Δεν προσπαθήσαμε μετά να τους απαξιώσουμε, να τους μειώσουμε, να τους εκμηδενίσουμε.

Σαν αριστερό κίνημα, έχουμε ξεχωρίσει δύο-τρεις αγωνιστές, τον Νίκο Μπελογιάννη και τον Άρη Βελουχιώτη που χρησιμοποιείται και σαν άλλοθι. Λες και δεν υπήρξαν άλλοι ήρωες. Λες κι όλος αυτός ο τεράστιος αγώνας, με τις εκατοντάδες χιλιάδες θυσίες, με τους σκοτωμένους, τους βασανισμένους, τους φυλακισμένους, τους εξορισμένους, δεν είχε άλλους ήρωες! Είναι τρομερό αυτό το πράγμα. Το αριστερό κίνημα έπεσε σε λούμπα και έτσι δεν μπορούμε να δείξουμε στους νεότερους ανθρώπους ότι αυτός ο τόπος έχει γεννήσει και νεότερους ήρωες. Αν βλέπουμε μόνο τη μία πλευρά των ανθρώπων, δηλαδή τα λάθη, τα αρνητικά και τις αποτυχίες, μ’ αυτή τη λογική δεν θα αναγνωρίζουμε κανένα σπουδαίο άνθρωπο, κανένα ήρωα, από τότε που γράφεται ιστορία. Θα απορρίψουμε τον Κολοκοτρώνη, τον Περικλή, τον Θεμιστοκλή, δεν θα μείνει κανένας όρθιος! Πρέπει επιτέλους μ’ ένα ψύχραιμο τρόπο, χωρίς να κουβαλάμε και τα βάρη που κουβαλούσαν αυτοί που τα βίωσαν, να ξαναδούμε και να επαναξιολογήσουμε τους ανθρώπους που έδωσαν τη ζωή τους γι’ αυτό τον τόπο, ακόμα κι αν απέτυχαν, τελικά.

Γ.Π.: Αυτή ήταν η αφορμή και η αιτία για να βγουν τα έργα του Ζαχαριάδη. Διότι εκείνο το οποίο θυμόμαστε όλοι όσοι έχουμε κάποια ηλικία είναι όλους τους μύθους γύρω από το πρόσωπο του Ζαχαριάδη, ότι λέγονταν και ακούγονταν πολλά πράγματα τα οποία δεν στηρίζονταν πουθενά. Αυτό το διαπιστώσαμε στην πορεία όταν ήρθαμε σε επαφή με τις πηγές. Επομένως, μπορεί ο καθένας να λέει ό,τι θέλει για τον Ζαχαριάδη, αλλά πρέπει αυτό που λέει να στηρίζεται σ’ ένα πραγματικό στοιχείο κι όχι σε κατασκευές, σε μύθους και σε παραμύθια. Εάν δεν μπεις και δεν βαθύνεις πάνω στα ιστορικά στοιχεία για να μπορέσεις να προσεγγίσεις την προσωπικότητα, τότε εκεί που υπάρχουνε πολύ λεπτές ισορροπίες, ιστορικές, δεν καταλάβεις και την εποχή. Εάν δεν το βάλεις στο χρόνο και στον τόπο που έγινε το γεγονός, εύκολα μπορείς να πέσεις στη μία ή στην άλλη αντίληψη των πραγμάτων, στην αρνητική ή στη θετική. Η δαιμονοποίηση των προσώπων και των ηγετών κυρίως, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αλλά στην Ελλάδα, λίγο θερμός ο λαός, λιγάκι πιο έντονα. Για μένα είναι ένα στοιχείο καθυστέρησης ο εύκολος τρόπος να προσεγγίσεις ένα πρόσωπο. Η μάζα, συνήθως, βλέπει, συμπυκνώνει στο πρόσωπο του ηγέτη όλες τις προσδοκίες, τα όνειρά της, ακόμα και τις δεισιδαιμονίες της. Επομένως, όταν ο ηγέτης την ικανοποιεί, σε περιόδους ανάτασης, τον θεοποιεί. Την ώρα, όμως, που υπάρχει υποχώρηση, πολύ εύκολα τον δαιμονοποιεί. Κι όλα τα λάθη κι όλες τις ευθύνες τα φορτώνει πάνω του. Αυτός είναι ο απλός τρόπος να το προσεγγίσεις. Ο ιστορικός, ο επιστημονικός τρόπος είναι να κάτσεις να δεις τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως είναι.

Η αλήθεια στην εξορία

Σ.Ε.: Σήφη, εσύ γνώρισες τον πατέρα σου κάτω από αντίξοες συνθήκες. Δεν ήξερες καν ελληνικά μεγαλώνοντας στη Σοβιετική Ένωση. Δεν είχατε και τη μητέρα μαζί σας.

