Κρίση, με πιάνει κρίση

Κρίση, με πιάνει κρίση

Παλιά, η φτώχεια είχε… πλούσιο ρεπερτόριο. Σήμερα, ο νεοπλουτισμός παραμένει ακόμα τόσο ισχυρός, που η οικονομική κατάρρευση ελάχιστα έχει αγγίξει τα νέα τραγούδια.
Κάτι άλλαξε στα τραγούδια. Η οικονομική κρίση, η νέα φτώχεια και η καταπολέμησή της δεν ανιχνεύονται μέσα στις στροφές τους. Γι’ αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκήρυξε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού παροτρύνοντας νέους δημιουργούς να καλύψουν αυτή την έλλειψη που παρατηρείται και στην Ελλάδα αν και έχει μεγάλη παράδοση τραγουδιών για τη φτώχεια και τις συνέπειές της.

«Τι να γίνει, Πολυξένη; Το δολάριο ανεβαίνει, το δολάριο κατεβαίνει, η ζωή μας ακριβαίνει, πάρε φάβα και κρεμμύδια, και θα φάει απ’ τα ίδια όλη μας η φαμελιά» τραγουδούσε ο Ζαμπέτας. Ενώ τώρα, με όλους τους οικονομικούς δείκτες στο κόκκινο, οι λέξεις κρίση, φτώχεια, φτωχολογιά, φτωχοκόριτσο, φτωχός, φτωχαδάκι, φτωχόπαιδο, φτωχομάνα, φτωχόσπιτο, φτωχογειτονιά, φτωχολόι, μπατίρης, άφραγκος, ρέστος, ταπί, άνεργος κ.λπ., που ήταν συνηθισμένες στα τραγούδια τουλάχιστον μέχρι το 1980, στα σημερινά αναφέρονται πολύ σπάνια.

«Τα φράγκα κάνανε φτερά, για μένα δεν υπάρχουν και όμως άλλοι, φίλε μου, με το τσουβάλι τα ‘χουν… Κοιτώ την άδεια τσέπη μου και βαριαναστενάζω, κι αν είναι έτσι, σίγουρα, τη βγάζω δεν τη βγάζω» (Μπ. Μπακάλης).

Τα λογοκριμένα

Παλιότερα η φτώχεια στο λαϊκό τραγούδι σπάνια είχε συγκεκριμένες πολιτικές αιχμές, γιατί η κρατική λογοκρισία δεν άφηνε να περάσει οτιδήποτε μεμφόταν την εξουσία ή ξεσήκωνε τον εργαζόμενο λαό. Από τη μεταξική δικτατορία, με αιτία και πρόσχημα τα χασικλίδικα τραγούδια, η λογοκρισία εδραίωσε τον ασφυκτικό κλοιό της κόβοντας ό,τι ήταν ενοχλητικό. Κι αυτή η πρακτική συνεχίστηκε μεταπολεμικά υπό καθεστώς δημοκρατίας.

Ομως η φτώχεια ήταν εκτεταμένη και οι δημιουργοί δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν. Αναζητούσαν λοιπόν τεχνάσματα για να ξεπερνούν τα λογοκριτικά εμπόδια. Συνήθως, μεταμφίεζαν τα τραγούδια για τη φτώχεια σε ερωτικά! Έτσι, κυκλοφόρησαν πάρα πολλά τραγούδια. Φτώχεια και έρωτας, φτώχεια και μετανάστευση, φτώχεια και φιλότιμο, φτώχεια και διασκέδαση, φτώχεια και περηφάνια, φτώχεια και ταξικές διαφορές! «Το χρήμα μάς χωρίζει δυστυχώς, εσύ είσαι πλούσια κι εγώ φτωχός» (Χ. Κολοκοτρώνης).

Τα τραγούδια για τις δυσκολίες που δημιουργεί η έλλειψη χρημάτων στην καθημερινή επιβίωση και τις ανθρώπινες σχέσεις είναι αμέτρητα. Ισως παραπάνω από τα μισά να γράφτηκαν και να τραγουδήθηκαν από το 1948 ώς το 1960. Τραγούδια φτώχειας, μόχθου και μοίρας που προηγούνται χρονικά των αντίστοιχων ινδικών που φτάνουν μέσα από ταινίες όπως «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» και τα οποία φέρνουν τον λαό της μιας χώρας κοντά στον λαό της άλλης πρώτη φορά ύστερα από την «επίσκεψη» του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία πριν από 2.300 χρόνια!

Ολοι οι μεγάλοι συνθέτες έχουν συνεισφέρει με τέτοιου είδους τραγούδια, ελαφριά και βαριά. Τούντας, Νταλγκάς, Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης, Δερβενιώτης, Περιστέρης, Χρυσίνης, Καραμπεσίνης, Καλδάρας, Χατζηχρήστος, Παπαϊωάννου, Σούκας, Μουσαφίρης, Κουγιουμτζής κ.λπ. με υλικό από στιχουργούς πρώτης εθνικής κατηγορίας (Βίρβος, Μάνεσης, Βασιλειάδης, Παπαγιαννοπούλου, Κοφινιώτης, Πυθαγόρας, Χριστοδούλου, Παπαδόπουλος κ.ά.) και φωνές με λαϊκό μέταλλο (Τάκης Μπίνης, Ρένα Ντάλλια, Σεβάς Χανούμ, Στέλλα Χασκίλ, Περπινιάδης, Πόλυ Πάνου, Παγιουμτζής, Τσαουσάκης, Τζουανάκος, Αγγελόπουλος, Αναγνωστάκης, Διονυσίου, Μητροπάνος, Νταλάρας κ.ά.). Από το μοιρολατρικό «Αφού γεννήθηκα φτωχός» ώς το αισιόδοξο «Γεια σου, λεβεντιά μου φτώχεια».

Απ’ όλους τους τραγουδιστές, αυτός που ταυτίστηκε απόλυτα με τη φτωχολογιά είναι ο Καζαντζίδης. Οχι μόνο λόγω ρεπερτορίου, αλλά και ύφους, ποιότητας ερμηνείας και τρόπου ζωής που διαλαλούσε το κοινωνικό πρόβλημα και εδραίωνε το δικαίωμα των μη προνομιούχων στη ζωή. Ο Καζαντζίδης έγινε η φωνή της άλλης Ελλάδας, της αποκλεισμένης από τον πλούτο και την εξουσία. Μόνο αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει με κύρος ένα βαρύ τραγούδι απελπισίας και διαμαρτυρίας που λέει «ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται».

Από το ’60 και μετά, τραγούδια για τη φτώχεια γράφονται κι από τη νέα φουρνιά των λόγιων δημιουργών που παίρνουν με επιτυχία σκυτάλη από τους λαϊκούς καλλιτέχνες. Τα πιο ωραία λαϊκά του Μίκη Θεοδωράκη, όπως τα «Δραπετσώνα» και «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, εκθειάζουν τη φτωχολογιά, εξ αριστερών, με μεγάλη δόση ρομαντισμού. «Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι» και «Απονη ζωή… το κρίμα μας βαρύ, μας γέννησες φτωχούς», γράφει το 1963 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, και το ’66, «Σφύριζαν πλοία, μετανάστες φεύγαν… στην παραλία οι μανάδες κλαίγαν για το φτωχομάνι, τη χαμοζωή» σε μουσική του Χρήστου Λεοντή. Κι από κοντά ο Ζαμπέτας «Φτωχομάνα γειτονιά» σε στίχους του Γιάννη Κακουλίδη.

Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, το 1967, η λογοκρισία σφίγγει τα λουριά. Οσα περιέχουν «ακατάλληλες» λέξεις ή νοήματα, παλιά ή καινούρια, απαγορεύονται ή τροποποιούνται, όπως το τραγούδι του Ακη Πάνου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια μακριά απ’ τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια» που γίνεται «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια να ‘ρθουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια» και ηχογραφείται εκ νέου με τη Βίκυ Μοσχολιού! Ο Πάνου, την επόμενη φορά, χρησιμοποιεί ένα εύρημα για να ξεπεράσει τον σκόπελο. Κόβει τις λέξεις σε σημείο που ο λογοκριτής δίνει έγκριση, μην καταλαβαίνοντας ότι οι «περικοπές» στο χαρτί αποκρύβουν τη σημασία του μηνύματος στην ακρόαση.

