Κρίση, με πιάνει κρίση

Κρίση, με πιάνει κρίση

Παλιά, η φτώχεια είχε… πλούσιο ρεπερτόριο. Σήμερα, ο νεοπλουτισμός παραμένει ακόμα τόσο ισχυρός, που η οικονομική κατάρρευση ελάχιστα έχει αγγίξει τα νέα τραγούδια.
Κάτι άλλαξε στα τραγούδια. Η οικονομική κρίση, η νέα φτώχεια και η καταπολέμησή της δεν ανιχνεύονται μέσα στις στροφές τους. Γι’ αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκήρυξε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού παροτρύνοντας νέους δημιουργούς να καλύψουν αυτή την έλλειψη που παρατηρείται και στην Ελλάδα αν και έχει μεγάλη παράδοση τραγουδιών για τη φτώχεια και τις συνέπειές της.

«Τι να γίνει, Πολυξένη; Το δολάριο ανεβαίνει, το δολάριο κατεβαίνει, η ζωή μας ακριβαίνει, πάρε φάβα και κρεμμύδια, και θα φάει απ’ τα ίδια όλη μας η φαμελιά» τραγουδούσε ο Ζαμπέτας. Ενώ τώρα, με όλους τους οικονομικούς δείκτες στο κόκκινο, οι λέξεις κρίση, φτώχεια, φτωχολογιά, φτωχοκόριτσο, φτωχός, φτωχαδάκι, φτωχόπαιδο, φτωχομάνα, φτωχόσπιτο, φτωχογειτονιά, φτωχολόι, μπατίρης, άφραγκος, ρέστος, ταπί, άνεργος κ.λπ., που ήταν συνηθισμένες στα τραγούδια τουλάχιστον μέχρι το 1980, στα σημερινά αναφέρονται πολύ σπάνια.

«Τα φράγκα κάνανε φτερά, για μένα δεν υπάρχουν και όμως άλλοι, φίλε μου, με το τσουβάλι τα ‘χουν… Κοιτώ την άδεια τσέπη μου και βαριαναστενάζω, κι αν είναι έτσι, σίγουρα, τη βγάζω δεν τη βγάζω» (Μπ. Μπακάλης).

Τα λογοκριμένα

Παλιότερα η φτώχεια στο λαϊκό τραγούδι σπάνια είχε συγκεκριμένες πολιτικές αιχμές, γιατί η κρατική λογοκρισία δεν άφηνε να περάσει οτιδήποτε μεμφόταν την εξουσία ή ξεσήκωνε τον εργαζόμενο λαό. Από τη μεταξική δικτατορία, με αιτία και πρόσχημα τα χασικλίδικα τραγούδια, η λογοκρισία εδραίωσε τον ασφυκτικό κλοιό της κόβοντας ό,τι ήταν ενοχλητικό. Κι αυτή η πρακτική συνεχίστηκε μεταπολεμικά υπό καθεστώς δημοκρατίας.

Ομως η φτώχεια ήταν εκτεταμένη και οι δημιουργοί δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν. Αναζητούσαν λοιπόν τεχνάσματα για να ξεπερνούν τα λογοκριτικά εμπόδια. Συνήθως, μεταμφίεζαν τα τραγούδια για τη φτώχεια σε ερωτικά! Έτσι, κυκλοφόρησαν πάρα πολλά τραγούδια. Φτώχεια και έρωτας, φτώχεια και μετανάστευση, φτώχεια και φιλότιμο, φτώχεια και διασκέδαση, φτώχεια και περηφάνια, φτώχεια και ταξικές διαφορές! «Το χρήμα μάς χωρίζει δυστυχώς, εσύ είσαι πλούσια κι εγώ φτωχός» (Χ. Κολοκοτρώνης).

Τα τραγούδια για τις δυσκολίες που δημιουργεί η έλλειψη χρημάτων στην καθημερινή επιβίωση και τις ανθρώπινες σχέσεις είναι αμέτρητα. Ισως παραπάνω από τα μισά να γράφτηκαν και να τραγουδήθηκαν από το 1948 ώς το 1960. Τραγούδια φτώχειας, μόχθου και μοίρας που προηγούνται χρονικά των αντίστοιχων ινδικών που φτάνουν μέσα από ταινίες όπως «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» και τα οποία φέρνουν τον λαό της μιας χώρας κοντά στον λαό της άλλης πρώτη φορά ύστερα από την «επίσκεψη» του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία πριν από 2.300 χρόνια!

Ολοι οι μεγάλοι συνθέτες έχουν συνεισφέρει με τέτοιου είδους τραγούδια, ελαφριά και βαριά. Τούντας, Νταλγκάς, Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης, Δερβενιώτης, Περιστέρης, Χρυσίνης, Καραμπεσίνης, Καλδάρας, Χατζηχρήστος, Παπαϊωάννου, Σούκας, Μουσαφίρης, Κουγιουμτζής κ.λπ. με υλικό από στιχουργούς πρώτης εθνικής κατηγορίας (Βίρβος, Μάνεσης, Βασιλειάδης, Παπαγιαννοπούλου, Κοφινιώτης, Πυθαγόρας, Χριστοδούλου, Παπαδόπουλος κ.ά.) και φωνές με λαϊκό μέταλλο (Τάκης Μπίνης, Ρένα Ντάλλια, Σεβάς Χανούμ, Στέλλα Χασκίλ, Περπινιάδης, Πόλυ Πάνου, Παγιουμτζής, Τσαουσάκης, Τζουανάκος, Αγγελόπουλος, Αναγνωστάκης, Διονυσίου, Μητροπάνος, Νταλάρας κ.ά.). Από το μοιρολατρικό «Αφού γεννήθηκα φτωχός» ώς το αισιόδοξο «Γεια σου, λεβεντιά μου φτώχεια».

Απ’ όλους τους τραγουδιστές, αυτός που ταυτίστηκε απόλυτα με τη φτωχολογιά είναι ο Καζαντζίδης. Οχι μόνο λόγω ρεπερτορίου, αλλά και ύφους, ποιότητας ερμηνείας και τρόπου ζωής που διαλαλούσε το κοινωνικό πρόβλημα και εδραίωνε το δικαίωμα των μη προνομιούχων στη ζωή. Ο Καζαντζίδης έγινε η φωνή της άλλης Ελλάδας, της αποκλεισμένης από τον πλούτο και την εξουσία. Μόνο αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει με κύρος ένα βαρύ τραγούδι απελπισίας και διαμαρτυρίας που λέει «ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται».

Από το ’60 και μετά, τραγούδια για τη φτώχεια γράφονται κι από τη νέα φουρνιά των λόγιων δημιουργών που παίρνουν με επιτυχία σκυτάλη από τους λαϊκούς καλλιτέχνες. Τα πιο ωραία λαϊκά του Μίκη Θεοδωράκη, όπως τα «Δραπετσώνα» και «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, εκθειάζουν τη φτωχολογιά, εξ αριστερών, με μεγάλη δόση ρομαντισμού. «Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι» και «Απονη ζωή… το κρίμα μας βαρύ, μας γέννησες φτωχούς», γράφει το 1963 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, και το ’66, «Σφύριζαν πλοία, μετανάστες φεύγαν… στην παραλία οι μανάδες κλαίγαν για το φτωχομάνι, τη χαμοζωή» σε μουσική του Χρήστου Λεοντή. Κι από κοντά ο Ζαμπέτας «Φτωχομάνα γειτονιά» σε στίχους του Γιάννη Κακουλίδη.

Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, το 1967, η λογοκρισία σφίγγει τα λουριά. Οσα περιέχουν «ακατάλληλες» λέξεις ή νοήματα, παλιά ή καινούρια, απαγορεύονται ή τροποποιούνται, όπως το τραγούδι του Ακη Πάνου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια μακριά απ’ τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια» που γίνεται «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια να ‘ρθουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια» και ηχογραφείται εκ νέου με τη Βίκυ Μοσχολιού! Ο Πάνου, την επόμενη φορά, χρησιμοποιεί ένα εύρημα για να ξεπεράσει τον σκόπελο. Κόβει τις λέξεις σε σημείο που ο λογοκριτής δίνει έγκριση, μην καταλαβαίνοντας ότι οι «περικοπές» στο χαρτί αποκρύβουν τη σημασία του μηνύματος στην ακρόαση.

«Απεργία λοιπόν, απεργία»

«Αυτός που κλε- ένα καρβέ- κι ύστερα τρέχει, κύριε Πρό- δεν είναι κλέ- σεσημασμέ, πέντ’ έξι μή- ένα ψωμί… δικαίως έχει φασκελωμέ- την κοινωνί- τη χαλασμέ». Στη μεταπολίτευση, χρησιμοποιεί ξανά αυτό το τρικ για να φτιάξει άλλο ένα τραγούδι («Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά-»), που περιγράφει τη φτώχεια και την ανέχεια που ήταν κοινός παρονομαστής των λαϊκών γειτονιών στις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Και όχι μόνο τότε.

Στα κωμειδύλλια και τα μελοδράματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι ηθοποιοί τραγουδούν «Απεργία λοιπόν απεργία, παρατήστε παιδιά τη δουλειά/ ωφελεί καθώς λεν στην υγεία πού και πού λιγοστή τεμπελιά» και ο Αττίκ, το 1920, «Ποιος φταίει αν είναι στη γη δυστυχείς; Το χρήμα! Το χρήμα!», μέχρι να έρθει ο Βαμβακάρης με συχνές σταράτες αναφορές στη φτώχεια και την αδικία. «Οσοι έχουνε πολλά λεφτά, να ‘ξερα τι τα κάνουν/ άραγε σαν πεθάνουνε, βρε αμάν, μαζί τους θα τα πάρουν;»

Προπολεμικά, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον τα τραγούδια που γράφονται από Ελληνες στις ΗΠΑ αναφορικά με τη μεγάλη κρίση του 1929-30. «Τι θα κάνουμε, βρε φίλοι, στην κατάστασιν αυτήν, που χαμένοι πάμε όλοι εδώ στην Αμερικήν. Οπου φτώχεια έχει πέσει και δε βρίσκομε δουλειά και τα έξοδα δεν βγαίνουν και τραβούμε συμφορά» τραγουδάει ο Γιώργος Κατσαρός, μετανάστης από την Αμοργό.

Κι ενώ αυτό το είδος τραγουδιού συμπιέζεται επί χούντας, στη μεταπολίτευση μια νέα αριστερής υφής καλλιτεχνική αντεπίθεση επαναφέρει πανηγυρικά τη θεματολογία στο ελληνικό τραγούδι, με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Μαρκόπουλο («Οταν οι εργολάβοι κι όλα τα γραφεία δεν δίνουνε δουλειά, σημαίνει ανεργία», «Εμείς είμαστε το αίμα, εμείς είμαστε φωτιά/ εμείς είμαστε οι εργάτες, χτίζουμε εμείς τη λευτεριά» κ.ά.), τον Μάνο Λοΐζο και τον Φώντα Λάδη («Στους δρόμους της Αθήνας φέιγ-βολάν μοιράζουν, εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε»), τον Δήμο Μούτση και τον Γιώργο Σκούρτη («Σαν οι εργάτες απεργήσουν και στους δρόμους κατεβούν/ κι άμα ακόμα τους λυγίσουν, πάλι νικητές θα βγουν»), τον Ηλία Ανδριόπουλο και τον Μιχάλη Μπουρμπούλη («Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει/ εμείς που ζήσαμε φτωχοί/ του κόσμου η βροχή δεν μας πειράζει») και άλλοι, με ερμηνευτές τον Λάκη Χαλκιά, τη Σωτηρία Μπέλλου κ.λπ.

Την ίδια εποχή, με τη λεγόμενη «αναβίωση» του ρεμπέτικου, όλα τα τραγούδια για τη φτώχεια επανέρχονται στο προσκήνιο. Εργάτες, τεχνίτες, αγρότες, αλλά και διανοούμενοι, φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες συνδιασκεδάζουν στα ρεμπετάδικα, τις ταβέρνες και τα κέντρα διασκέδασης με μια ισχυρή δόση αισιοδοξίας. «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, θέλει αγάπη και κρασί… για να ‘ναι η ζωή χρυσή…» (Ι. Βέλλα-Ο. Λάσκου).

Κι όμως, ενώ τα παλιά τραγούδια παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή μέχρι σήμερα (τραγουδιούνται παντού και μοιράζονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες από τις εφημερίδες και τα περιοδικά), τα τελευταία χρόνια, οι σύγχρονοι δημιουργοί σπάνια θίγουν θέματα φτώχειας και οικονομικής δυσπραγίας.

Τι συνέβη άραγε; Επαψε να υπάρχει φτώχεια ή για κάποιους λόγους έπαψε να συγκινεί δημιουργούς, ερμηνευτές και ακροατές; Εγιναν όλοι πλούσιοι ή έγινε ντεμοντέ η αναφορά στη φτώχεια; Το σίγουρο είναι ότι έγιναν πλούσιοι οι δημοφιλείς τραγουδιστές και κανένας πια δεν αισθάνεται άνετα να τραγουδάει για φτώχειες και μπατιρήματα. Οι τραγουδιστές δεν κατοικούν πια στις λαϊκές γειτονιές. Αλλαξαν κοινωνικό στάτους, άλλαξαν παρέες, άλλαξαν τα γούστα τους.

«Ο κόσμος τώρα εκτιμά μονάχα τους παράδες, κι όσους δεν έχουνε λεφτά τους λένε φουκαράδες. Αν σε δουν να πιάσεις φράγκα, θα σε πουν νταή και μάγκα, κι αν δεν το ‘χεις το αρζάν θα σου πουν αλέ-βουζάν!» (Ι. Τατασόπουλου-Ν. Ρούτσου).

[Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού, με τους Τάκη Μπίνη, Στέλλα Χασκήλ, Στελλάκη Περπινιάδη και τον συνθέτη Γιάννη Τατασόπουλο, από το 1950.]

 

Αλλαξαν και οι γειτονιές. Αλλαξαν και οι φτωχοί. Μια γενική άνοδος του βιοτικού επιπέδου και μια νέας μορφής φτώχεια. Υπαρκτή, αλλά άφαντη. Η φτώχεια δεν είναι πια καμάρι, είναι μόνο ντροπή. Ούτε οι φτωχοί θέλουν να ακούνε για φτώχεια.

Οι νεόπτωχοι δεν είναι σαν τους φτωχούς παλαιάς κοπής. Δεν έχουν το ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον. Η φτώχεια δεν συνδέεται με ωραία στοιχεία της λαϊκής ζωής. Η αδυναμία συμμετοχής στην κατανάλωση και αποπληρωμής των δανείων επηρεάζει και τα αισθήματα. Γι’ αυτό και οι μη έχοντες παρηγοριούνται με βόλτες στα εμπορικά κέντρα. Φάτε, μάτια, ψάρια… Η σημερινή φτώχεια φέρνει στρες και περιθωριοποίηση σ’ ένα κλειστό διαμέρισμα, όχι σε μια κοινότητα συνύπαρξης και αλληλεγγύης.

«Τσιγάρο ατέλειωτο, βαρύ, η μοναξιά μου» τραγουδάει ο Σωκράτης Μάλαμας.