Σ.Ζ.: Αυτό ήταν λάθος του Ζαχαριάδη. Μιλούσαμε ρώσικα στο σπίτι για να μην έχω προβλήματα στο σχολείο. Αλλά ήτανε και πατέρας και μητέρα και φίλος και σύντροφος, όλα μαζί. Από τα πρώτα βήματα, απ’ το γιακά (με κρατούσε) και με μάθαινε να περπατώ. Και μέχρι τώρα, με κρατάει.

Σ.Ε.: Κι όταν σου μάθαινε να κάνεις ποδήλατο.

Σ.Ζ.: Ναι· μετά έβαλε ψωμάκι (στο γιακά) κι εγώ όταν νιώθω κάτι στο σβέρκο, δεν φοβάμαι τίποτα. Και τώρα. Έχω μια φωτογραφία του κι όταν έχω δυσκολίες, μιλάω. Και μ’ απαντάει. Με βλέμματα.

Σ.Ε.: Πρόσφατα, πήγατε στον τελευταίο τόπο εξορίας του, το Σοργκούτ, το οποίο μέχρι το 1973, ήταν ένα μικρό, μακρινό, απομονωμένο χωριό που οι άνθρωποι ζούσαν ψαρεύοντας στο ποτάμι.

Σ.Ζ.: Ήτανε 300-400 καλύβες. Τίποτα άλλο, ούτε δρόμοι, λάσπη μόνο. Ήταν δύο χιλιάδες άτομα περίπου και τώρα είναι 400 χιλιάδες. Διακόσιες φορές περισσότεροι. Τότε, ούτε ένα διώροφο δεν υπήρχε, μόνο καλύβες. Τελευταία, έχω πάει τέσσερις φορές.

Σ.Ε.: Και υπάρχει ακόμα η καλύβα στην οποία έμενε ο πατέρας σου;

Σ.Ζ.: Ναι. Πήγαμε, όλη η αντιπροσωπεία, ελληνική και ρώσικη. Το πρώτο. Το δεύτερο εξαφανίστηκε. Ξύλινη καλύβα. Τους πρώτους έξι μήνες νοίκιασε ένα δωμάτιο και μετά φτιάξανε ένα ξύλινο σπιτάκι για να τα έχει όλα μέσα, μικρόφωνα και τα λοιπά…

Σ.Ε.: Τα μικρόφωνα με τα οποία τον παρακολουθούσαν.

Σ.Ζ.: Ναι, βέβαια. Ό,τι λέγαμε, μετά με ρωτούσανε στη Μόσχα, γιατί το είπες αυτό; Ήτανε διπλό σπιτάκι. Από τη μια μεριά έμενε ένας δεύτερος γραμματέας της πόλης που παρακολουθούσε τον Νίκο. Ο πατέρας μου έλεγε ότι είναι φίλος μας. Και μετά, στο αρχείο βρήκα τις εκθέσεις του.

Σ.Ε.: Είχανε διαδώσει ότι ο ίδιος ο Ζαχαριάδης είχε επιλέξει να ζει στο Σοργκούτ.

Σ.Ζ.: Αυτό είναι ένα παραμύθι. Από τα πολλά! Τώρα, λιγοστεύουν τα παραμύθια. Γιατί με τα καινούργια ντοκουμέντα βγαίνει η αλήθεια. Την ιστορία τη γράφει ο νικητής, γι’ αυτό όλα τα κακά είναι πάνω στον ηττημένο. Τώρα, σιγά-σιγά, βγαίνει η αλήθεια. Φέτος, είναι η χρονιά του Ζαχαριάδη. Βγήκε ο δεύτερος τόμος, πήγαμε στο Σοργκούτ, βάλαμε την τιμητική πλάκα, θα γίνει η παρουσίαση των βιβλίων…

Σ.Ε.: Άνοιξε, ξανά, μία συζήτηση για την αναγκαία αποκατάστασή του· ο Ζαχαριάδης ήτανε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ επί 25 χρόνια, από το 1931 ως το 1956, και συνολικά 36 χρόνια μέλος του κόμματος, μέχρι τη διαγραφή του το ’57.

Γ.Π.: Τώρα, βέβαια, με την αποκατάσταση από το ΚΚΕ υποτίθεται ότι έχει υπάρξει άρση της διαγραφής και όλων των επιπτώσεων που αυτή είχε.

Σιωπή και ευθύνη

Σ.Ε.: Γιατί έκαναν 55 χρόνια να άρουν τη διαγραφή;