«Απεργία λοιπόν, απεργία»

«Αυτός που κλε- ένα καρβέ- κι ύστερα τρέχει, κύριε Πρό- δεν είναι κλέ- σεσημασμέ, πέντ’ έξι μή- ένα ψωμί… δικαίως έχει φασκελωμέ- την κοινωνί- τη χαλασμέ». Στη μεταπολίτευση, χρησιμοποιεί ξανά αυτό το τρικ για να φτιάξει άλλο ένα τραγούδι («Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά-»), που περιγράφει τη φτώχεια και την ανέχεια που ήταν κοινός παρονομαστής των λαϊκών γειτονιών στις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Και όχι μόνο τότε.

Στα κωμειδύλλια και τα μελοδράματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι ηθοποιοί τραγουδούν «Απεργία λοιπόν απεργία, παρατήστε παιδιά τη δουλειά/ ωφελεί καθώς λεν στην υγεία πού και πού λιγοστή τεμπελιά» και ο Αττίκ, το 1920, «Ποιος φταίει αν είναι στη γη δυστυχείς; Το χρήμα! Το χρήμα!», μέχρι να έρθει ο Βαμβακάρης με συχνές σταράτες αναφορές στη φτώχεια και την αδικία. «Οσοι έχουνε πολλά λεφτά, να ‘ξερα τι τα κάνουν/ άραγε σαν πεθάνουνε, βρε αμάν, μαζί τους θα τα πάρουν;»

Προπολεμικά, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον τα τραγούδια που γράφονται από Ελληνες στις ΗΠΑ αναφορικά με τη μεγάλη κρίση του 1929-30. «Τι θα κάνουμε, βρε φίλοι, στην κατάστασιν αυτήν, που χαμένοι πάμε όλοι εδώ στην Αμερικήν. Οπου φτώχεια έχει πέσει και δε βρίσκομε δουλειά και τα έξοδα δεν βγαίνουν και τραβούμε συμφορά» τραγουδάει ο Γιώργος Κατσαρός, μετανάστης από την Αμοργό.

Κι ενώ αυτό το είδος τραγουδιού συμπιέζεται επί χούντας, στη μεταπολίτευση μια νέα αριστερής υφής καλλιτεχνική αντεπίθεση επαναφέρει πανηγυρικά τη θεματολογία στο ελληνικό τραγούδι, με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Μαρκόπουλο («Οταν οι εργολάβοι κι όλα τα γραφεία δεν δίνουνε δουλειά, σημαίνει ανεργία», «Εμείς είμαστε το αίμα, εμείς είμαστε φωτιά/ εμείς είμαστε οι εργάτες, χτίζουμε εμείς τη λευτεριά» κ.ά.), τον Μάνο Λοΐζο και τον Φώντα Λάδη («Στους δρόμους της Αθήνας φέιγ-βολάν μοιράζουν, εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε»), τον Δήμο Μούτση και τον Γιώργο Σκούρτη («Σαν οι εργάτες απεργήσουν και στους δρόμους κατεβούν/ κι άμα ακόμα τους λυγίσουν, πάλι νικητές θα βγουν»), τον Ηλία Ανδριόπουλο και τον Μιχάλη Μπουρμπούλη («Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει/ εμείς που ζήσαμε φτωχοί/ του κόσμου η βροχή δεν μας πειράζει») και άλλοι, με ερμηνευτές τον Λάκη Χαλκιά, τη Σωτηρία Μπέλλου κ.λπ.

Την ίδια εποχή, με τη λεγόμενη «αναβίωση» του ρεμπέτικου, όλα τα τραγούδια για τη φτώχεια επανέρχονται στο προσκήνιο. Εργάτες, τεχνίτες, αγρότες, αλλά και διανοούμενοι, φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες συνδιασκεδάζουν στα ρεμπετάδικα, τις ταβέρνες και τα κέντρα διασκέδασης με μια ισχυρή δόση αισιοδοξίας. «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, θέλει αγάπη και κρασί… για να ‘ναι η ζωή χρυσή…» (Ι. Βέλλα-Ο. Λάσκου).

Κι όμως, ενώ τα παλιά τραγούδια παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή μέχρι σήμερα (τραγουδιούνται παντού και μοιράζονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες από τις εφημερίδες και τα περιοδικά), τα τελευταία χρόνια, οι σύγχρονοι δημιουργοί σπάνια θίγουν θέματα φτώχειας και οικονομικής δυσπραγίας.

Τι συνέβη άραγε; Επαψε να υπάρχει φτώχεια ή για κάποιους λόγους έπαψε να συγκινεί δημιουργούς, ερμηνευτές και ακροατές; Εγιναν όλοι πλούσιοι ή έγινε ντεμοντέ η αναφορά στη φτώχεια; Το σίγουρο είναι ότι έγιναν πλούσιοι οι δημοφιλείς τραγουδιστές και κανένας πια δεν αισθάνεται άνετα να τραγουδάει για φτώχειες και μπατιρήματα. Οι τραγουδιστές δεν κατοικούν πια στις λαϊκές γειτονιές. Αλλαξαν κοινωνικό στάτους, άλλαξαν παρέες, άλλαξαν τα γούστα τους.

«Ο κόσμος τώρα εκτιμά μονάχα τους παράδες, κι όσους δεν έχουνε λεφτά τους λένε φουκαράδες. Αν σε δουν να πιάσεις φράγκα, θα σε πουν νταή και μάγκα, κι αν δεν το ‘χεις το αρζάν θα σου πουν αλέ-βουζάν!» (Ι. Τατασόπουλου-Ν. Ρούτσου).

[Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού, με τους Τάκη Μπίνη, Στέλλα Χασκήλ, Στελλάκη Περπινιάδη και τον συνθέτη Γιάννη Τατασόπουλο, από το 1950.]

 

Αλλαξαν και οι γειτονιές. Αλλαξαν και οι φτωχοί. Μια γενική άνοδος του βιοτικού επιπέδου και μια νέας μορφής φτώχεια. Υπαρκτή, αλλά άφαντη. Η φτώχεια δεν είναι πια καμάρι, είναι μόνο ντροπή. Ούτε οι φτωχοί θέλουν να ακούνε για φτώχεια.

Οι νεόπτωχοι δεν είναι σαν τους φτωχούς παλαιάς κοπής. Δεν έχουν το ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον. Η φτώχεια δεν συνδέεται με ωραία στοιχεία της λαϊκής ζωής. Η αδυναμία συμμετοχής στην κατανάλωση και αποπληρωμής των δανείων επηρεάζει και τα αισθήματα. Γι’ αυτό και οι μη έχοντες παρηγοριούνται με βόλτες στα εμπορικά κέντρα. Φάτε, μάτια, ψάρια… Η σημερινή φτώχεια φέρνει στρες και περιθωριοποίηση σ’ ένα κλειστό διαμέρισμα, όχι σε μια κοινότητα συνύπαρξης και αλληλεγγύης.

«Τσιγάρο ατέλειωτο, βαρύ, η μοναξιά μου» τραγουδάει ο Σωκράτης Μάλαμας.