Ο πολιτισμός των λαϊκών ανθρώπων της παλιάς γειτονιάς με συνοχή, λεβεντιά, φιλότιμο, περηφάνια, ανθρωπιά, ταξική συνείδηση, λαϊκό τραγούδι και κουλτούρα γειτονιάς μεταλλάχθηκε. Αυξήθηκε ο ατομισμός, ο οχαδερφισμός και η εγκληματικότητα, που κάποτε στις φτωχές λαϊκές γειτονιές ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Θα βρει άραγε η νέα φτώχεια εκφραστές και ακροατήριο; Θα αναβιώσει μέσα από τα τραγούδια κάποια ανθρωπιά και μαχητικότητα; Θα αναζωογονηθεί η χαμένη αθωότητα και η διεκδίκηση περισσότερης δικαιοσύνης ή θα πελαγοδρομούμε στο κυνήγι ενός υπεσχημένου πομπώδους και ρηχού λάιφ στάιλ; Ζητήματα που το σύγχρονο τραγούδι αγγίζει διστακτικά, ενώ το τραγούδι του Κώστα Ρούκουνα, από το 1934, παραμένει πολύ επίκαιρο.

«Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση

που κάνανε τον άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει».

Στέλιος Ελληνιάδης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά, Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Τα Εξάρχεια των ωδείων και των ιδεών

Τα Εξάρχεια των ωδείων και των ιδεών

Εκτός από κλομπ και μολότοφ, εδώ θα βρεις και χειροποίητα λαούτα και δερματόδετα βιβλία. Η πιο επεισοδιακή συνοικία της Αθήνας είναι ίσως και η πιο πολιτισμένη

[φωτ.: ΕΛΕΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ]

 

Σκεφθείτε μια μικρή συνοικία στο κέντρο της Αθήνας, που περικλείεται από: Γαλλικό Ινστιτούτο, Ελληνοαμερικανική Ενωση, Νομική Σχολή, Κτίριο Κωστή Παλαμά, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Εθνική Βιβλιοθήκη, Λυρική Σκηνή, Πολυτεχνείο, Αρχαιολογικό Μουσείο, Πεδίον του Αρεως και λόφο του Στρέφη.

 Το ‘πε και το ‘κανε το Πανεπιστήμιο. Ανακαίνισε εκ θεμελίων το κτίριο του Τσίλερ στη Σόλωνος, μετατρέποντάς το σε κέντρο επιστήμης, παιδείας και πολιτισμού. Και στο εσωτερικό της περιλαμβάνει βιβλιοπωλεία, δισκάδικα, θέατρα, σχολές χορού, μουσικές σκηνές, συλλόγους και πολιτικά στέκια, σχολεία και φροντιστήρια, και όλη τη σύγχρονη τεχνολογία πληροφορικής, μαζί με σπίτια, καφενεία, μπουτίκ, μπακάλικα, ξενοδοχεία, δικηγορικά γραφεία, πλούσια λαϊκή αγορά κι ένα αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο!

Αυτή η συνοικία, με ακτίνα τετρακοσίων μέτρων από την κεντρική της πλατεία, είναι τα Εξάρχεια. Μια συνοικία μοναδική, που έχει απ’ όλα σε απόσταση λίγων λεπτών: κατοικία, παιδεία, πολιτισμό, εμπόριο, ψυχαγωγία, συγκοινωνίες.

Αν αποκλειστείς στα Εξάρχεια, δεν θα σου λείψει τίποτα! Ενας τόπος κουλτούρας που διαφέρει από τους προσχεδιασμένους τόπους διαχείρισης των αναγκών. Ενας χώρος που όλο το εικοσιτετράωρο μπαινοβγαίνουν χιλιάδες νέοι με βιβλία, CD, υπολογιστές και εφημερίδες, πηγαίνοντας για δουλειά, σπουδές, αναψυχή και ψώνια.

Η περιοχή έχει αλλάξει από την εποχή που ο Ορέστης Μακρής έκανε τον μεθύστακα στην ταβέρνα του Μπαρμπα-Γιάννη, ο Χορν πολιορκούσε τη Λαμπέτη στα σκαλοπάτια της Νεάπολης και ο Γιώργος Φούντας έσφαζε τη Μελίνα Μερκούρη στην Καλλιδρομίου για το φινάλε της «Στέλλας» του Κακογιάννη, αλλά υπάρχουν ακόμα ευδιάκριτα ίχνη μιας άλλης αρχιτεκτονικής και άλλων χαρακτηριστικών, που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν. Στο «Ιδεόγραμμα» βγάζουν βιβλία φτιαγμένα στο χέρι. Το «Πανελλήνιον» είναι γεμάτο με σκακιστές που παίζουν κάτω από τη φωτογραφία του Καρπόφ, που είχε επισκεφθεί το καφενείο το 1992. Στον «Ασημακόπουλο» γαλακτομπούρεκα προκαλούν τους περαστικούς. Στη «Μουριά» παίζουν τάβλι στα ωραία μωσαϊκά και στη στοά της Οπερας ο Φώτης συνεχίζει την παράδοση του πατέρα του διατηρώντας τον καναπέ του τσαγγάρη και επιδιορθώνοντας αριστοτεχνικά τα παπούτσια των περιοίκων και των χορευτών της Λυρικής.

Σήμερα, το κύριο γνώρισμα της περιοχής είναι οι νέοι. Χιλιάδες νέοι. Αν και η μετεγκατάσταση πολλών σχολών στην Πανεπιστημιούπολη συμπαρέσυρε τη φοιτητική κατοίκηση, μια ψαγμένη γενιά νέων απ’ όλη την Αθήνα βρήκε στα Εξάρχεια ό,τι την ενδιαφέρει. Μουσική, πληροφορική, κόμικς, φλερτ, ακτιβισμό, μόδα, κοινωνικότητα. Οι φιγούρες του Παλαμά, του Λαπαθιώτη, του Φίνου και της Βέμπο, του Βακιρτζή και του Βάρναλη στην ταβέρνα του Γιαμπάνη, σηματοδότησαν τα παλιά Εξάρχεια όπως και οι μεταγενέστερες των Βακαλόπουλου, Ασιμου, Κωνσταντινίδη, Μπαλή, Γώγου, Ελεφάντη, Χρηστάκη και των Φελέκη, Βούλγαρη, Ξαρχάκου, Παπαγιώργη και Καλαϊτζή στη μεταπολίτευση.

Με λάπτοπ και λαϊκά όργανα

Τα τελευταία χρόνια, όμως, δεσπόζουσες είναι οι φυσιογνωμίες των νέων που δίνουν ζωή στις κυψέλες πολιτισμού και πολιτικής. Παιδιά με λάπτοπ, μπαγλαμάδες, σκουλαρίκια, ξένες γλώσσες και ευαισθησίες. Οχι μόνο τα παιδιά με τα μαύρα που απεικονίζονται στα γκράφιτι του Pete. Παιδιά που ασχολούνται με τέχνες και γράμματα, παιδιά που φυτεύουν δέντρα στο πρώην πάρκινγκ της οδού Ναυαρίνου το οποίο μετατράπηκε με φαντασία και φτυάρια σε αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο με δέντρα, καθιστικά, παιδική χαρά και χώρους προβολών και παραστάσεων. Ακτιβιστές που συνυπάρχουν με δραστήριους κατοίκους και επαγγελματίες που συμμετέχουν σε επιτροπές και συλλόγους των Εξαρχείων.

Ολα αλληλένδετα, σε σωστές δόσεις. Μέσα σε πολυκατοικίες και μαγαζιά ένα πολύμορφο εργαστήρι παραγωγής ιδεών και πραγμάτων. Το πιο μεγάλο στα Βαλκάνια. Φιλοξενεί, διακινεί και παράγει προϊόντα πολιτισμού για άμεση χρήση και εξαγωγή. Αυτό που στο Βερολίνο ή το Πεκίνο αποκαλείται «creative area». Σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης, μια συνοικία με 340 εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία, συν δεκάδες τυπογραφεία, βιβλιοδετεία, ατελιέ γραφιστικών και φωτογραφικά εργαστήρια θα αποτελούσε το καμάρι της πόλης!