Γ.Π.: Κατ’ αρχήν, την πρώτη περίοδο, οι διάδοχοί του Κολιγιάννης-Παρτσαλίδης και όλοι αυτοί, το κομμάτι της Κεντρικής Επιτροπής, ούτε καν συζητούσαν το ενδεχόμενο της αποκατάστασής του. Ίσα-ίσα, τον διέγραψαν από το ΚΚΕ παρά το γεγονός ότι η σύσταση από το ΚΚΣΕ στην 7η Ολομέλεια του 1957 ήταν να μην διαγραφεί. Όμως, αυτοί, βασιλικότεροι του βασιλέως, τον διέγραψαν. Η δυνατότητα αποκατάστασης του Ζαχαριάδη άρχισε να μπαίνει στη μεταπολιτευτική περίοδο. Ειδικότερα, από τότε που ανέλαβε ο Χαρίλαος Φλωράκης Γενικός Γραμματέας του κόμματος. Αλλά υπήρχε μια ουσιαστική δυσκολία που είχε να κάνει με το ποιο ήταν το ΚΚΕ μεταπολιτευτικά. Το ΚΚΕ βγήκε από τη διάσπαση του ’68, έγινε μια προσπάθεια να ανορθωθεί, να στηθεί στα πόδια του το κόμμα, πρώτη φορά νόμιμα μετά από 27 χρόνια παρανομίας, επομένως έπρεπε να βάλει, όπως έλεγε ο Χαρίλαος, μια ταφόπλακα στο παρελθόν. Ας αφήσουμε τι έγινε, να το δούμε, να το εξετάσει η ιστορία, να το εξετάσει το κόμμα όταν είναι πιο ώριμο και να κοιτάξουμε να ενωθεί το κόμμα στην πολιτική γραμμή που χαράζουμε εδώ, για το μέλλον της Ελλάδας. Και μ’ αυτή την έννοια έμεινε πίσω.

Σ.Ε.: Γιώργο, από το ’74 μέχρι το 2011 που γίνεται η αποκατάσταση, είναι άλλα 40 χρόνια! Τα ελαφρυντικά περιορίζονται πολύ.

Γ.Π.: Αυτό είναι αλήθεια· είχες ένα ΚΚΕ, βέβαια, που είχε και φιλοζαχαριαδικούς και αντιζαχαριαδικούς. Είχανε και ισορροπίες. Π.χ., ο Κώστας Τσολάκης ήτανε δυνατόν ποτέ να δεχτεί; Ήταν ένας από τους διώχτες του Ζαχαριάδη.

Σ.Ε.: Είναι γεγονός ότι ο Τσολάκης και μερικοί άλλοι υπογράφανε τις εξορίες των Ελλήνων κομμουνιστών στη Σοβιετική Ένωση; Διάβαζα τον Αχιλλέα Παπαϊωάννου, ο οποίος γράφει ότι ο Τσολάκης μαζί με κάποιους άλλους υπογράψανε τις εξορίες.

Γ.Π.: Από το 1956 ως το 1957, γραμματέας της κομματικής οργάνωσης της Τασκένδης ήτανε ο Τζεφρώνης, ο Λεωνίδας. Και απ’ το ’57 και μετά, μέχρι τη δεκαετία του ’60, ήτανε ο Κώστας ο Τσολάκης. Από το ’56 ως το ’57 γίνονται οι περισσότερες διαγραφές στην Κ.Ο. της Τασκένδης των ζαχαριαδικών. Δεν έμεινε τίποτα. Στα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ, στο συγκεκριμένο τόμο αυτής της περιόδου, υπάρχουν όλες οι αποφάσεις με τις διαγραφές, με τις διαλύσεις κομματικών οργανώσεων κ.λπ. Οι εξορίες είναι ένα δεύτερο στοιχείο που έχει να κάνει με το ποιοι θεωρούνται αντικομματικοί και επομένως αναλαμβάνουν οι σοβιετικές αρχές να τους απομακρύνουν σε μία άλλη περιοχή.

Σ.Ε.: Σήφη, εσένα, γιο του Ζαχαριάδη, σε πλησίασαν ποτέ, να απολογηθούν ή να κάνουν κάτι για σένα, όλα αυτά τα χρόνια που ο Ζαχαριάδης μαράζωνε στην εξορία ή και μετά τον τραγικό θάνατό του; Πολλοί απ’ αυτούς, οι λεγόμενοι της ανανεωτικής Αριστεράς, οι οποίοι από κάποια στιγμή διαφοροποιήθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση, καταγγέλλοντας τους διωγμούς, τις εξορίες, τις δίκες, τις εκτοπίσεις και τις αυταρχικές πολιτικές του ΚΚΣΕ, αποσιωπούσαν εντελώς ότι σ’ αυτές τις διώξεις συμπεριλαμβάνονταν και σύντροφοί τους! Γιατί δεν έγινε ένα κίνημα να γυρίσουν από την εξορία οι Έλληνες κομμουνιστές που ήταν εξόριστοι μες τη Σοβιετική Ένωση;

Γ.Π.: Όχι απλώς δεν έγινε, ίσα-ίσα, έλυναν και προσωπικά προβλήματα πέρα από τα πολιτικά. Ο Ζαχαριάδης έφταιγε για όλα τα κακά του κόμματος και για όλα τα κακά που κάνανε οι άλλοι έφταιγε πάλι ο Ζαχαριάδης. Παρουσιάζεται το βιβλίο του Πέτρου Ανταίου, το ’91, «Νίκος Ζαχαριάδης, θύτης και θύμα». Στο πάνελ ήταν και ο Σήφης και ο αδερφός του ο Κύρος. Σηκώνεται κάποιος από κάτω και λέει του Ανταίου, το πραγματικό του ήτανε Σταύρος Γιαννακόπουλος, ο Ζαχαριάδης δεν ζει για να ζητήσει συγγνώμη απ’ αυτούς που λέτε ότι ήταν θύματά του, εσείς θα ζητήσετε συγγνώμη από τα δικά σας θύματα; Η απάντηση ξέρεις ποια ήταν ; Ήμασταν όλοι παιδιά του. Δηλαδή, και για τα δικά μας σφάλματα έφταιγε ο Ζαχαριάδης.