Ο πολιτισμός των λαϊκών ανθρώπων της παλιάς γειτονιάς με συνοχή, λεβεντιά, φιλότιμο, περηφάνια, ανθρωπιά, ταξική συνείδηση, λαϊκό τραγούδι και κουλτούρα γειτονιάς μεταλλάχθηκε. Αυξήθηκε ο ατομισμός, ο οχαδερφισμός και η εγκληματικότητα, που κάποτε στις φτωχές λαϊκές γειτονιές ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Θα βρει άραγε η νέα φτώχεια εκφραστές και ακροατήριο; Θα αναβιώσει μέσα από τα τραγούδια κάποια ανθρωπιά και μαχητικότητα; Θα αναζωογονηθεί η χαμένη αθωότητα και η διεκδίκηση περισσότερης δικαιοσύνης ή θα πελαγοδρομούμε στο κυνήγι ενός υπεσχημένου πομπώδους και ρηχού λάιφ στάιλ; Ζητήματα που το σύγχρονο τραγούδι αγγίζει διστακτικά, ενώ το τραγούδι του Κώστα Ρούκουνα, από το 1934, παραμένει πολύ επίκαιρο.

«Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση

που κάνανε τον άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει».

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά, Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Από τον Σαββόπουλο στον Λαζόπουλο

Από τον Σαββόπουλο στον Λαζόπουλο

Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έκλεισε καλλιτεχνικά με την πληθωρική παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου στη μεγάλη σκηνή του «Παλλάς» και του Λάκη Λαζόπουλου στη μικρή οθόνη της τηλεόρασης. Με μια πολυσύνθετη αναδρομή του ενός στην αφετηριακή δεκαετία του ’60 και ένα σχόλιο του άλλου στην τρέχουσα επικαιρότητα. Το χτες και το σήμερα; Περίπου.

 Κουβανέζικη επανάσταση, αντιπολεμικό κίνημα, Βιετκόνγκ, Πολιτιστική Επανάσταση, Τσε, Ανοιξη της Πράγας, Γαλλικός Μάης, Μαύροι Πάνθηρες, Μπέρκλεϊ, Μπιτλς, χιπισμός, ροκ, Ντίλαν, ψυχεδέλεια, μίνι φούστα, κασετόφωνα, Μαρκούζε, ερωτική απελευθέρωση, Γκοντάρ, Καστοριάδης, Γκαγκάριν, ταξίδι στο φεγγάρι, παλαιστινιακή αντίσταση, 114, Άξιον Εστί, ελληνικό ροκ, αντιδικτατορικός αγώνας… Αυτή τη δεκαετία ανατροπών συνόψισε ο Σαββόπουλος μέσα σε λίγα σπουδαία τραγούδια. Μάγοι στη σκηνή, Συννεφούλα, Ηλιος αρχηγός, Βιετνάμ γιε-γιε, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα, Αμνηστία ’64, Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, ο Καραγκιόζης που ονειρεύεται… Θέματα, μουσικές, ύφος και τρόπος παρουσίασης έξω από το πολιτιστικό μέινστριμ. Η πιο ενδιαφέρουσα έκφραση της ανατρεπτικής δεκαετίας. Και σε συνθήκες λογοκρισίας.

Εκτοτε, η χούντα έπεσε, η Κύπρος διχοτομήθηκε, το Βιετνάμ απελευθερώθηκε, το απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική καταργήθηκε, η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσε, η Αμερική φτώχυνε, η Κίνα αναδύθηκε, η Βενεζουέλα του Σιμόν Μπολίβαρ αναστήθηκε, οι πόλεμοι επέστρεψαν, το κλίμα αλλάζει, τα τρόφιμα ακριβαίνουν, το νερό μολύνεται, το AIDS σκοτώνει εκατομμύρια, δικαιώματα και κοινωνικές παροχές περιορίζονται, διανοούμενοι υπερασπίζονται το σύστημα, οι Ρόλινγκ Στόουνς είναι δισεκατομμυριούχοι, οι Χέντριξ, Μόρισον, Τζόπλιν, Τζόουνς, Κομπέιν, Ασιμος, Γώγου κ.ά. αυτοχειριάστηκαν, ο Ακης Πάνου κατέληξε στη φυλακή, τα τραγούδια έγιναν mp3, οι ζωγράφοι εγκλωβίστηκαν στις γκαλερί και η ζωγραφική βγήκε στον δρόμο, η παιδεία έγινε εμπόριο και οι φοιτητές ψηφίζουν δεξιά, Γέλτσιν-Μπους-Μπλερ-Σαρκοζί-Μπερλουσκόνι επιτάχυναν την παρακμή του δυτικού μοντέλου, η Ελλάδα καίγεται στα τζάκια, η γλώσσα τσουρουφλίζεται στα σχολεία, ο Θεοδωράκης τιμήθηκε από την αστυνομία και τον στρατό και ο Παρθενώνας μετακόμισε από την Ακρόπολη σε πολυκατοικία στου Μακρυγιάννη.

Πού είναι ο νέος Σαββόπουλος να μας τα πει; Παρακολουθώντας την ωραία παράσταση στο «Παλλάς», ένιωθα την προσπάθεια του Διονύση να ξανασυνδεθεί με τη δεκαετία του ’60, επιστρατεύοντας τραγούδια, νοσταλγία και συναίσθημα. Δεν ήταν εύκολο. Ισως γιατί ο Σαββόπουλος χρόνια τώρα κρατάει αποστάσεις, ενώ πολλοί συνομήλικοί του στο κοινό δεν έπαψαν ποτέ να ζουν με το άρωμα της δεκαετίας του ’60. Και οι νέοι με τα λάπτοπ επίσης μεγαλώνουν με Ντίλαν, Ντορς, Στόουνς, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση και Σιδηρόπουλο. Η αντίρρηση και η αμφισβήτηση εξακολουθούν να εκφράζονται με διαδηλώσεις για την παιδεία, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, ποδήλατα, καταλήψεις, ροκ και ρεμπέτικο. Σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες, οι πολίτες με ανησυχίες δεν απομακρύνθηκαν ποτέ από το πνεύμα των sixties.

Ζητούνται νέοι ανατροπείς

Οι δεκαετίες που μεσολάβησαν άφησαν άδειους ουρανοξύστες στο Αμπου Ντάμπι, κουφάρια των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, υπερχρεωμένα νοικοκυριά, σκάνδαλα, αύξηση αναλφαβητισμού, εκατομμύρια μεταναστών και προσφύγων, παραπληροφόρηση, καταναλωτισμό, τυποποιημένα πολιτιστικά προϊόντα, καταστροφή της φύσης, πείνα, εγκληματικότητα, ανεργία και ανασφάλεια. Πού είναι, όμως, οι νέοι φιλόσοφοι, πανεπιστημιακοί, ζωγράφοι, ποιητές και τραγουδοποιοί με ιδέες και πνευματικό ανάστημα να εκφράσουν την εποχή, να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, να ξεβολευτούν; Πού είναι οι ανατροπείς της καθεστηκυίας αισθητικής; Οι διάδοχοι των καινοτόμων δημιουργών Ελύτη, Ρίτσου, Αναγνωστάκη, Γκάτσου, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ζαμπέτα, Ξαρχάκου, Καλδάρα, Λοΐζου, Τσαρούχη, Μόραλη, Κοψίδη, Κουν, Κωνσταντινίδη, Ασιμου κ.λπ.;

Κυριάρχησε η μικροαστική κουλτούρα που απαθανάτισε στους «Μικρούς Μήτσους» ο Λαζόπουλος. Photoshop οπίσθια και σιλικονούχα στήθη μπήκαν με νίτρο στη ζωή μας, πρωινάδικα εγκαταστάθηκαν στα διαμερίσματά μας, τζιπ με τσαρούχια κυριάρχησαν στα όνειρά μας και τηλεψωνάκηδες αναγορεύθηκαν βουλευτές κωλτούρας. Και το «Αλ τσαντίρι» ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά τον επιθετικό σχολιασμό του νεοελληνικού εξαμβλώματος. Αλλά ένα σόου δεν μπορεί να αναπληρώσει το καλλιτεχνικό ρεύμα ιδεών και δράσεων που λείπει. Εξάλλου, η τηλεόραση όλα τα κάνει κιμά. Αφαιρεί από τους πολίτες τη δημιουργικότητα και τη συμμετοχή και τους καθιστά υποχείρια της εξουσίας, παθητικούς καταναλωτές του προκάτ και της κακογουστιάς.