Πολλοί εκδότες-βιβλιοπώλες έχουν διαμορφώσει όμορφα κτίρια σε πολυχώρους γραμμάτων και τεχνών. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών-Βιβλιοπωλών και οι αθηναϊκοί φορείς του βιβλίου ΣΕΒΑ και ΣΕΚΒ στη Θεμιστοκλέους. Πιο πέρα το «Κέντρο Λόγου και Τέχνης» του Θανάση Καστανιώτη, η «Αγρα» του Σταύρου Πετσόπουλου στη Ζ. Πηγής, το «Παρ’ υμίν» του Λευτέρη Τζανακάκη στη Χ. Τρικούπη, η «Στιγμή» του Αιμίλιου Καλιακάτσου στην Καλλιδρομίου, η «Αγκυρα» της οικογένειας Παπαδημητρίου στη Σόλωνος, η «Ωκεανίδα» στη Δερβενίων…

Μεγάλα βιβλιοπωλεία («Πολιτεία», «Εστία» και «Πρωτοπορία»), αλλά και μεγάλης πολυφωνίας: «Ναυτίλος» (πολιτικοκοινωνικό και θρησκευτικό βιβλίο!), «Μαρξιστικό» (κλασικό), «Φαγκότο» (μουσικό), «Ελεύθερος Τύπος» (αντιεξουσιαστικό), «Σωτήρ» (εκκλησιαστικό), «Solaris» και «Comicon» (κόμικς και επιστημονική φαντασία), «Γκούτεμπεργκ-Τυπωθήτο», «Παπασωτηρίου» και «Σαββάλας» (εκπαιδευτικό), μέχρι και το βιβλιοπωλείο του Αδωνη Γεωργιάδη (αρχαιοελληνική δόξα και βιβλία περί σωμάτων ασφαλείας και εθνικής άμυνας…).

Παρουσιάσεις και τραπεζάκια έξω

Σε αρκετά βιβλιοπωλεία («ΚΨΜ», «Εναλλακτικό», «Πατάκη» κ.ά.) οργανώνονται ομιλίες και παρουσιάσεις βιβλίων και στους νέους χώρους συνδυάζεται ο καφές με διακίνηση βιβλίων και ιδεών.

Ο «Γαβριηλίδης» βγάζει τραπεζάκια έξω το Σάββατο. Το «Dasein» με προβολές και φιλοσοφικές συζητήσεις, το καφέ-βιβλιοπωλείο «Βοξ» του Λιβάνη και στην Μπλε πολυκατοικία το «Φλοράλ» του Γιώργου Θαλασσινού και των εκδόσεων «Οξύ» που υπέστη την εισβολή της αστυνομίας στην παρουσίαση ενός πολιτικού βιβλίου!

Οι εταιρείες διανομής (Χριστάκης, Τζανακάκης, «Κατάρτι», Μαρίνης, Σίμος, Κανάκη κ.ά.) διοχετεύουν καθημερινά χιλιάδες βιβλία ώς το πιο ακριτικό βιβλιοπωλείο.

Αν ο πρώτος στύλος είναι βιβλίο, ο δεύτερος είναι μουσική. Μπορείς να βρεις από ψηφιακό εξοπλισμό για στούντιο ηχογραφήσεων στο Bon studio και ενισχυτές Marshall, κιθάρες Fender και ρώσικα πιάνα σε τριάντα καταστήματα μέχρι τούρκικα ούτια στην «Πανδώρα»! Και χειροποίητα μπουζούκια και μπαγλαμάδες στα οργανοποιεία του Βάρλα και του Καφετζόπουλου που έχουν πελάτες απ’ τη Φιλανδία και το Ισραήλ!

Αλλα τόσα δισκάδικα, συνεχίζοντας την παράδοση του «Pop 11» και της «Στροφής» του Μανάκου, εξειδικευμένα. Κλασική και τζαζ στη «Λέσχη του Δίσκου» και τα άλλα μαγαζιά στη Στοά της Οπερας, ραπ, ελεκτρόνικα, ιντάστριαλ και χαρντ ροκ στα Discobole, Darkcell Records, Art Rat, Purple Haze κ.λπ., βινύλια σίξτις στο κουκλίστικο Phonograph Records του Φώτη στην Α. Μεταξά και Καζαντζίδης στα «Λιοτρόπια». Ανεξάρτητες παραγωγές από τις δισκογραφικές «Καθρέφτη» του Μωϋσή Ασέρ και «Protasis» του Νίκου Οικονόμου.

Στα ωδεία προσέρχονται καθημερινά εκατοντάδες παιδιά και έφηβοι για να μάθουν πιάνο ή ποντιακή λύρα. «Παλλάδιον», Εθνικό Ωδείο, «Μουσικοί Ορίζοντες» και Νάκας με εκδόσεις, όργανα και αίθουσα συναυλιών. Επίσης συνεχίζει η σχολή του Σίμωνα Καρά για ψαλτάδες, μουσικούς και δασκάλους παραδοσιακής μουσικής. Και στο αυτοδιαχειριζόμενο «Nosotros» δεκάδες νέοι μαθαίνουν μπουζούκια και κιθάρες, μαζί με ομάδες θεάτρου, χορού, κινηματογράφου και φωτογραφίας που δραστηριοποιούνται στον πολυχώρο της πλατείας.

Στις μουσικές σκηνές, πέρα από το «An Club» που έχει φιλοξενήσει από Παύλο Σιδηρόπουλο έως Blind Faith, είναι οι «Βάτραχοι», «After Dark», «In Vivo», «Texas Necropolis», «Παράφωνο» κ.λπ. Στο ελληνικό τραγούδι, «Ταξίμι», «Ρεμπέτικη Ιστορία», «Κάβουρας», «Μποέμισσα», «Μακάρι», «9/8», «Σφεντόνα», «Μπαράκι του Βασίλη» κ.ά., με ρεμπέτικο, λαϊκό, μπαλάντες και έντεχνο τραγούδι. Περπατώντας στα Εξάρχεια συναντάς παρέες που διασκεδάζουν στα καφενεία με κιθάρες, μπουζούκια, τσιπουράκι και μεζέδες. Τα καφενεία Μεσολογγίου και Κωλέττη, της Ναυαρίνου και του Ρούσου, «Μύλος», «Χάρτες», «Ιντριγκα», «Διπλό Καφέ», «Χημείο» και «Ντεκαντάνς» είναι λίγα από τα αμέτρητα καφέ-μπαρ όπου συχνάζουν οι νέοι και οι αγέραστοι.

Γευστική ποικιλία

Σαν αντίλογος στα φαστφουντάδικα άνοιξαν φαγάδικα με υλικά βιολογικής καλλιέργειας («Βασιλικός» και «Γιάντες»). Μαζί με τις παραδοσιακές ταβέρνες «Αμα Λάχει», «Ροζαλία», «Τσέλιγκας», «Βεργίνα» κ.λπ. και τα μοντέρνα εστιατόρια («Salero», «Φασόλι» κ.ά.). Αν προσθέσεις ψησταριές και σουβλατζίδικα («Προδόρπιον», «Κάβουρας», «Αγραφα» κ.λπ.), το «Σοφρά» με αυθεντικό τούρκικο κεμπάπ στην πλ. Κάγνιγγος, αλλά και μπιραρίες, τρατορίες, κρεπερί, τοστάδικα, ρυζογαλάδικα και ζαχαροπλαστεία, συν τις ψαροταβέρνες της Θεμιστοκλέους, η γευστική ποικιλία είναι πλήρης. Ο συνεταιριστικός «Σπόρος» φέρνει καφέ, τσάι και άλλα φυσικά προϊόντα από ζαπατίστικες κοινότητες και κοοπερατίβες του Μεξικού, Ισημερινού, Βολιβίας κ.λπ. που δεν φτάνουν στα ράφια του σουπερμάρκετ. Για τους οικόσιτους η σαββατιάτικη λαϊκή αγορά είναι παράδεισος.