Σ.Ε.: Δεν θέλω να κάνουμε μια αγιογραφία του Ζαχαριάδη, γιατί ο Ζαχαριάδης ήταν μέρος αυτής της τεράστιας ήττας, του αναλογεί ένα πολύ σημαντικό μερίδιο, αλλά πρέπει να τον αξιολογήσουμε με ένα ισορροπημένο τρόπο.

Σ.Ζ.: Ο Ανταίος και δέκα άλλοι συγγραφείς από την Τασκένδη έχουν υπογράψει ένα γράμμα εναντίον του Αλέξη Πάρνη, που αν δεν είχε βραβείο παγκόσμιο, θα πήγαινε ή Σιβηρία ή για εκτέλεση, για αντισοβιετική δραστηριότητα. Γι’ αυτό, μόνο ένας ζήτησε συγγνώμη από τον Αλέξη, έξι μήνες πριν πεθάνει. Κανένας άλλος. Είναι αυτοί παιδιά του Ζαχαριάδη; Δεν νομίζω.

(συνεχίζεται)

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ :
Περίπτερο Ιδεών – ΔΡΟΜΟΣ της Αριστεράς,
Φ. 234 - 25/10/2014

Τέχνη και Αριστερά: 50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Τέχνη και Αριστερά:  50 χρόνια από τον Επιτάφιο

Χιώτης, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης – Στην ηχογράφηση του «Επιτάφιου» (φωτογραφία: Τάκης Πανανίδης)
 

Η συμπλήρωση 50 χρόνων από την κυκλοφορία του Επιταφίου, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση του Γιάννη Ρίτσου δίνει την ευκαιρία για μια σύντομη και μερική καλλιτεχνοπολιτική ανασκόπηση της εποχής αυτής, που ανοίγει με την εντυπωσιακή επιτυχία της ενιαίας Αριστεράς στις εκλογές του 1958, σε πλήρη αντίθεση με την εξωφρενική πολυδιάσπασή της στις τωρινές εκλογές για την Αυτοδιοίκηση.

 

Ανασυγκρότηση της Αριστεράς

Η δεκαετία του ’50 είναι ασφυκτική για την Αριστερά. Οι συνέπειες της βαριάς ήττας του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-49 είναι πολλαπλές. Μέχρι το 1954 συνεχίζονται οι πανηγυρικές εκτελέσεις κομμουνιστών, με γνωστότερες αυτές των Μπελογιάννη-Πλουμπίδη. Όσοι από την αφρόκρεμα των αγωνιστών δεν έπεσαν στα πεδία των μαχών και δεν εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, βρίσκονται στις φυλακές, στις εξορίες μέσα κι έξω από την Ελλάδα, ή στην παρανομία. Μπορεί τα όπλα να μην ήταν πια παραπόδα, όμως, η καταδιωκόμενη Αριστερά ξεκίνησε πολύ γρήγορα την ανασυγκρότησή της, όχι σαν αίρεση, αλλά σαν κίνημα λαού, σε όλα τα επίπεδα. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αμερικάνοι κυβερνούσαν τη χώρα με σιδηρά πυγμή διά των προθύμων να τους υπηρετήσουν πολιτικών στους οποίους ανέθεταν ρόλους, από τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο ώς τον Γεώργιο Παπανδρέου, ελέγχοντας πλήρως τον στρατό, την αστυνομία-χωροφυλακή και το δικαστικό σώμα. Επίσης, με τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ διαμόρφωναν την άρχουσα οικονομική τάξη της χώρας, εξαρτημένη, μεταπρατική και υποστηρικτική της πολιτικής κάστας στην οποία ανατέθηκε η διακυβέρνηση της χώρας.

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν ήταν μόνο οργανωτική. Οργανωτικά, οδήγησε στην έκπληξη του 1958, όταν η ΕΔΑ, ουσιαστικά μετωπική οργάνωση του παράνομου ΚΚΕ, διευρυμένη από προοδευτικούς πολίτες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, απέσπασε το εντυπωσιακό 24,4% στις εκλογές, έβγαλε 79 βουλευτές και ανακηρύχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση!