Εάν κάθε φορά εξεγείρονταν λιγάκι από την καυστική κριτική του Λαζόπουλου, εκατομμύρια τηλεθεατές θα ξεχύνονταν στους δρόμους. Η τηλεόραση μεταλλάσσει το πιπέρι σε καραμέλα και το διεγερτικό σε κατασταλτικό. Ακυρώνει τον κριτικό λόγο. Ακόμα και τις υπερβάσεις που επιτρέπουν οι λογοκριτές στον Λαζόπουλο επειδή είναι παιδί των ΜΜΕ με ασυναγώνιστη εμπορικότητα. Οι αγανακτισμένοι νοικοκυραίοι ευχαριστιούνται που τα λέει έξω από τα δόντια για λογαριασμό τους και μετά πάνε για ύπνο ξαλαφρωμένοι. Ούτε οι πιο εύστοχες ατάκες δεν τους ξεκολλάνε απ’ τον καναπέ για να κάνουν τον θυμό τους διαμαρτυρία. Και στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσουν τους ίδιους.

Η παραδοσιακή αριστερά συντηρείται ακόμα χάρη στο πολιτιστικό της απόθεμα από το παρελθόν. Δεν ξανοίγεται ούτε διακινδυνεύει. Φοβάται το νέο, το διαφορετικό, το απρόβλεπτο, που δεν έχει αξιολογηθεί από τους ειδικούς.

Το καθιερωμένο χάσκει. Παραέξω, εκτός ΜΜΕ και «Παλλάς», υπάρχουν παιδιά που δημιουργούν παρέες, μουσικοί που παίζουν σε μουσικά σχολεία, καταλήψεις και μπαράκια, ζωγράφοι που κάνουν γκράφιτι σε τοίχους και τρένα, μικρομηκάδες που φτιάχνουν αυτοσχέδια φιλμάκια, εξαιρετικοί γελοιογράφοι και κομίστες με πένα αιχμηρή, ακτιβιστές που στήνουν μπλογκ, φυτεύουν παρκάκια στην άσφαλτο, κάνουν θέατρο δρόμου και εκδίδουν έντυπα σε όλη την Ελλάδα. Αλλά σ’ αυτές τις μικρές σκηνές δεν διεκδικούν δάφνες. Δεν ψάχνουν το φανταχτερό αλλά το αληθινό. Δεν προσφέρουν υλικό χρήσιμο για τηλεοπτικά παράθυρα, ραδιοφωνικά πλέιλιστ και πολιτιστικά τρίστηλα. Και δεν πάνε Μέγαρο.

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  17 Ιανουαρίου 2010

Η ζωή του όλη

Η ζωή του όλη

Τα καλύτερα και δημοφιλέστερα τραγούδια του Ακη Πάνου προσφέρει από την ερχόμενη Κυριακή στους αναγνώστες της η «Κ.Ε.». Είναι η πρώτη φορά που μια εφημερίδα προσφέρει στους αναγνώστες της μια μεγάλη συλλογή τραγουδιών του Ακη Πάνου. Και είναι μια ευκαιρία να αντιληφθεί κανείς με τι υλικό κατάφερε ένας μικρόσωμος λαϊκός άνθρωπος με μπεζ ζιβάγκο μπλούζα, παντελόνι με τσάκιση, μαύρα παπούτσια λουστρίνια και διαπεραστικό βλέμμα να διαταράξει απρόσκλητος το καλλιτεχνικό στερέωμα και μέσα σε λίγα χρόνια να εδραιωθεί ανάμεσα στα μεγαθήρια της εποχής!

Ο Ακης Πάνου, έξω από τζάκια, κόμματα, κύκλους διανοουμένων, ΜΜΕ και κυκλώματα, φέρνει τα πάνω κάτω στη δισκογραφία με τα τραγούδια «Οταν σημάνει η ώρα», «Ρολόι-κομπολόι», «Θα κλείσω τα μάτια», «Η πιο μεγάλη ώρα», «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός», «Γιατί, καλέ γειτόνισσα», «Είδα τα μάτια σου κλαμένα», «Εγώ καλά σου τα ‘λεγα», «Πυρετός», «Για κοίτα με στα μάτια», «Στο σταθμό του Μονάχου», «Δεν κλαίω για τώρα», που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ πολλών άλλων στην κασετίνα με τα τρία CD που προσφέρει από την ερχόμενη Κυριακή (17, 24 και 31 Ιανουαρίου) η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Τραγούδια που χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία, βάθος, τρυφερότητα, ανεξαρτησία, αισθαντικότητα και αντισυμβατικότητα, σε υπερθετικό βαθμό αλλά με ακριβή αίσθηση του μέτρου, με λυρισμό και θαυμάσια ελληνικά.

«Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια, μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια. Θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει».

Κόντρα στο ρεύμα

Ο Ακης εμφανίζεται στο προσκήνιο του λαϊκού τραγουδιού αρκετά μεγάλος και ώριμος. Στο σινάφι είναι γνωστός από πολύ νωρίτερα σαν μουσικός και οργανοποιός, από τους καλύτερους, με σπάνια ειδίκευση στη διακόσμηση των μπουζουκιών με φιγούρες που φτιάχνει κόβοντας μικροχειρουργικά και συνθέτοντας λεπτεπίλεπτα «φύλλα» στρειδιών, δημιουργώντας πραγματικά έργα τέχνης.

Ως τραγουδοποιός αυτοπαρουσιάζεται σε μια εποχή που το κλασικό λαϊκό τραγούδι δέχεται μεγάλες ανταγωνιστικές πιέσεις από το λαϊκότροπο έργο των «έντεχνων» συνθετών που αντλούν πολύτιμη πρώτη ύλη από την πλούσια δεξαμενή της ελληνικής και ξένης ποίησης (Ελύτη, Βάρναλη, Αναγνωστάκη, Νερούδα, Λόρκα, Χικμέτ κ.ά.), αλλά και από μια ευφάνταστη γενιά λογοτεχνών που γράφουν στίχους για τραγούδια (Παπαδόπουλος, Ελευθερίου, Μύρης, Χριστοδούλου, Ιατρόπουλος, Λάδης κ.ά.). Οι συνθέτες (Ξαρχάκος, Μαμαγκάκης, Λεοντής, Λοΐζος, Γλέζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Σπανός, Ανδριόπουλος κ.ά.) ξεψαχνίζουν όλες τις ποιητικές συλλογές που φτάνουν στα χέρια τους ή βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων σε αναζήτηση στίχων κατάλληλων για μελοποίηση. Ακόμα και οι πιο παραδοσιακοί, όπως ο Καλδάρας με τη «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό Εσπερινό», εντάσσονται στο ρεύμα. Σ’ αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι από τις μεγάλες μορφές των λαϊκών στιχουργών (Παπαγιαννοπούλου, Βασιλειάδης κ.λπ.) μόνο ο Βίρβος παραμένει ζωντανός και επίκαιρος. Ομως, ο Ακης Πάνου δεν ακολουθεί το ρεύμα. Με τιμόνι το ταλέντο και σημαία την αλήθεια του ανοίγεται μοναχικά στο πέλαγος με το αυτοσχέδιο σκάφος του.

«Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, η ώρα που γεννιέται η ζωή. Η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου μαζί με τη δική μου αναπνοή».

Δεν τον φοβίζει ο σκληρός ανταγωνισμός. Είναι γεμάτος αυτοπεποίθηση και παραγωγικός. Και κυρίως αυτάρκης. Μέχρι το 1973, ηχογραφεί περίπου εκατό τραγούδια του που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών. Ολα με δικούς του στίχους και μουσικές. Γιατί θέλει να τα πει με τον δικό του τρόπο. Θα ήθελε να τα τραγουδάει κιόλας, αλλά δεν του φτάνει η φωνή του, ούτε τον βοηθάει η κακή κατάσταση των δοντιών του. Εξαιρώντας τον Καζαντζίδη, η έγνοια του πάντα ήταν αν οι ερμηνευτές των τραγουδιών του θα μπορούσαν να πιάσουν σε ικανοποιητικό βαθμό το ύφος, την αγωνία και τον καημό του.

«Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω…»

Από την αρχή είναι φανερό ότι βρίσκεται σε έναν διαρκή διάλογο με τον εαυτό του και την κοινωνία. Εναν διάλογο που πίστευε ότι δεν βγάζει πουθενά, αλλά ήταν απαραίτητος γιατί έδινε διέξοδο στον εσωτερικό του πνευματικό και συναισθηματικό αναβρασμό.

Τραγούδια αυτοβιογραφικά

«Δεν κλαίω που φεύγεις, δεν κλαίω για τώρα… Κλαίω την ώρα του γυρισμού, κλαίω την ώρα του σπαραγμού, κλαίω για την ώρα που δεν θα ‘χω πια ψυχή να σου πω σ’ αγαπώ».

Δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις στο λαϊκό τραγούδι όπου ο δημιουργός προσπαθεί να εκφράσει τόσο αυτοβιογραφικά το είναι του. Και όσοι συνθέτες το επιθυμούν είναι αναγκασμένοι -αφού οι περισσότεροι δεν γράφουν στίχους ή γράφουν λίγους- να καταφεύγουν στη συνδρομή των ποιητών οι οποίοι κατά κανόνα είναι αυτοαναφορικοί. Στις καλύτερες περιπτώσεις συνεργασίας, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η βούληση και η σκέψη του συνθέτη συμπίπτει ή είναι πολύ κοντά μ’ αυτήν του ποιητή έτσι ώστε ο ένας να συμπληρώνει τον άλλον. Ο Χατζιδάκις είναι πολύ κοντά με τον Γκάτσο και ο Θεοδωράκης με τον Ρίτσο, αλλά ακόμα και σ’ αυτές τις ιδανικές σχέσεις, ο συνθέτης με τον στιχουργό δεν ταυτίζονται πλήρως. Οι προσωπικότητες παραμένουν ξεχωριστές η μία από την άλλη, όποια πνευματική συγγένεια κι αν έχουν. Και, συχνά, το ποίημα που γίνεται τραγούδι δεν είναι ακριβώς το ίδιο, πριν και μετά. Η μελωδία, ο ρυθμός και η ενορχήστρωση διαφοροποιούν τις εικόνες, τις εντάσεις, τις υπογραμμίσεις, τα νοήματα και τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα. Στη διαδικασία της μελοποίησης το ποίημα συνήθως απομακρύνεται από τον ποιητή. Ο Ακης δεν βιώνει αυτό τον διχασμό. Η μουσική του δεν επιβάλλεται στα λόγια του, ούτε το αντίστροφο. Γράφονται μαζί. Γι’ αυτό με κάθε του τραγούδι εξομολογείται ανεμπόδιστα.

«Θέλω να τα πω, χωρίς να με ρωτήσεις. Θέλω να τα πω όπως υπάρχουν στο μυαλό… Θέλω να τα πω σαν να παραμιλώ».

Γράφοντας μουσική και στίχο, ο Ακης δεν παλεύει με τη σκέψη του άλλου. Δεν προσπαθεί να εκφραστεί μέσα από τον λόγο κάποιου άλλου φέρνοντάς τον στα μέτρα, την αισθητική και τις ανάγκες του. Είναι ο ίδιος ποιητής και μελοποιός. Τη δική του άποψη διατυπώνει, τη δική του έμπνευση επεξεργάζεται, με τη δική του σκέψη προσπαθεί να συμφιλιωθεί. Χρησιμοποιεί συνειδητά ως εργαλείο το τραγούδι, που η λειτουργικότητά του εξαρτάται από τη διεισδυτικότητά του στο ανώνυμο ακροατήριο, για να εκφραστεί ατομικά και να σχολιάσει -χωρίς να αφομοιωθεί- την κοινωνία που «αργοπεθαίνει μες στην ψευτιά, την αμαρτία και τα πάθη».

Ακόμα και οι δημιουργοί που γράφουν στίχους, όπως ο Τσιτσάνης, προσπαθούν να εκφράζουν σύνολα. Ο Ακης αντιθέτως προσπαθεί να είναι όσο πιο εσωτερικός γίνεται, ξέροντας βεβαίως ότι αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για τη διάδοση ενός καλού τραγουδιού. Και επιπλέον, οι λαϊκοί τραγουδοποιοί, ο Βαμβακάρης ή ο Μητσάκης που γράφουν μουσική και στίχο, επικεντρώνονται θεματικά κυρίως στο ερωτικό-συναισθηματικό τραγούδι.

«Εφτά νομά- δυστυχισμέ- σ’ ένα δωμά- φυλακισμέ-, δικαίως αγαναχτισμέ- και με τα πάντα αηδιασμέ-. Πώς τά’χεις έτσι μοιρασμέ- ντουνιά ψευτοπολιτισμέ-;»

Ο Ακης, καθισμένος σε μια αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα στην παμπάλαια μονοκατοικία της οδού Περδικάρη, στα Πατήσια, με ένα τσιγάρο μονίμως αναμμένο και ένα δικής του κατασκευής όργανο, κιθάρα ή μπουζούκι, παρά πόδα, στοχάζεται, ώρες ατελείωτες, και γράφει με στιλό ή γραφομηχανή τη συμπυκνωμένη σε μερικές στροφές σκέψη του για τον έρωτα, τα ένστικτα, τη φτώχεια, την ξενιτιά, την εγκατάλειψη, την απογοήτευση, την αδικία, τη σύγκρουση, τα λάθη, τον θάνατο και τη ζωή.

«Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στο στόμα και δεν νιώθεις πια τον φόβο κανενός. Δεν πονάει το ταλαίπωρο το σώμα όταν είσαι πεθαμένος ζωντανός».

Υμνος στον έρωτα

Η εκπληκτική σαφήνεια με την οποία εκφράζεται δεν αφαιρεί ίχνος από τον λυρισμό και την ευαισθησία του. Ούτε υπάρχουν ανεπεξέργαστες διατυπώσεις στον στίχο του, ο οποίος άλλοτε σε αγγίζει σαν τρυφερό χάδι κι άλλοτε σε διαπερνάει σαν μαχαιριά.

«Και τι δεν κάνω, την πικραμένη σου ζωή για να ζεστάνω κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω, κάθε στιγμή».

Ο απόλυτα ρεαλιστικός του στίχος, δεμένος με υπέροχες μελωδίες, είναι ένας ύμνος -σε πολλές παραλλαγές- στον αμόλυντο έρωτα που δεν διαρκεί και στην ουτοπία που δεν πιάνεται.

«Ασ’ τον τρελό στην τρέλα του, άσ’ τονε στ’ όνειρό του. Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε κι έφτιαξ’ ένα δικό του».

Από το 1973 ως το 1985, ο Ακης ηχογράφησε περίπου άλλα εκατό τραγούδια, εκ των οποίων τουλάχιστον τα μισά πάνω σε θέματα υπαρξιακά και κοινωνικά. Και στην τελευταία περίοδο της ζωής του, που έληξε πολύ τραγικά, συνεχίζει να γράφει, ακόμα και μέσα στη φυλακή, αλλά ηχογραφεί ελάχιστα.

«Η ζωή μου όλη», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Ο τρελός», «Θέλω να τα πω», «Χαροκόπου 1942-1935», «Πες μου, παππού» και πολλά άλλα (48 συνολικά), με ερμηνευτές τους Μπιθικώτση, Διονυσίου, Καζαντζίδη, Λύδια, Μοσχολιού, Πάνου, Μενιδιάτη, Κόκοτα, Βοσκόπουλο, Μητσιά, Νταλάρα κ.ά., συμπεριλαμβάνονται στην κασετίνα με τα τρία CD της προσφοράς της «Κ.Ε.». Μια συλλογή εξαιρετικής διαχρονικής αξίας.