Ενώ ολόκληρες πόλεις δεν έχουν ούτε έναν κινηματογράφο, στα Εξάρχεια, «Ριβιέρα», «Βοξ» και «Εκράν» το καλοκαίρι και «Ελλη», «Οπερα και Ααβόρα» το χειμώνα προβάλλουν καλές ταινίες. Εργα ποιότητας ανεβάζουν το Νέο Ελληνικό Θέατρο, ο «Φούρνος» και το «Θέατρο των Εξαρχείων».

Μαθαίνοντας αλβανικά

Η ανακαίνιση του επιβλητικού Χημείου που έχτισε ο Τσίλερ και η μετατροπή του σε μουσείο, βιβλιοθήκη και χώρο διαλόγου, δίνει νέα ώθηση στην περιοχή. Καθημερινά, εκτός από τους φοιτητές διαφόρων σχολών (Αρχιτεκτονική, Νομική, Παιδαγωγικό κ.λπ.) και ΙΕΚ (Akto, Δέλτα κ.ά.), 3.500 σπουδαστές καταφθάνουν στα Εξάρχεια για τα μαθήματα 28 γλωσσών (μέχρι αλβανικά και περσικά) που διδάσκονται στο «Διδασκαλείο» του Πανεπιστημίου.

Αντίστοιχα, εκατοντάδες μετανάστες έχουν μάθει ελληνικά από την ομάδα δασκάλων «Πίσω Θρανία» στο «Στέκι Μεταναστών», όπου συναντιούνται πολλές από τις πενήντα συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται στα Εξάρχεια. Από εκεί ξεκίνησε και το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ που καθιερώθηκε ως θεσμός. Και στο «Αυτόνομο Στέκι» συνυπάρχουν άλλες συσπειρώσεις.

Με πολλούς νέους δικηγόρους, το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα συμπαραστέκεται σε όσους υποφέρουν από την κρατική αυθαιρεσία. Και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει πάρει πολλές πρωτοβουλίες με παρεμβάσεις στις αρχές και εκδηλώσεις στα γραφεία της Ακαδημίας. Κοντά είναι η Νομική Βιβλιοθήκη και το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων. Και το ΚΕΘΕΑ που βοηθάει χρήστες να απαλλαγούν από τα ναρκωτικά, ενώ για όσους προτιμούν τα σπορ, ο ένδοξος Αστέρας συμπλήρωσε 81 χρόνια μπάλας!

Στα Εξάρχεια βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο μετακόμισε πρόσφατα, αλλά συνοικία δεν άλλαξε. Το ΚΚΕ διατηρεί το κεντρικό βιβλιοπωλείο της «Σύγχρονης Εποχής» δίπλα στην εκκλησία της Ζ. Πηγής. Η απόπειρα μεταφοράς του υπουργείου Πολιτισμού σε περιοχή πολιτιστικά ουδέτερη ήταν εξαιρετικά άστοχη.

Καλύτερα θα ήταν να είχε κηρύξει τα Εξάρχεια διατηρητέα! Και ο Δήμος Αθηναίων να φρόντιζε περισσότερο την καθαριότητα, τα πεζοδρόμια, τα σκαλοπάτια, το πράσινο και την ανακύκλωση.

Τα Εξάρχεια βάλλονται από τα ΜΜΕ, αλλά έχουν δικούς τους διαύλους επικοινωνίας. Εκδηλώσεις στην πλατεία, συναθροίσεις στην αίθουσα Γκίνη του Πολυτεχνείου, χιλιάδες σάιτ στο Διαδίκτυο, αφίσες, πανό, προκηρύξεις, εφημερίδες και περιοδικά. «Εποχή», «Πριν», «Ουτοπία», «Γαλέρα», «Βαβέλ», «Αρδην», «Αλάνα», «Resistencias», «Βαβυλωνία», «Athens Voice», «Πολίτες», «Διαβάζω», «Οδός Πάνος», «Τετράδια», «Το δέντρο» και πολλά άλλα. Και η Απογευματινή σταθερά στη Φειδίου. Κι εμείς στα Εξάρχεια με το «Ντέφι». Ηδη λειτουργούν διαδικτυακά ραδιόφωνα, όπως το vmr.gr που εκπέμπει από το δισκάδικο του Νεκτάριου στη Διδότου, ενώ το tvxs.gr του Στέλιου Κούλογλου καλύπτει συστηματικά τα γεγονότα στην περιοχή.

Για τατουάζ και κομπολόγια

Αν θέλεις να γίνεις μουσικός, γραφίστας ή ζογκλέρ, αν θέλεις να κουρευτείς στρέιτ στη Μένη ή παράξενα στην Αστρινιώ, να ζωγραφίσεις στο δρόμο, να κάνεις τατουάζ στη «Medusa Tattoo», να βγάλεις καλές φωτοτυπίες στου Βαθειά, να χαρτζιλικώσεις τους βαλκάνιους μουσικούς του δρόμου, να πρασινίσεις το μπαλκόνι σου στο «Allegre grow shop»… Να αγοράσεις μεταχειρισμένα ρούχα στο «Yesterday’s bread», πειρατικά CD από Αφρικάνους, χειροποίητες κούκλες και πορτατίφ στο Strawberry, ασυνήθιστα μπεγλέρια στο Αθηναϊκό Κέντρο κομπολογιού, τισέρτ με απίθανες στάμπες που φτιάχνουν οι ροκάδες στο «The Lab», λουλούδια από τον Κώστα στο πεζοδρόμιο του Χημείου και μανταρίνια από το καρότσι του Γιάννη απέναντι από το Παιδαγωγικό, ακόμα και ντέξιον για την αποθήκη ή το μαγαζί σου, πηγαίνεις στα Εξάρχεια. Και όλα τα καταστήματα αερομοντελισμού είναι συγκεντρωμένα στην Ιπποκράτους.

Μπορεί τόσα θαυμαστά να χωράνε σε μια τόσο μικρή συνοικία; Στα Εξάρχεια, ναι!

Χιλιάδες άνθρωποι, όλο το εικοσιτετράωρο, χιλιάδες δράσεις. Δημιουργικοί χειρόνακτες με πινέλο ή «ποντίκι». Με σημαντικές επενδύσεις σε κτήρια, ποιοτικές υπηρεσίες και προϊόντα. Χωρίς βιομηχανίες θεάματος-ακροάματος και Mall. Με ανθρώπους της καινοτομίας και των ιδεών. Με εναλλακτικές προτάσεις διαβίωσης. Αυτή είναι η αληθινή φύση και ο πλούτος των Εξαρχείων. Πολλαπλά πεδία δημιουργικής συμβίωσης και αμέτρητοι άνθρωποι που επανδρώνουν εκπαιδευτικά ιδρύματα, καλλιτεχνικά εργαστήρια, κοινωνικούς φορείς, χώρους ψυχαγωγίας και καταστήματα. Τα Εξάρχεια είναι τόπος ζεστός και δυναμικός που αντέχει και τις όποιες παραφωνίες του. Τόπος με παράδοση αντίστασης από την Κατοχή και τεράστια συμβολή στον αντιδικτατορικό αγώνα με Πολυτεχνείο, Χημείο και Νομική. Ενας τόπος ευαισθησίας, ζύμωσης και αναζωογόνησης.