Πολιτισμική αναγέννηση

Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς ήταν εξίσου πολιτισμική. Μετά τον πόλεμο, σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας, είχε εκ νέου αναπτυχθεί αυθόρμητα η λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα, Μπακάλη, Παπαϊωάννου κ.ά., εκφράζονταν τα λαϊκά στρώματα σε όλη την Ελλάδα. Ο κατατρεγμός, η φτώχεια, οι διακρίσεις, η μετανάστευση, ο έρωτας, η βιοπάλη, το περιθώριο, καταγράφονταν μέσα από τα λαϊκά τραγούδια που στο σύνολό τους δίνουν την εναργέστερη κοινωνική εικόνα της εποχής. Παράλληλα, αναπτύσσονταν οι πολιτισμικές συνιστώσες της λόγιας παράδοσης και εισάγονταν αφομοιώσιμα στοιχεία από την ανατολική και δυτική Ευρώπη και την Αμερική, δημιουργώντας νέες συνθέσεις, νέα ρεύματα, νέες τεχνοτροπίες και νέες συνισταμένες.
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο ρόλος της Αριστεράς είναι καθοριστικός, γιατί η Αριστερά είναι φορέας ιδεών ανατρεπτικών, έχει ιδανικά, βρίσκεται σε συνεχή τριβή και αναζήτηση και είναι δραστήρια και δημιουργική. Κινητοποιεί όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και όλες τις κοινωνικές δυνάμεις και τα άτομα που αναζητούν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν. Η Αριστερά προσφέρει πρώτη ύλη, αλλά και πρόθυμους αποδέκτες της καλλιτεχνικής και πνευματικής παραγωγής.
Στον τομέα του πολιτισμού, από τα πιο αξιοσημείωτα είναι τρία εφαπτόμενα φαινόμενα που βάζουν τη σφραγίδα τους στην εποχή της ανασυγκρότησης: α) Η μελοποίηση των ποιημάτων, β) ο γάμος της λαϊκής τέχνης με την έντεχνη δημιουργία και γ) ο αρραβώνας των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών με τους σημαντικότερους εκπροσώπους μιας υπό διαμόρφωση αστικής κουλτούρας. Και αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν την πληρέστερη και διαρκέστερη έκφρασή τους -τρία σε ένα- μέσα από τον Επιτάφιο και τη μουσική που εν συνεχεία καθιερώθηκε να την αποκαλούμε έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

 

Αριστεροί και δεξιοί ψάλτες

Το 1960, για τη δημιουργία του Επιταφίου συντελούν -με όρους πολιτικούς- αριστεροί και δεξιοί «ψάλτες». Βασικοί πρωταγωνιστές ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος συνεπικουρούμενοι από τους Μάνο Χατζιδάκι, Νάνα Μούσχουρη, Μανώλη Χιώτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Τάκη Β. Λαμπρόπουλο.

Ο πρώτος Επιτάφιος ενορχηστρώνεται από τον Χατζιδάκι και ερμηνεύεται από τη Μούσχουρη στο ύφος του ελαφρού ευρωπαΐζοντος ελληνικού τραγουδιού. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, διευθυντή της Κολούμπια και σπουδαίο παραγωγό. Έτσι, συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο για τη δισκογραφία που ανοίγεται πολύ επιλεκτικά και προσεκτικά στο νέο για την Ελλάδα φορμάτ του δίσκου μακράς διαρκείας. Μέσα σε λίγες βδομάδες το ίδιο έργο ηχογραφείται ξανά με διαφορετική λογική και αισθητική, σε διαφορετική εταιρία δίσκων. Οι δεύτερες εκτελέσεις καινούργιων τραγουδιών που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών είναι ρουτίνα, αλλά στις 33 στροφές είναι τολμηρό. Ο δημιουργικός Λαμπρόπουλος το πραγματοποιεί. Ο δεύτερος Επιτάφιος έχει διαφορετικό καλλιτεχνικό σχήμα και προσανατολισμό.

Στη λαϊκή μουσική υπάρχει, με σημερινή γλώσσα, μια τεράστια βάση δεδομένων από την οποία μπορεί κάποιος γνώστης με ταλέντο να αντλήσει ανεξάντλητο υλικό για ανασύνθεση. Ο Λαμπρόπουλος, σαν σκηνοθέτης, κάνει το κάστινγκ του νέου εγχειρήματος και ζητάει από τον Χιώτη να αναλάβει τη μορφοποίηση των μελωδιών του Θεοδωράκη με τη συνδρομή του Μπιθικώτση. Ο Χιώτης δέχεται την πρόκληση και ο Μπιθικώτσης πείθεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όπως έχει ομολογήσει, ο συνθέτης του Τρελοκόριτσου αισθανόταν μάλλον άβολα με το είδος αυτό του τραγουδιού, που ήταν διαφορετικό από το ρεπερτόριό του. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Μπιθικώτσης ηχογραφεί, μεταξύ άλλων, τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου Επιτάφιου ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, η απήχησή του είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη χατζιδακική εκδοχή και έτσι ξεκινάει ένα ολόκληρο κίνημα μουσικής που γεννιέται από το πάντρεμα του λαϊκού στοιχείου με το λόγιο.