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Τα Εξάρχεια των ωδείων και των ιδεών

Τα Εξάρχεια των ωδείων και των ιδεών

Εκτός από κλομπ και μολότοφ, εδώ θα βρεις και χειροποίητα λαούτα και δερματόδετα βιβλία. Η πιο επεισοδιακή συνοικία της Αθήνας είναι ίσως και η πιο πολιτισμένη

[φωτ.: ΕΛΕΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ]

 

Σκεφθείτε μια μικρή συνοικία στο κέντρο της Αθήνας, που περικλείεται από: Γαλλικό Ινστιτούτο, Ελληνοαμερικανική Ενωση, Νομική Σχολή, Κτίριο Κωστή Παλαμά, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Εθνική Βιβλιοθήκη, Λυρική Σκηνή, Πολυτεχνείο, Αρχαιολογικό Μουσείο, Πεδίον του Αρεως και λόφο του Στρέφη.

 Το ‘πε και το ‘κανε το Πανεπιστήμιο. Ανακαίνισε εκ θεμελίων το κτίριο του Τσίλερ στη Σόλωνος, μετατρέποντάς το σε κέντρο επιστήμης, παιδείας και πολιτισμού. Και στο εσωτερικό της περιλαμβάνει βιβλιοπωλεία, δισκάδικα, θέατρα, σχολές χορού, μουσικές σκηνές, συλλόγους και πολιτικά στέκια, σχολεία και φροντιστήρια, και όλη τη σύγχρονη τεχνολογία πληροφορικής, μαζί με σπίτια, καφενεία, μπουτίκ, μπακάλικα, ξενοδοχεία, δικηγορικά γραφεία, πλούσια λαϊκή αγορά κι ένα αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο!

Αυτή η συνοικία, με ακτίνα τετρακοσίων μέτρων από την κεντρική της πλατεία, είναι τα Εξάρχεια. Μια συνοικία μοναδική, που έχει απ’ όλα σε απόσταση λίγων λεπτών: κατοικία, παιδεία, πολιτισμό, εμπόριο, ψυχαγωγία, συγκοινωνίες.

Αν αποκλειστείς στα Εξάρχεια, δεν θα σου λείψει τίποτα! Ενας τόπος κουλτούρας που διαφέρει από τους προσχεδιασμένους τόπους διαχείρισης των αναγκών. Ενας χώρος που όλο το εικοσιτετράωρο μπαινοβγαίνουν χιλιάδες νέοι με βιβλία, CD, υπολογιστές και εφημερίδες, πηγαίνοντας για δουλειά, σπουδές, αναψυχή και ψώνια.

Η περιοχή έχει αλλάξει από την εποχή που ο Ορέστης Μακρής έκανε τον μεθύστακα στην ταβέρνα του Μπαρμπα-Γιάννη, ο Χορν πολιορκούσε τη Λαμπέτη στα σκαλοπάτια της Νεάπολης και ο Γιώργος Φούντας έσφαζε τη Μελίνα Μερκούρη στην Καλλιδρομίου για το φινάλε της «Στέλλας» του Κακογιάννη, αλλά υπάρχουν ακόμα ευδιάκριτα ίχνη μιας άλλης αρχιτεκτονικής και άλλων χαρακτηριστικών, που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν. Στο «Ιδεόγραμμα» βγάζουν βιβλία φτιαγμένα στο χέρι. Το «Πανελλήνιον» είναι γεμάτο με σκακιστές που παίζουν κάτω από τη φωτογραφία του Καρπόφ, που είχε επισκεφθεί το καφενείο το 1992. Στον «Ασημακόπουλο» γαλακτομπούρεκα προκαλούν τους περαστικούς. Στη «Μουριά» παίζουν τάβλι στα ωραία μωσαϊκά και στη στοά της Οπερας ο Φώτης συνεχίζει την παράδοση του πατέρα του διατηρώντας τον καναπέ του τσαγγάρη και επιδιορθώνοντας αριστοτεχνικά τα παπούτσια των περιοίκων και των χορευτών της Λυρικής.

Σήμερα, το κύριο γνώρισμα της περιοχής είναι οι νέοι. Χιλιάδες νέοι. Αν και η μετεγκατάσταση πολλών σχολών στην Πανεπιστημιούπολη συμπαρέσυρε τη φοιτητική κατοίκηση, μια ψαγμένη γενιά νέων απ’ όλη την Αθήνα βρήκε στα Εξάρχεια ό,τι την ενδιαφέρει. Μουσική, πληροφορική, κόμικς, φλερτ, ακτιβισμό, μόδα, κοινωνικότητα. Οι φιγούρες του Παλαμά, του Λαπαθιώτη, του Φίνου και της Βέμπο, του Βακιρτζή και του Βάρναλη στην ταβέρνα του Γιαμπάνη, σηματοδότησαν τα παλιά Εξάρχεια όπως και οι μεταγενέστερες των Βακαλόπουλου, Ασιμου, Κωνσταντινίδη, Μπαλή, Γώγου, Ελεφάντη, Χρηστάκη και των Φελέκη, Βούλγαρη, Ξαρχάκου, Παπαγιώργη και Καλαϊτζή στη μεταπολίτευση.

Με λάπτοπ και λαϊκά όργανα

Τα τελευταία χρόνια, όμως, δεσπόζουσες είναι οι φυσιογνωμίες των νέων που δίνουν ζωή στις κυψέλες πολιτισμού και πολιτικής. Παιδιά με λάπτοπ, μπαγλαμάδες, σκουλαρίκια, ξένες γλώσσες και ευαισθησίες. Οχι μόνο τα παιδιά με τα μαύρα που απεικονίζονται στα γκράφιτι του Pete. Παιδιά που ασχολούνται με τέχνες και γράμματα, παιδιά που φυτεύουν δέντρα στο πρώην πάρκινγκ της οδού Ναυαρίνου το οποίο μετατράπηκε με φαντασία και φτυάρια σε αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο με δέντρα, καθιστικά, παιδική χαρά και χώρους προβολών και παραστάσεων. Ακτιβιστές που συνυπάρχουν με δραστήριους κατοίκους και επαγγελματίες που συμμετέχουν σε επιτροπές και συλλόγους των Εξαρχείων.

Ολα αλληλένδετα, σε σωστές δόσεις. Μέσα σε πολυκατοικίες και μαγαζιά ένα πολύμορφο εργαστήρι παραγωγής ιδεών και πραγμάτων. Το πιο μεγάλο στα Βαλκάνια. Φιλοξενεί, διακινεί και παράγει προϊόντα πολιτισμού για άμεση χρήση και εξαγωγή. Αυτό που στο Βερολίνο ή το Πεκίνο αποκαλείται «creative area». Σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης, μια συνοικία με 340 εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία, συν δεκάδες τυπογραφεία, βιβλιοδετεία, ατελιέ γραφιστικών και φωτογραφικά εργαστήρια θα αποτελούσε το καμάρι της πόλης!

Πολλοί εκδότες-βιβλιοπώλες έχουν διαμορφώσει όμορφα κτίρια σε πολυχώρους γραμμάτων και τεχνών. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών-Βιβλιοπωλών και οι αθηναϊκοί φορείς του βιβλίου ΣΕΒΑ και ΣΕΚΒ στη Θεμιστοκλέους. Πιο πέρα το «Κέντρο Λόγου και Τέχνης» του Θανάση Καστανιώτη, η «Αγρα» του Σταύρου Πετσόπουλου στη Ζ. Πηγής, το «Παρ’ υμίν» του Λευτέρη Τζανακάκη στη Χ. Τρικούπη, η «Στιγμή» του Αιμίλιου Καλιακάτσου στην Καλλιδρομίου, η «Αγκυρα» της οικογένειας Παπαδημητρίου στη Σόλωνος, η «Ωκεανίδα» στη Δερβενίων…

Μεγάλα βιβλιοπωλεία («Πολιτεία», «Εστία» και «Πρωτοπορία»), αλλά και μεγάλης πολυφωνίας: «Ναυτίλος» (πολιτικοκοινωνικό και θρησκευτικό βιβλίο!), «Μαρξιστικό» (κλασικό), «Φαγκότο» (μουσικό), «Ελεύθερος Τύπος» (αντιεξουσιαστικό), «Σωτήρ» (εκκλησιαστικό), «Solaris» και «Comicon» (κόμικς και επιστημονική φαντασία), «Γκούτεμπεργκ-Τυπωθήτο», «Παπασωτηρίου» και «Σαββάλας» (εκπαιδευτικό), μέχρι και το βιβλιοπωλείο του Αδωνη Γεωργιάδη (αρχαιοελληνική δόξα και βιβλία περί σωμάτων ασφαλείας και εθνικής άμυνας…).