Η πολιτική του κράτους θέτει πολλά ερωτήματα. Γιατί η βαριά οπλισμένη αστυνομική δύναμη κάνει ταπεινωτικούς ελέγχους και προσαγωγές νέων, σπουδαστών, εργαζομένων ή πελατών, ενώ αφήνει τους εμπόρους ναρκωτικών να πουλάνε ανενόχλητα την ηρωίνη στα θύματά τους;

Μήπως η δράση των πολιτικά ανώριμων «μπαχαλάκηδων» υποθάλπεται γιατί αποσπάει την οργή της κοινής γνώμης από τους ληστές του δημόσιου πλούτου (Χρηματιστήριο, Siemens, ομόλογα, Βατοπέδι κ.λπ.);

Και τα σχέδια για «ανάπλαση»; Οι συμβολαιογράφοι επισημαίνουν ότι «το real estate καραδοκεί»! Τσολιαδάκια και μουσακάς στην Πλάκα, καπουτσίνο και σαγανάκι στου Ψυρρή, ουίσκι μπόμπα και διασκεδαστήρια στον Κεραμεικό. Συν ακριβά «στούντιο» και «λοφτ» για νεόπλουτους.

Η μέθοδος δοκιμασμένη. Προηγείται η τεχνητή υποβάθμιση και πτώση τιμών, ακολουθούν οι μαζικές αγορές από «ημέτερους» και μετά η «αναβάθμιση»!

Οποια κι αν είναι τα «σχέδια», όσο μεγάλη κι αν είναι η εξωτερική πίεση, η κοινωνία των Εξαρχείων σφύζει από ζωή και δημιουργία. Και δεν χρειάζεται μετάλλαξη.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Οι πατριώτες της πενιάς

Οι πατριώτες της πενιάς

Κι όμως, δεν τραγουδούσε μόνο η Βέμπο για τους πολεμιστές του ’40. Κυνηγημένοι από τις αρχές, οι ρεμπέτες απαντούσαν με τα δικά τους λαϊκά ρεφρέν στον πόλεμο.

«Χάρις εις τας προσπαθείας της Επιτροπής η μουσική παραγωγή εξυγιάνθη και εξωστρακίσθησαν όλα τα άσεμνα και κακόηχα άσματα…», αναφέρει στον απολογισμό του (1936-1938) το μεταξικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

Κι όμως, τα λαϊκά τραγούδια, ρεμπέτικα και αμανέδες, παραμένουν πολύ πιο δημοφιλή από τα ελαφρά που γράφουν οι «μουσικώς μορφωμένοι». Αυτό επισημαίνει ο μαέστρος και συνθέτης Παναγιώτης Τούντας, καλλιτεχνικός διευθυντής της «Κολούμπια» στη «Βραδυνή» τής 14ης Οκτωβρίου 1940.

Λίγες μέρες αργότερα, στην ίδια εφημερίδα, η μουσικοκριτικός Αλεξάνδρα Λαλαούνη παρουσιάζει εντυπωσιασμένη τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής με τους Στυλιανό Κερομύτη, Στράτο Παγιουμτζή, Δημήτρη Περδικόπουλο, Ιωάννα Γεωργακοπούλου και άλλους λαϊκούς καλλιτέχνες. Κι όμως την ίδια στιγμή καταλήγει:

«Σήμερα, μεσ’ την προσπάθεια του νέου Κράτους για την πνευματική εξύψωσι του λαού, κάθε μουσικό κομμάτι, κάθε τραγούδι, θα ακουσθή πρώτα από μια ειδική επιτροπή (εξαμελή) κι έπειτα θα κυκλοφορήση. Οι τέσσερις πρώτοι ελέγχουν τη μουσική που πρέπει νάναι μακρυά απ’ τον αμανέ και κάθε ασιατική επίδρασι, οι δύο τελευταίοι τους στίχους. Καμμιά ασχήμια, καμμιά ανηθικότης δεν μπορεί να κυκλοφορήση πιά» (Κώστα Βλησίδη, «Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο», εκδ. Εικοστού Πρώτου).

Διώκεται και η… παρτιτούρα

Αυτή είναι η κατάσταση στο τραγούδι λίγες μέρες πριν από την κήρυξη του πολέμου. Το ρεμπέτικο αγαπιέται και κυνηγιέται. Οχι μόνο η δισκογράφησή του, αλλά και η δημόσια εκτέλεσή του διώκονται από την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Ακόμα και η εκτύπωση ενός τραγουδιού σε παρτιτούρα. Το να κυκλοφορεί κανείς με μπουζούκι στο χέρι είναι επιλήψιμο, ενώ το σαντούρι αντικαθίσταται από τη χαβάγια! Πολιτική που συνεχίζει η κατοχική ψευτοκυβέρνηση με ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι ρεμπέτες δεν υστερούν σε ευαισθησία και είναι πράγματι εντυπωσιακή η αμεσότητα της αντίδρασης όσων δεν υπηρετούν στο μέτωπο.

Μέσα στους έξι μήνες που μεσολαβούν ανάμεσα στην έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου και την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, καταφέρνουν να γράψουν και να ηχογραφήσουν αρκετά τραγούδια με πατριωτικό περιεχόμενο.

Ορισμένα απ’ αυτά αποτελούν διασκευές δικών τους τραγουδιών, όχι μόνο λόγω έλλειψης χρόνου για νέες συνθέσεις, αλλά και επειδή διευκολύνει την αποδοχή και το τραγούδισμά τους. Εξάλλου, οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού κάνουν κυρίως διασκευές.

* Ο Μάρκος Βαμβακάρης, που συνήθως αγνοείται από τις εφημερίδες της εποχής επειδή έχει γράψει δυνατά «χασικλίδικα» τραγούδια και θεωρείται πολύ βαρύς, είναι από τους πρώτους που δίνουν το «παρών» με επίκαιρα τραγούδια, όπως το γνωστό «Καραντουζένι» του, που διασκευάζεται σε «Γεια σας φανταράκια μας πέρα στην Αλβανία, που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ’ ανδρεία. Κι εσύ βρε πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις, το θάνατο στους Ιταλούς καθημερνώς σκορπίζεις…».

* Ο «Γρουσούζης» του προσαρμόζεται στον Μουσολίνι «Βρε, γρουσούζη Μουσολίνι, πού ‘ναι τα τόσα μεγαλεία, που ‘ταζες κάθε λιγάκι στην καημένη Ιταλία;…» με νέους στίχους του Γιώργου Φωτίδα που έχει γράψει και το τραγούδι «Ο αγύμναστος (ο Μάρκος φαντάρος)» για να περιγράψει τη στράτευση του όχι τόσο νέου Βαμβακάρη. Ο Μάρκος ερμηνεύει όλα τα «πολεμικά» τραγούδια μαζί με τον Απόστολο Χατζηχρήστο, συνθέτη του τραγουδιού «Στης Αλβανίας τα βουνά μερόνυχτα γυρνάω, για τη γλυκιά πατρίδα μας μανούλα πολεμάω…», στο οποίο ερμηνευτικά συμμετέχει και ο Μπιρ-Αλλάχ (Γιάννης Σταμούλης).

«Ακου Ντούτσε μου τα νέα»

Με ερμηνευτές τον Μάρκο και τον Απόστολο ηχογράφησαν τραγούδια τους («Το όνειρο του Μπενίτο», «Την Αλβανία ξέγραψε») και οι Μίνως Μάτσας και Σπύρος Περιστέρης, ιδιοκτήτης και καλλιτεχνικός διευθυντής αντίστοιχα της δισκογραφικής εταιρείας Οντεόν-Παρλοφόν.