Αυτή η πρόσμειξη δεν είναι εντελώς πρωτότυπη, αλλά έχει σημαντικά καινούρια χαρακτηριστικά. Έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις με το Γαρύφαλλο στ’ αφτί ο οποίος ,μάλιστα, ταυτόχρονα με τον Επιτάφιο, κάνει παγκόσμιο χιτ με τα Παιδιά του Πειραιά, αλλά εν γένει τα κομμάτια του σκόπιμα απέχουν υφολογικά από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Ακόμα και οι διασκευές των ρεμπέτικων από τον Χατζιδάκι είναι σε ορχηστρική μορφή και ξεφεύγουν από το λαϊκότροπο παίξιμο.

Ο ρόλος του Μανώλη Χιώτη

Ο Μίκης υιοθετεί πιο λαϊκές φόρμες, πιο κοντά στο κυρίαρχο είδος του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Επειδή δε ο ίδιος έχει δυτική μουσική παιδεία και δεν γνωρίζει καλά-καλά το ιδίωμα, αναλαμβάνει ο Χιώτης την «προσαρμογή», ένας από τους πληρέστερους καλλιτέχνες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο Λαμπρόπουλος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Χιώτης είναι ανοιχτών οριζόντων και ρηξικέλευθος, έχοντας ήδη κάνει μία επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, αντικαθιστώντας το τρίχορδο μπουζούκι με το τετράχορδο, εισάγοντας νέους ρυθμούς και εμφανιζόμενος όρθιος στην πίστα αντί καθιστός -ως είθισται- στην καρέκλα του πάλκου. Είναι εξαίρετος συνθέτης ρεμπέτικων, λαϊκών και ελαφρών τραγουδιών και μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με δικό του ήχο και στυλ. Δηλαδή, ο καταλληλότερος μουσικός για να μπορέσει ο Θεοδωράκης να βρει έναν καινούργιο δρόμο εντάσσοντας τις θαυμάσιες μελωδίες του στο δημοφιλέστερο είδος μουσικής το οποίο όμως δεν κατέχει. Ακούγοντας τις εισαγωγές και τα σόλο του Χιώτη, στα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη, αντιλαμβάνεται κανείς το ρόλο του στη διαμόρφωση του τελικού ακούσματος. Τα «λαϊκοποιεί» διατηρώντας την «ελαφρότητα» που είναι πλησιέστερη στην αισθητική του Θεοδωράκη. Στα τραγούδια του Μίκη, στους δίσκους Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Λιποτάκτες, Πολιτεία και στις πρώτες συναυλίες στο «Κεντρικόν», το 1961, ο Μανώλης Χιώτης βάζει τη σφραγίδα του προτού παραδώσει τη σκυτάλη στο δίδυμο Κώστα Παπαδόπουλου-Λάκη Καρνέζη και στον άλλο μεγάλο συνθέτη και βιρτουόζο Γιώργο Ζαμπέτα. Αλλά, πολύ σημαντικός στη διαμόρφωση του νέου ήχου, χάρη στον Λαμπρόπουλο, είναι και το μεγαθήριο της εποχής Στέλιος Καζαντζίδης, που ερμηνεύει τραγούδια του Μίκη μαζί με την παρτενέρ του Μαρινέλα, ενώ ο Χιώτης έχει κοντά του τη Μαίρη Λίντα.

 

(Σκίτσο του Μποστ – Για τη συναυλία του Μ. Θεοδωράκη στο «Κεντρικόν»,  1961)

 

Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και ποιητές

Πολλά τραγούδια του Θεοδωράκη έχουν πολιτικό υπόβαθρο, κάτι που δεν συμβαίνει με τα τραγούδια του Χιώτη ή του Χατζιδάκι. Ο Μίκης έχει ξεκινήσει συνθέτοντας για πιάνο και βιολί, αλλά η κλασική ή κλασικίζουσα μουσική δεν βοηθάει την επικοινωνία με πλατιά κοινωνικά στρώματα, ούτε τη διάδοση των πολιτικών ιδεών της Αριστεράς. Ο δρόμος που στρώνει ο Λαμπρόπουλος με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση είναι φαρδύτερος και διεισδυτικότερος. Και, βέβαια, ο θαυμάσιος Ρίτσος προσφέρεται για λαϊκά τραγούδια γιατί γράφει (και) απλά και κατανοητά.
Ο Μίκης έπεται του Χατζιδάκι και στη μελοποίηση ποιημάτων. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, η μελοποίηση των ποιημάτων ακολουθεί το ρεύμα των Γάλλων τροβαδούρων, Λεό Φερέ, Μπρασένς κ.ά. που μελοποιούν ποιήματα των Ρεμπό, Μποντλέρ, Βιγιόν, Απολινέρ, Αραγκόν, Βερλέν κ.λπ. Εξάλλου, το έδαφος είναι πολύ πρόσφορο γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη και σημαντική εντόπια ποιητική παραγωγή. Γι’ αυτό, αρχής γενομένης, το πετυχημένο έργο του Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο και τα τραγούδια που ακολουθούν, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και το κυματάκι εξελίσσεται σε ρεύμα.
Έτσι, όχι μόνο μελοποιούνται δημοσιευμένα ποιήματα, αλλά ορισμένοι ποιητές μπαίνοντας στο χορό γράφουν στίχους που προορίζονται εξ αρχής για τραγούδια. Πρωτοστατούν οι ποιητές από την Αριστερά, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Γιάννης Θεοδωράκης και ο Κώστας Βίρβος ο οποίος έχει ήδη σπουδαία συμμετοχή στο λαϊκό τραγούδι. Δραπετσώνα, Καημός, Βράχο-βράχο, Το Σαββατόβραδο κ.λπ. είναι τα τραγούδια που καθιερώνουν τον Μίκη Θεοδωράκη και συμπαρασύρουν συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και εταιρίες σ’ αυτή τη νέα λεωφόρο. Δεν είναι όλα τα τραγούδια του σε λαϊκούς δρόμους, αλλά τα τραγούδια σε ζεϊμπέκικους και χασάπικους ρυθμούς με μπουζούκια και μικρές λαϊκές ορχήστρες δίνουν το χρώμα και το στίγμα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ούτε όλοι οι συνθέτες και οι στιχουργοί/ποιητές προέρχονται από την Αριστερά: Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Κώστας Βάρναλης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μποστ, Γιάννης Νεγρεπόντης, Ιάκωβος Καμπανέλης, Ερρίκος Θαλασσινός, Μιχάλης Κατσαρός, Νότης Περγιάλης, Άκος Δασκαλόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Σπανός, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Λοΐζος, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιάννης Γλέζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Λουκιανός Κηλαϊδόνης, Θάνος Μικρούτσικος κ.ά., δημιουργούν το νέο ήχο του ελληνικού τραγουδιού που έχει τη βάση του -λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον δημιουργό- στο κλασικό λαϊκό τραγούδι και εξελίσσεται, παράλληλα, μ’ αυτό μεταφέροντας τα ποιήματα (ακόμα και του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Πάμπλο Νερούδα, του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ή του Ναζίμ Χικμέτ) από σπίτι σε σπίτι.
Όλοι υιοθετούν τους λαϊκούς δρόμους, τις ενορχηστρώσεις, το ύφος, αλλά και θέματα όπως η μετανάστευση και η φτώχεια που μόνο οι λαϊκοί τραγουδοποιοί είχαν μέχρι τότε θίξει. Πάντως, σταδιακά, αποκαθίσταται μια ισορροπία ανάμεσα στο λαϊκό ιδίωμα και την μπαλάντα χωρίς ποτέ οι δημιουργοί του έντεχνου να πάψουν να γράφουν λαϊκά τραγούδια, τουλάχιστον μέχρι το 1974, ασκώντας με τη σειρά τους επιρροή και στους κλασικούς λαϊκούς συνθέτες, όπως ο Απόστολος Καλδάρας και ο Άκης Πάνου.

Καλλιτέχνες κόντρα στο διχασμό

Ενώ, λοιπόν, στη δεκαετία του ’60, το πολιτικό κλίμα είναι βαρύ, αριστεροί κόντρα σε δεξιούς ή δεξιοί κόντρα σε αριστερούς, η πραγματικότητα στις τέχνες είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα, το ψυχροπολεμικό κλίμα είναι εν μέρει αληθινό, ως κατάλοιπο των πληγών του εμφυλίου, και εν μέρει τεχνητό, ως αποτέλεσμα των συστηματικών διώξεων κατά της Αριστεράς από την εξουσία και της καλλιεργούμενης έντασης από το παρακράτος που απεργάζεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την ανακοπή της επιρροής της Αριστεράς στην πολιτική και τον πολιτισμό. Σ’ αυτή τη σκοπούμενη παράταση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, αντιδρούν πολλοί καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι, όπως φαίνεται πολύ ανάγλυφα από τα τεκταινόμενα στο ελληνικό τραγούδι. Τα τραγούδια είναι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αποτέλεσμα συνεργασίας συντελεστών που δεν ανήκουν στο ίδιο πολιτικό και ιδεολογικό στρατόπεδο. Συνθέτες, στιχουργοί, ζωγράφοι και παραγωγοί, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης και ιδεολογικών πεποιθήσεων, συνεργάζονται αρμονικά και φτιάχνουν αριστουργήματα. Τους ενώνει, συχνά από διαφορετική σκοπιά, η τάση και η επιθυμία να συνεχίσουν την προπολεμική προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας εθνικής λαϊκής τέχνης με διεθνή χαρακτηριστικά, έχοντας κατ’ αρχήν συμφωνήσει ότι κοινή τους γλώσσα είναι η δημοτική, ενώ στα σχολεία διδάσκεται αυστηρά η καθαρεύουσα και η νομοθεσία και τα δημόσια έγγραφα είναι επίσης στην καθαρεύουσα. Συμφωνούν επίσης στη σημασία της παράδοσης και χρησιμοποιούν σαν βάση το ρεμπέτικο και δη το μεταπολεμικό λαϊκό, παρ’ όλο που προβάλλονται επιφυλάξεις, ενστάσεις έως και σοβαρές αντιρρήσεις που φτάνουν στην πλήρη άρνηση.
Μέσα από τα έντυπα της Αριστεράς, κυρίως την Επιθεώρηση Τέχνης, γίνονται οξύτατες αντιπαραθέσεις, γιατί κάποιοι θεωρούν τους λαϊκούς καλλιτέχνες λούμπεν και τη λαϊκή μουσική κακής ποιότητας. Αντιδράσεις εκδηλώνονται και από μερικούς καταξιωμένους ποιητές που στο πρώτο άκουσμα δυσκολεύονται να χωνέψουν το συνταίριαγμα των βαθυστόχαστων και λυρικών ποιημάτων τους με τους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου και τους ήχους που παράγει το μπουζούκι. Αλλά η απήχηση των μελοποιημένων ποιημάτων και η επιμονή του Θεοδωράκη ο οποίος νιώθει ότι έχει βρει μια πλούσια φλέβα χρυσού, επιδρούν καταλυτικά και σταδιακά αίρονται οι αισθητικές ή πολιτικές επιφυλάξεις. Ομοίως, μέσα από τη συνεργασία και τη ζύμωση νέων μορφών έκφρασης λειαίνεται ο εθνικός διχασμός. Η βαθύτερη επιθυμία για μία τέχνη προσιτή στο λαό και ταυτόχρονα σύγχρονη, προοδευτική, λόγια και ανοιχτή σε άλλες μορφές έκφρασης, εκπληρώνεται συνδυαστικά.