Παρουσιάσεις και τραπεζάκια έξω

Σε αρκετά βιβλιοπωλεία («ΚΨΜ», «Εναλλακτικό», «Πατάκη» κ.ά.) οργανώνονται ομιλίες και παρουσιάσεις βιβλίων και στους νέους χώρους συνδυάζεται ο καφές με διακίνηση βιβλίων και ιδεών.

Ο «Γαβριηλίδης» βγάζει τραπεζάκια έξω το Σάββατο. Το «Dasein» με προβολές και φιλοσοφικές συζητήσεις, το καφέ-βιβλιοπωλείο «Βοξ» του Λιβάνη και στην Μπλε πολυκατοικία το «Φλοράλ» του Γιώργου Θαλασσινού και των εκδόσεων «Οξύ» που υπέστη την εισβολή της αστυνομίας στην παρουσίαση ενός πολιτικού βιβλίου!

Οι εταιρείες διανομής (Χριστάκης, Τζανακάκης, «Κατάρτι», Μαρίνης, Σίμος, Κανάκη κ.ά.) διοχετεύουν καθημερινά χιλιάδες βιβλία ώς το πιο ακριτικό βιβλιοπωλείο.

Αν ο πρώτος στύλος είναι βιβλίο, ο δεύτερος είναι μουσική. Μπορείς να βρεις από ψηφιακό εξοπλισμό για στούντιο ηχογραφήσεων στο Bon studio και ενισχυτές Marshall, κιθάρες Fender και ρώσικα πιάνα σε τριάντα καταστήματα μέχρι τούρκικα ούτια στην «Πανδώρα»! Και χειροποίητα μπουζούκια και μπαγλαμάδες στα οργανοποιεία του Βάρλα και του Καφετζόπουλου που έχουν πελάτες απ’ τη Φιλανδία και το Ισραήλ!

Αλλα τόσα δισκάδικα, συνεχίζοντας την παράδοση του «Pop 11» και της «Στροφής» του Μανάκου, εξειδικευμένα. Κλασική και τζαζ στη «Λέσχη του Δίσκου» και τα άλλα μαγαζιά στη Στοά της Οπερας, ραπ, ελεκτρόνικα, ιντάστριαλ και χαρντ ροκ στα Discobole, Darkcell Records, Art Rat, Purple Haze κ.λπ., βινύλια σίξτις στο κουκλίστικο Phonograph Records του Φώτη στην Α. Μεταξά και Καζαντζίδης στα «Λιοτρόπια». Ανεξάρτητες παραγωγές από τις δισκογραφικές «Καθρέφτη» του Μωϋσή Ασέρ και «Protasis» του Νίκου Οικονόμου.

Στα ωδεία προσέρχονται καθημερινά εκατοντάδες παιδιά και έφηβοι για να μάθουν πιάνο ή ποντιακή λύρα. «Παλλάδιον», Εθνικό Ωδείο, «Μουσικοί Ορίζοντες» και Νάκας με εκδόσεις, όργανα και αίθουσα συναυλιών. Επίσης συνεχίζει η σχολή του Σίμωνα Καρά για ψαλτάδες, μουσικούς και δασκάλους παραδοσιακής μουσικής. Και στο αυτοδιαχειριζόμενο «Nosotros» δεκάδες νέοι μαθαίνουν μπουζούκια και κιθάρες, μαζί με ομάδες θεάτρου, χορού, κινηματογράφου και φωτογραφίας που δραστηριοποιούνται στον πολυχώρο της πλατείας.

Στις μουσικές σκηνές, πέρα από το «An Club» που έχει φιλοξενήσει από Παύλο Σιδηρόπουλο έως Blind Faith, είναι οι «Βάτραχοι», «After Dark», «In Vivo», «Texas Necropolis», «Παράφωνο» κ.λπ. Στο ελληνικό τραγούδι, «Ταξίμι», «Ρεμπέτικη Ιστορία», «Κάβουρας», «Μποέμισσα», «Μακάρι», «9/8», «Σφεντόνα», «Μπαράκι του Βασίλη» κ.ά., με ρεμπέτικο, λαϊκό, μπαλάντες και έντεχνο τραγούδι. Περπατώντας στα Εξάρχεια συναντάς παρέες που διασκεδάζουν στα καφενεία με κιθάρες, μπουζούκια, τσιπουράκι και μεζέδες. Τα καφενεία Μεσολογγίου και Κωλέττη, της Ναυαρίνου και του Ρούσου, «Μύλος», «Χάρτες», «Ιντριγκα», «Διπλό Καφέ», «Χημείο» και «Ντεκαντάνς» είναι λίγα από τα αμέτρητα καφέ-μπαρ όπου συχνάζουν οι νέοι και οι αγέραστοι.

Γευστική ποικιλία

Σαν αντίλογος στα φαστφουντάδικα άνοιξαν φαγάδικα με υλικά βιολογικής καλλιέργειας («Βασιλικός» και «Γιάντες»). Μαζί με τις παραδοσιακές ταβέρνες «Αμα Λάχει», «Ροζαλία», «Τσέλιγκας», «Βεργίνα» κ.λπ. και τα μοντέρνα εστιατόρια («Salero», «Φασόλι» κ.ά.). Αν προσθέσεις ψησταριές και σουβλατζίδικα («Προδόρπιον», «Κάβουρας», «Αγραφα» κ.λπ.), το «Σοφρά» με αυθεντικό τούρκικο κεμπάπ στην πλ. Κάγνιγγος, αλλά και μπιραρίες, τρατορίες, κρεπερί, τοστάδικα, ρυζογαλάδικα και ζαχαροπλαστεία, συν τις ψαροταβέρνες της Θεμιστοκλέους, η γευστική ποικιλία είναι πλήρης. Ο συνεταιριστικός «Σπόρος» φέρνει καφέ, τσάι και άλλα φυσικά προϊόντα από ζαπατίστικες κοινότητες και κοοπερατίβες του Μεξικού, Ισημερινού, Βολιβίας κ.λπ. που δεν φτάνουν στα ράφια του σουπερμάρκετ. Για τους οικόσιτους η σαββατιάτικη λαϊκή αγορά είναι παράδεισος.

Ενώ ολόκληρες πόλεις δεν έχουν ούτε έναν κινηματογράφο, στα Εξάρχεια, «Ριβιέρα», «Βοξ» και «Εκράν» το καλοκαίρι και «Ελλη», «Οπερα και Ααβόρα» το χειμώνα προβάλλουν καλές ταινίες. Εργα ποιότητας ανεβάζουν το Νέο Ελληνικό Θέατρο, ο «Φούρνος» και το «Θέατρο των Εξαρχείων».

Μαθαίνοντας αλβανικά

Η ανακαίνιση του επιβλητικού Χημείου που έχτισε ο Τσίλερ και η μετατροπή του σε μουσείο, βιβλιοθήκη και χώρο διαλόγου, δίνει νέα ώθηση στην περιοχή. Καθημερινά, εκτός από τους φοιτητές διαφόρων σχολών (Αρχιτεκτονική, Νομική, Παιδαγωγικό κ.λπ.) και ΙΕΚ (Akto, Δέλτα κ.ά.), 3.500 σπουδαστές καταφθάνουν στα Εξάρχεια για τα μαθήματα 28 γλωσσών (μέχρι αλβανικά και περσικά) που διδάσκονται στο «Διδασκαλείο» του Πανεπιστημίου.