Καθώς μέσα σε λίγες βδομάδες ο ελληνικός στρατός προελαύνει στο μέτωπο, άγνωστες ορεινές περιοχές στη Δυτική Μακεδονία και την Ηπειρο, καθώς και πόλεις και χωριά στην Αλβανία, όπου διεξάγονται μάχες, γίνονται οικεία ονόματα με μεγάλη φόρτιση και συμβολισμό χάρη στα πρωτοσέλιδα, αλλά και τα τραγούδια που κυκλοφορούν σε δίσκους:

* «Ο,τι έκανα στο Μόραβα και στου Ιβάν τη ράχη, τώρα θα κάνω πιότερα κι αλλού αν τύχει μάχη. Δεν με φοβίζει ο πόλεμος, γι’ αυτό και νύχτα-μέρα με περηφάνια μάχομαι φωνάζοντας αέρα…», τραγουδάει ο Στελλάκης Περπινιάδης σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη και μουσική του Παναγιώτη Τούντα που, στις αρχές του 1941, συνθέτει και το «Ακου Ντούτσε μου τα νέα» και -σε συνεργασία με τον Γιώργο Μητσάκη- «Η λόγχη μας το θέλει», με ερμηνευτές τη Νταίζη Σταυροπούλου, τον Στέλιο Κερομύτη και τον Μανώλη Χιώτη.

* Ο Μπαγιαντέρας γράφει «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι» και «Ψηλά στης Πίνδου τα Βουνά» και συνεχίζει στα χρόνια τις Κατοχής με τραγούδια για την εθνική αντίσταση και τον Αρη Βελουχιώτη που δεν ηχογραφήθηκαν τότε για ευνόητους λόγους, όπως και πολλά άλλα που γράφτηκαν από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Σπύρο Καλφόπουλο και άλλους λαϊκούς δημιουργούς.

* Ο Δημήτρης (Μήτσος) Περδικόπουλος αντιπαραθέτει το σθένος των Ελλήνων και των Εγγλέζων σ’ αυτό των «Αβυσσινέζων» («Δρόμο γρήγορα από την Αλβανία και μη νομίζεις πως κι εδώ θα βρεις Αβησσυνία»), αγνοώντας προφανώς ότι ο Μουσολίνι για να καθυποτάξει την αντίσταση στην Αιθιοπία εξολόθρευσε πάνω από επτακόσιες χιλιάδες Αβησσυνούς.

* Μαζί με τα αμιγώς πατριωτικά, ηχογραφήθηκαν και τραγούδια που αναφέρονταν σε «παράπλευρες απώλειες»! Ο Κερομύτης, εκφράζοντας με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο την ευαισθητοποίηση στους κύκλους του ρεμπέτικου τραγουδιού, τραγουδάει «Καιρός πια το μπουζούκι μου στο πλάι να τ’ αφήσω, να πάρω το ντουφέκι μου να πάω να πολεμήσω…»

Επιτυχίες πάνω σε διασκευές

* Οι αδελφοί Συνογιάννη εξιστορούν το δράμα του τραυματισμένου στρατιώτη που ερωτεύεται στο ράντζο του πόνου: «Αχ, νοσοκόμα μου μικρή, ήρθα να με γιατρέψεις κι όχι να γιάνεις την πληγή και την καρδιά να κλέψεις…»

* Ο Κώστας Κοφινιώτης προβλέπει ότι οι γυναίκες που μένουν πίσω θα αναλάβουν τις δουλειές («Αν φύγουμε στον πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι, θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι…»)

Πολλά άλλα δεν πρόλαβαν να ηχογραφηθούν, γιατί με την έλευση των Γερμανών έκλεισε το εργοστάσιο της Κολούμπια κι έπεσε άγρια λογοκρισία.

* Γιάννης Παπαϊωάννου, Στέλιος Χρυσίνης, Βασίλης Μαυροφρύδης, Κώστας Καρίπης, Κοσμάς Κοσμαδόπουλος, Ιωάννα Γεωργακοπούλου κ.ά. διασκεύασαν, έγραψαν ή τραγούδησαν απλοϊκούς στίχους ακόμα και πάνω σε ρυθμούς και μελωδίες ρεμπέτικες, χωρίς βέβαια να μπορούν να υπερκεράσουν τους καλλιτέχνες του ελαφρού τραγουδιού, που ήταν εξοικειωμένοι με το χώρο της επιθεώρησης, τα ψευτοδημώδη, τις διασκευές, τα εμβατήρια.

* Οι επιθεωρήσεις «Πολεμική Σπίθα», «Μπέλα Γκράτσια», «Κορόιδο Μουσολίνι», «Το πολεμικό τσαρούχι», «Πολεμικά Παναθήναια», «Πολεμικές καντρίλιες», «Μπράβο κολονέλο», «Μπενίτο φινίτο» με την Κοτοπούλη, τον Μουσούρη, την Κατερίνα κ.ά. τροφοδοτούνται με τραγούδια και διασκευές από τον Σακελλάριο, τον Χαιρόπουλο κ.ά.

* Το «Κορόιδο Μουσολίνι» γράφτηκε από τον Γιώργο Οικονομίδη πάνω σε ένα ιταλικό τραγούδι, η «Ζεχρά» του Μιχάλη Σουγιούλ έγινε ξαφνικά «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά» από τον Τραϊφόρο και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» γράφτηκε πάνω στο «Πλέκει η Μαριώ το προικιό της»!

Επιπλέον, οι λαϊκοί καλλιτέχνες ανήκαν στις κατώτερες τάξεις και δεν είχαν πρόσβαση στον τύπο και το θέατρο. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη στάση των περισσοτέρων σε όλα τα δραματικά γεγονότα της δεκαετίας του ’40, αντιλαμβάνεται τους λόγους που έθεσαν τη δική τους συμβολή σε πατριωτικά τραγούδια στο περιθώριο της Ιστορίας.

* Την ίδια εποχή κυκλοφόρησαν και τραγούδια του Γιώργου Παπασιδέρη και του βιολιστή Δημήτρη Σέμση, δημοτικά σε στιλ αλλά επιθεωρησιακά σε ύφος («Το κόλπο σου δεν έπιασε Φρατέλο στην Ελλάδα, σπαγγέτο μεις δεν είμαστε ούτε μακαρονάδα…»).

* Ενδιαφέρον έχει η συμπαράσταση που εκδηλώνεται στην ελληνική διασπορά μέσα από τραγούδια που ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν στην Αμερική, όπως το «Γενναίο ευζωνάκι» και «Για την πατρίδα, για την λευθεριά» του Λεωνίδα Φωτεινού, «Ο ρεζίλης» και «Απάνω στ’ Αργυρόκαστρο» του Αντώνη Σακελλαρίου, η «Θετή πατρίδα» και «Ευζωνάκια, ευζωνάκια, ξακουστά και ζηλευτά, τρέξετε για να χτυπήστε τον εχθρό μέσ’ την καρδιά…» της Βιργινίας Μαγγίδου κ.ά., καθώς και εκείνα που κυκλοφόρησαν στη συνέχεια για την Εθνική Αντίσταση.

«Μούργο Μουσολίνι», «Ξενητεμένοι Ελληνες» κ.ά. του Φώτη Αργυρόπουλου και του Δημοσθένη Ζάττα που ηχογραφούσαν και ολόκληρους διαλόγους παρωδώντας και υμνώντας, όπως τον «Τσιμπλιάρη Χιροχίτο» και τη «Φωνή απ’ την Ελλάδα»!

(Σ.Σ.: Οι στίχοι των τραγουδιών περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Σάκη Πάπιστα «Το αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια 1940-1949», εκδ. Αφών Κυριακίδη.)
 