Εν αναμονή

Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, της οικογένειας των πολυκαταστημάτων Αφοι Λαμπρόπουλοι, στο σπίτι του οποίου είδα αναρτημένα στο τοίχο τα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα της Ρωμιοσύνης και του Άξιον Εστί, και ο έτερος των καινοτόμων Αλέκος Πατσιφάς, ιδιοκτήτης της ΛΥΡΑ, είναι αστοί που δεν έχουν ταμπού και προκαταλήψεις. Αυτοί οι επιχειρηματίες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για να ευδοκιμήσει το ελληνικό τραγούδι. Στη ΛΥΡΑ, σχεδόν όλοι, από τον τον υπεύθυνο πωλήσεων και τους λογιστές ώς τους παραγωγούς ανήκουν στον προοδευτικό χώρο. Θυμάμαι τον Κώστα Ασωνίτη, υπεύθυνο της αποθήκης, που είχε πολλά χρόνια φυλακής στην πλάτη του, αλλά και τον άτυπο υποδιευθυντή Τάκη Τσίρο που την επομένη της 17ης Νοεμβρίου 1973, με κάλεσε κρυφά στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, για να αφηγηθώ με γυρισμένη την πλάτη σε τηλεοπτικό συνεργείο του BBC όσα είχαν διαδραματιστεί κατά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο. Στις τέχνες, φωτισμένοι αστοί και αριστεροί πάλευαν από κοινού για τον πολιτισμό που η μεταπρατική εξουσία αντιμετώπιζε με φόβο, απέχθεια και διώξεις. Αριστεροί και δεξιοί καλλιτέχνες ένωναν τις δυνάμεις τους, με βάσεις στη λαϊκή κουλτούρα και μεταφορές και υιοθεσίες από τα σύγχρονα ρεύματα, όπως ο Κάρολος Κουν στο θέατρο, η Ραλλού Μάνου στο χορό και ο Νίκος Κούνδουρος ή αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον κινηματογράφο. Πάμπολλοι ζωγράφοι, χαράκτες και γραφίστες συμμετέχουν στη δισκογραφία φιλοτεχνώντας εξαίσια τα εξώφυλλα δίσκων. Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Σπύρος Βασιλείου, Δημήτρης Μυταράς, Γιώργος Σταθόπουλος, Βάσω Κατράκη, Τάσσος, Μποστ, Μίνως Αργυράκης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αλέξης Κυριτσόπουλος κ.ά.

Είναι η εποχή που διανούμενοι και καλλιτέχνες, από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία μιας κουλτούρας εθνικής, προοδευτικής, σύγχρονης και λαϊκής. Στην ποίηση, τη μουσική, τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική, το χορό, το θέατρο, το σινεμά, σε όλα. Κουλτούρας που άφησε σπουδαία κληροδοτήματα, αλλά τσαλαπατήθηκε από την γραφειοκρατικοποίηση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, και κυρίως από την ξενοδουλεία, την απληστία και τον ξεπεσμό της κυρίαρχης Δεξιάς που υποτίμησε την παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά και της όψιμης σοσιαλδημοκρατίας που εξαγόρασε συνειδήσεις και έδωσε τη χαριστική βολή.
Αυτά, εν αναμονή της επόμενης -μη εισέτι διαφαινόμενης- πολιτιστικής επανάστασης την οποία, πριν απ’ όλους, χρειάζεται η ίδια η Αριστερά.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  :

 φ. 33, 2 Οκτωβρίου 2010