Αντίστοιχα, εκατοντάδες μετανάστες έχουν μάθει ελληνικά από την ομάδα δασκάλων «Πίσω Θρανία» στο «Στέκι Μεταναστών», όπου συναντιούνται πολλές από τις πενήντα συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται στα Εξάρχεια. Από εκεί ξεκίνησε και το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ που καθιερώθηκε ως θεσμός. Και στο «Αυτόνομο Στέκι» συνυπάρχουν άλλες συσπειρώσεις.

Με πολλούς νέους δικηγόρους, το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα συμπαραστέκεται σε όσους υποφέρουν από την κρατική αυθαιρεσία. Και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει πάρει πολλές πρωτοβουλίες με παρεμβάσεις στις αρχές και εκδηλώσεις στα γραφεία της Ακαδημίας. Κοντά είναι η Νομική Βιβλιοθήκη και το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων. Και το ΚΕΘΕΑ που βοηθάει χρήστες να απαλλαγούν από τα ναρκωτικά, ενώ για όσους προτιμούν τα σπορ, ο ένδοξος Αστέρας συμπλήρωσε 81 χρόνια μπάλας!

Στα Εξάρχεια βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο μετακόμισε πρόσφατα, αλλά συνοικία δεν άλλαξε. Το ΚΚΕ διατηρεί το κεντρικό βιβλιοπωλείο της «Σύγχρονης Εποχής» δίπλα στην εκκλησία της Ζ. Πηγής. Η απόπειρα μεταφοράς του υπουργείου Πολιτισμού σε περιοχή πολιτιστικά ουδέτερη ήταν εξαιρετικά άστοχη.

Καλύτερα θα ήταν να είχε κηρύξει τα Εξάρχεια διατηρητέα! Και ο Δήμος Αθηναίων να φρόντιζε περισσότερο την καθαριότητα, τα πεζοδρόμια, τα σκαλοπάτια, το πράσινο και την ανακύκλωση.

Τα Εξάρχεια βάλλονται από τα ΜΜΕ, αλλά έχουν δικούς τους διαύλους επικοινωνίας. Εκδηλώσεις στην πλατεία, συναθροίσεις στην αίθουσα Γκίνη του Πολυτεχνείου, χιλιάδες σάιτ στο Διαδίκτυο, αφίσες, πανό, προκηρύξεις, εφημερίδες και περιοδικά. «Εποχή», «Πριν», «Ουτοπία», «Γαλέρα», «Βαβέλ», «Αρδην», «Αλάνα», «Resistencias», «Βαβυλωνία», «Athens Voice», «Πολίτες», «Διαβάζω», «Οδός Πάνος», «Τετράδια», «Το δέντρο» και πολλά άλλα. Και η Απογευματινή σταθερά στη Φειδίου. Κι εμείς στα Εξάρχεια με το «Ντέφι». Ηδη λειτουργούν διαδικτυακά ραδιόφωνα, όπως το vmr.gr που εκπέμπει από το δισκάδικο του Νεκτάριου στη Διδότου, ενώ το tvxs.gr του Στέλιου Κούλογλου καλύπτει συστηματικά τα γεγονότα στην περιοχή.

Για τατουάζ και κομπολόγια

Αν θέλεις να γίνεις μουσικός, γραφίστας ή ζογκλέρ, αν θέλεις να κουρευτείς στρέιτ στη Μένη ή παράξενα στην Αστρινιώ, να ζωγραφίσεις στο δρόμο, να κάνεις τατουάζ στη «Medusa Tattoo», να βγάλεις καλές φωτοτυπίες στου Βαθειά, να χαρτζιλικώσεις τους βαλκάνιους μουσικούς του δρόμου, να πρασινίσεις το μπαλκόνι σου στο «Allegre grow shop»… Να αγοράσεις μεταχειρισμένα ρούχα στο «Yesterday’s bread», πειρατικά CD από Αφρικάνους, χειροποίητες κούκλες και πορτατίφ στο Strawberry, ασυνήθιστα μπεγλέρια στο Αθηναϊκό Κέντρο κομπολογιού, τισέρτ με απίθανες στάμπες που φτιάχνουν οι ροκάδες στο «The Lab», λουλούδια από τον Κώστα στο πεζοδρόμιο του Χημείου και μανταρίνια από το καρότσι του Γιάννη απέναντι από το Παιδαγωγικό, ακόμα και ντέξιον για την αποθήκη ή το μαγαζί σου, πηγαίνεις στα Εξάρχεια. Και όλα τα καταστήματα αερομοντελισμού είναι συγκεντρωμένα στην Ιπποκράτους.

Μπορεί τόσα θαυμαστά να χωράνε σε μια τόσο μικρή συνοικία; Στα Εξάρχεια, ναι!

Χιλιάδες άνθρωποι, όλο το εικοσιτετράωρο, χιλιάδες δράσεις. Δημιουργικοί χειρόνακτες με πινέλο ή «ποντίκι». Με σημαντικές επενδύσεις σε κτήρια, ποιοτικές υπηρεσίες και προϊόντα. Χωρίς βιομηχανίες θεάματος-ακροάματος και Mall. Με ανθρώπους της καινοτομίας και των ιδεών. Με εναλλακτικές προτάσεις διαβίωσης. Αυτή είναι η αληθινή φύση και ο πλούτος των Εξαρχείων. Πολλαπλά πεδία δημιουργικής συμβίωσης και αμέτρητοι άνθρωποι που επανδρώνουν εκπαιδευτικά ιδρύματα, καλλιτεχνικά εργαστήρια, κοινωνικούς φορείς, χώρους ψυχαγωγίας και καταστήματα. Τα Εξάρχεια είναι τόπος ζεστός και δυναμικός που αντέχει και τις όποιες παραφωνίες του. Τόπος με παράδοση αντίστασης από την Κατοχή και τεράστια συμβολή στον αντιδικτατορικό αγώνα με Πολυτεχνείο, Χημείο και Νομική. Ενας τόπος ευαισθησίας, ζύμωσης και αναζωογόνησης.

Η πολιτική του κράτους θέτει πολλά ερωτήματα. Γιατί η βαριά οπλισμένη αστυνομική δύναμη κάνει ταπεινωτικούς ελέγχους και προσαγωγές νέων, σπουδαστών, εργαζομένων ή πελατών, ενώ αφήνει τους εμπόρους ναρκωτικών να πουλάνε ανενόχλητα την ηρωίνη στα θύματά τους;

Μήπως η δράση των πολιτικά ανώριμων «μπαχαλάκηδων» υποθάλπεται γιατί αποσπάει την οργή της κοινής γνώμης από τους ληστές του δημόσιου πλούτου (Χρηματιστήριο, Siemens, ομόλογα, Βατοπέδι κ.λπ.);

Και τα σχέδια για «ανάπλαση»; Οι συμβολαιογράφοι επισημαίνουν ότι «το real estate καραδοκεί»! Τσολιαδάκια και μουσακάς στην Πλάκα, καπουτσίνο και σαγανάκι στου Ψυρρή, ουίσκι μπόμπα και διασκεδαστήρια στον Κεραμεικό. Συν ακριβά «στούντιο» και «λοφτ» για νεόπλουτους.

Η μέθοδος δοκιμασμένη. Προηγείται η τεχνητή υποβάθμιση και πτώση τιμών, ακολουθούν οι μαζικές αγορές από «ημέτερους» και μετά η «αναβάθμιση»!

Οποια κι αν είναι τα «σχέδια», όσο μεγάλη κι αν είναι η εξωτερική πίεση, η κοινωνία των Εξαρχείων σφύζει από ζωή και δημιουργία. Και δεν χρειάζεται μετάλλαξη.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009