Ο Καραγκιόζης στο Τεπελένι

* Τέλος, υπάρχει και μια άλλη λαϊκή «σκηνή» σχεδόν άφαντη που γυρίζει στα χωριά, εμψυχώνει και μεταφέρει τα νέα με τον δικό της τρόπο. Είναι οι Καραγκιοζοπαίχτες που παίζουν ηρωικά έργα και αναπαριστούν μάχες στη Νεμέρτσικα, το Τεπελένι και την Κορυτσά, διασκευάζοντας με δικά τους σατιρικά λόγια, καραγκιοζίστικα, δημοτικά, ρεμπέτικα και ελαφρά τραγούδια της εποχής. Ζωντανά κομμάτια καλλιτεχνίας που δεν θα ηχογραφηθούν και δεν θα αποτυπωθούν ποτέ σε δίσκο.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά,  Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Σπασμένα πιάτα, κομμένα τραγούδια

Σπασμένα πιάτα, κομμένα τραγούδια

Σε μια εντελώς αντιφατική εποχή, η Ελλάδα ζει την παραγωγή εξαιρετικής μουσικής, αλλά και την άνθηση των κέντρων διασκέδασης

Στην Ελλάδα φτάνουν μόνο τα αντιπολεμικά τραγούδια και δημιουργείται ένα υπόγειο ρεύμα μεταξύ νέων που μαζεύονται σε σπίτια για να ακούσουν δισκάκια και να ανταλλάξουν πληροφορίες.

Τα μακριά μαλλιά και η ροκ μουσική αποτελούν στοιχεία ανυπακοής. Ετσι, διαμορφώνεται η ροκ σκηνή που στο κλείσιμο της δεκαετίας επισκιάζει την ποπ σκηνή, αντικαθιστώντας τα κοστουμάκια και τις γραβατούλες των συγκροτημάτων με σταμπωτές ψυχεδελικές φανέλες, χαϊμαλιά, τζιν και αμπέχονα. 

Στις μπουάτ της Πλάκας, η ασφάλεια κάνει εφόδους για εξακρίβωση στοιχείων και για να ελέγξει τα προγράμματα του Γιώργου Ζωγράφου, του Κώστα Χατζή ή της Αρλέτας, στο «Δώμα», τις «Εσπερίδες», τη «Σοφίτα»…

Το ελληνικό τραγούδι, παρά τη λογοκρισία και την αμορφωσιά των συνταγματαρχών, συνεχίζει να παράγει εξαίρετα τραγούδια. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποιεί Οδυσσέα Ελύτη με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη και ο Μίμης Πλέσσας με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο γράφουν τον «Δρόμο» με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου, στον οποίο ο Αλέκος Πατσιφάς της «Λύρας» δίνει και τα μελοποιημένα από τον Γιάννη Γλέζο ποιήματα του Λόρκα, ενορχηστρωμένα από τον Νίκο Μαμαγκάκη.

Δυνατά λαϊκά

Η άνοδος του ελαφρολαϊκού συμπίπτει με την τουριστική ανάπτυξη και τα τραγούδια σαν τον «Επιπόλαιο» (Κατσαρού-Πυθαγόρα) συνδυάζονται με την άνθηση των κοσμικών κέντρων που φιλοξενούν ηθοποιούς και νεόπλουτους.

Η χούντα σε μια «επιχείρηση αρετής» απαγορεύει με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών το «έθιμο» των «φθορών προκαλουσών το κοινόν αίσθημα», για να κάνει στη συνέχεια τα στραβά μάτια με υπουργούς της τακτικούς θαμώνες στην παραλία. Μέσα σε μία χρονιά διπλασιάζεται η κατανάλωση ουίσκι!

Τα δυνατά λαϊκά τραγούδια με τις φωνές των Καζαντζίδη («Νυχτερίδες κι αράχνες»), Διονυσίου («Ο παλιατζής»), Μπιθικώτση («Ρολόι-κομπολόι») κ.ά. και τα πάλκα με Τσιτσάνη, Πόλυ Πάνου, Γαβαλά και άλλους κλασικούς, κρατάνε κόντρες στον εκφυλισμό του τραγουδιού που προωθείται από εταιρείες δίσκων με μεταγλωττίσεις ξένων ελαφρών επιτυχιών.

Μέσα στο γενικό μούδιασμα (ευχάριστο για μια φιλοχουντική μερίδα), γεμάτες παραμένουν μόνο οι αίθουσες κινηματογράφου, ανυποψίαστες για το επερχόμενο τέλος της ακμής τους. Η Ελλάδα διαθέτει ένα τεράστιο δίκτυο αιθουσών. Στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, το καλοκαίρι λειτουργούν 563 κινηματογράφοι! Κάθε συνοικία διαθέτει δικούς της κινηματογράφους, μέρος του τοπικού πολιτιστικού ιστού!

Οι ογδόντα χιλιάδες συσκευές τηλεόρασης στην Αθήνα είναι ακόμα λίγες για να κλείσουν τις αίθουσες, αλλά πολλαπλασιάζονται γρήγορα μειώνοντας ραγδαία και τις εντόπιες παραγωγές, που έχουν χάσει τη φρεσκάδα του κλασικού ελληνικού σινεμά.

Πάνω από δέκα ταινίες εθνοπατριωτικού περιεχομένου παίζονται ταυτόχρονα κόβοντας εκατομμύρια εισιτήρια: πρώτη «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» του Ντίνου Δημόπουλου (739 χιλιάδες) με τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ, οι «Γενναίοι του Βορρά» (627) του Κώστα Καραγιάννη, το «Οχι» (602) και «Η Μεσόγειος φλέγεται» (410) του Ντίμη Δαδήρα, «Το νησί της Αφροδίτης» (299) του Γιώργου Σκαλενάκη, «Οι δραπέτες του Μπούλκες» του Α. Παπασταματάκη, «Ετσι πολεμούσαμε το ’40» κ.ά.

Ταινίες με μακεδονομάχους, κομμουνιστοσυμμορίτες, μαχητές της ΕΟΚΑ, βούλγαρους κομιτατζήδες, γερμανούς ναζί και ιταλούς μακαρονάδες. Ο υπολοχαγός Κώστας Πρέκας στις δόξες του!

Παράλληλα, προβάλλονται ερωτικά δράματα, κοινωνικές περιπέτειες και κωμωδίες. Ο Κούρκουλος και η Χρονοπούλου («Ορατότης μηδέν») με 640 χιλιάδες εισιτήρια συναγωνίζονται το ζευγάρι Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ («Η νεράιδα και το παλικάρι») με 627 χιλιάδες εισιτήρια! Και ακολουθούν «Η Παριζιάνα», «Ο μπλοφατζής», «Θ. Β., ο φαλακρός πράκτωρ», «Ο γόης» και οι υπόλοιπες από τις 99 νέες ταινίες της χρονιάς, με Βλαχοπούλου, Βέγγο, Βόγλη, Λάσκαρη, Κατράκη, Βουτσά κ.λπ. Το «Τσουφ» με τα κινούμενα σχέδια του Θόδωρου Μαραγκού είναι από τις λίγες εξαιρέσεις στον κανόνα.

Και οι ταινίες εξακολουθούν να αποτελούν το καλύτερο μέσο για την προβολή καινούριων τραγουδιών και νέων ερμηνευτών. Οι Μίμης Πλέσσας, Κώστας Καπνίσης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιώργος Ζαμπέτας, Γεράσιμος Λαβράνος κ.ά. έχουν επενδύσει μουσικά πολλές ταινίες και ο Στράτος Διονυσίου κάνει μεγάλο σουξέ με το τραγούδι «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου».

Είναι η χρονιά που η Μαρία Κάλλας εμφανίζεται ως ηθοποιός στον ρόλο της Μήδειας στην ομώνυμη ταινία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που γυρίζεται στην Τουρκία, όπου η μεγάλη τραγουδίστρια συλλαμβάνεται γιατί μεταφέρει στις αποσκευές της μεγάλο αριθμό αρχαίων αντικειμένων! Ενώ, στις Κάνες, η ακτιβίστρια Βανέσα Ρέντγκρεϊβ κερδίζει το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου για τον ρόλο της Ισιδώρας Ντάνκαν και η Κάθριν Χέπμπορν στο Χόλιγουντ παίρνει το τρίτο της Οσκαρ! Γυναίκες εκπληκτικές!

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-ΕΠΤΑ / Κυριακή 26 Ιουλίου 2009